Menu
RSS
Κυριακή, 24/11/2024
kalimera-arkadia logo
kalimera Arkadia Facebook pageKalimera Arkadia TwitterKalimera Arkadia YouTube channel
ΚΤΕΛ Αρκαδίας
anakem728x90

Όλα όσα Πρέπει να Γνωρίζετε για τα Αυτοάνοσα Νοσήματα | 80% των ασθενών με αυτοάνοσο νόσημα είναι γυναίκες

Όλα όσα Πρέπει να Γνωρίζετε για τα Αυτοάνοσα Νοσήματα | 80% των ασθενών με αυτοάνοσο νόσημα είναι γυναίκες
Τι είναι τα αυτοάνοσα, ποια είναι τα κοινά τους χαρακτηριστικά, ποιος είναι ο ρόλος της κληρονομικότητας, του τρόπου ζωής και του στρες στην ανάπτυξη τους. 


Ποιες είναι οι σύγχρονες ιατρικές προσεγγίσεις και παρεμβάσεις για τη διάγνωση και την αντιμετώπιση αυτής της κατηγορίας νοσημάτων.


Τι είναι τα αυτοάνοσα νοσήματα;


Τα αυτοάνοσα είναι χρόνια φλεγμονώδη νοσήματα, όπου το ανοσοποιητικό σύστημα λανθασμένα επιτίθεται στα ίδια τα όργανα και ιστούς που πρέπει να προστατεύσει.


Ο ρόλος του ανοσοποιητικού συστήματος, είναι να προστατεύει τον οργανισμό από παθογόνους παράγοντες, όπως μικρόβια και ιούς. Φυσιολογικά, το ανοσοποιητικό όταν αντιλαμβάνεται την παρουσία ξένων στοιχείων, εξαπολύει αντισώματα και λευκά αιμοσφαίρια εναντίον των εισβολέων.


Στα αυτοάνοσα νοσήματα ωστόσο, το ανοσοποιητικό σύστημα λανθασμένα αναγνωρίζει κύτταρα και ιστούς του ίδιου του οργανισμού, ως ξένα. Απελευθερώνονται έτσι αντισώματα έναντι των δικών του ιστών, που ονομάζονται αυτο-αντισώματα και επιτίθενται σε όργανα όπως ο θυρεοειδής, οι αρθρώσεις ή το νευρικό σύστημα. Ανάλογα με το όργανο που βάλλεται, εκδηλώνεται και διαφορετικό νόσημα. 



Εικόνα 1: Το ανοσοποιητικό συστήμα παράγει φυσιολογικά αντισώματα έναντι εισβολέων. Στα αυτοάνοσα νοσήματα παράγει αντισώματα έναντι δικών του ιστών και οργάνων.  


Έχω διάφορα συμπτώματα, τα οποία δεν μπορώ να συνδυάσω μεταξύ τους, σε ποιο γιατρό πρέπει να απευθυνθώ για να ελέγξω εάν πάσχω από κάποιο αυτοάνοσο;


Τα αυτοάνοσα είναι μια ομάδα ασθενειών στην οποία ανήκουν πάνω από 150 διαφορετικά νοσήματα. Πολλαπλές ιατρικές ειδικότητες εμπλέκονται στη διάγνωση και αντιμετώπιση τους, ανάλογα με τα συμπτώματα και την κλινική εικόνα του κάθε ατόμου. 


Ανάλογα με το όργανο που βάλλεται, ο ασθενής παρουσιάζει διαφορετικά συμπτώματα. Η παραγωγή αυτοαντισωμάτων, οδηγεί σε χρόνια φλεγμονή και σταδιακή καταστροφή του οργάνου.

  • Η σταδιακή καταστροφή του θυρεοειδούς μπορεί να οδηγήσει σε υποθυρεοειδισμό, αύξηση βάρους, χαμηλά επίπεδα ενέργειας, κατακρατήσεις και εναλλαγές στη διάθεση. Τα πιο συχνά αυτοάνοσα νοσήματα του θυρεοειδή είναι η νόσος του Χασιμότο (υπο-θυρεοειδισμός) και η νόσος του Graves (υπερ-θυρεοειδισμός)
  • Χρόνια φλεγμονή και καταστροφή των αρθρώσεων: προξενούν πόνο, περιορισμό της κίνησης, ερυθρότητα και οίδημα, στις αρθρώσεις. Αυτοάνοσα νοσήματα που πλήττουν τις αρθρώσεις είναι η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η ψωριασική αρθρίτιδα και η αγκυλοποιητική σπονδυλαρθρίτιδα. 
  • Βλάβη σε νευρικά κύτταρα, προκαλεί συμπτώματα που αφορούν τη νευρική λειτουργία: μυϊκή αδυναμία, μουδιάσματα, σπασμούς, διπλή όραση, απώλεια της οπτικής οξύτητας, αστάθεια, μυϊκούς σπασμούς, δυσκολία στη βάδιση, διαταραχές της αισθητικότητας, δυσκολία στην κατάποση και ακράτεια, είναι τα πιο κοινά. Τέτοια νοσήματα είναι η σκλήρυνση κατά πλάκας, η μυασθένεια, οι φλεγμονώδεις περιφερικές νευροπάθειες (σύνδρομο Guillain-Barré), η εγκάρσια μυελίτιδα και η νόσος του κινητικού νευρώνα.
  • Φλεγμονές στο έντερο συνδέονται με κοιλιακό άλγος και συχνές κενώσεις, διάρροια, αιμορραγικές κενώσεις, φουσκώματα και έντονη κοιλιακή δυσφορία. Αυτοάνοσα νοσήματα του εντέρου είναι η κοιλιοκάκη και οι φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου:
    1. Η νόσος του Crohn που μπορεί να προσβάλει οποιοδήποτε τμήμα του γαστρεντερικού σωλήνα.
    2. Η  ελκώδης κολίτιδα που προσβάλει το παχύ έντερο και το ορθό.
  • Δερματικές βλάβες και φλεγμονές λόγω αυτοανοσίας εμφανίζονται: με έκζεμα, ξηρές δερματικές πλάκες, αλωπεκία, αποχρωματισμό, απώλεια της φυσιολογικής ελαστικότητας του δέρματος, κνησμό, ερυθρότητα και ξηροδερμία. Τα πιο κοινά αυτοάνοσα νοσήματα του δέρματος είναι η ατοπική δερματίτιδα (έκζεμα)η ψωρίαση, το σκληρόδερμα και η λεύκη.
  • Παραγωγή αυτοαντισωμάτων και βλάβη των κυττάρων του παγκρέατος που παράγουν την ινσουλίνη, οδηγούν σε εμφάνιση διαβήτη τύπου 1.
  • Αυτοαντισώματα που αυξάνουν την πηκτικότητα του αίματος προκαλούν: φλεβική θρόμβωση, αποβολές κύησης, εγκεφαλικά επεισόδια, βλάβες στις βαλβίδες της καρδιάς και θρόμβους σε διάφορα σημεία του σώματος (δέρμα, νεφρά). Το αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος και η αυτοάνοση θρομβοπενική προρφύρα ανήκουν σε αυτή την κατηγορία ασθενειών. 
  • Όταν το ανοσοποιητικό πλήττει το συκώτι, προκύπτει φλεγμονή, που μπορεί να συνοδεύεται με οίδημα στο ήπαρ, κίτρινη απόχρωση του δέρματος (ίκτερος), έντονη κούραση, πόνους στις αρθρώσεις, δερματικά εξανθήματα, διακοπή της εμμήνου ρύσης και δυσφορία στην κοιλιακή χώρα. Αυτοάνοσα που αφορούν στο ήπαρ είναι η αυτοάνοση ηπατίτιδα και η πρωτοπαθής χολική κίρρωση.  
  • Εφόσον τα αντισώματα πλήττουν το στομάχι, αναπτύσσεται ατροφία του βλεννογόνου του στομάχου, δυσαπορρόφηση της βιταμίνης B12 και κακοήθης αναιμία (ή νόσος του Biermer), λόγω της έλλειψης της.
  • Χρόνια φλεγμονή αυτοάνοσης αιτιολογίας σε μύες και τένοντες, μπορεί να προκαλέσει μυϊκούς πόνους, μυϊκή αδυναμία, ακαμψία, έντονη κούραση, σπαστική κολίτιδα και πονοκεφάλους. Αυτοάνοσα νοσήματα που προκαλούν τέτοιου είδους συμπτώματα είναι ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, το σύνδρομο Sjogren και το σκληρόδερμα.    

Κάποια αυτοάνοσα πλήττουν ένα συγκεκριμένο όργανο (Χασιμότο, διαβήτης τύπου 1, νόσος του Crohn, ΣΚΠ), ενώ κάποια αλλά μπορούν να προκαλέσουν βλάβη σε πολλαπλά όργανα (ρευματοειδής αρθρίτιδα, συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, σκληρόδερμα, σύνδρομο Sjogren).

Ο ασθενής πρέπει να  απευθυνθεί στο γιατρό που αφορά στην κύρια συμπτωματολογία του. Στο ρευματολόγο αν αφορά στις αρθρώσεις, στο δερματολόγο αν αφορά σε δερματικές βλάβες, στο γαστρεντερολόγο ή το νευρολόγο εφόσον αφορά κυρίως σε συμπτώματα του γαστρεντερικού ή του νευρικού συστήματος. Ο γιατρός στη συνέχεια, παραπέμπει τον ασθενή σε έλεγχο από επιπλέον ειδικότητες, εφόσον χρειάζεται. Στη περίπτωση όπου η αυτοανοσία αφορά πάνω από ένα όργανα, ο ασθενής μπορεί να χρειαστεί να παρακολουθείται παράλληλα, από δύο και πλέον ειδικούς γιατρούς.



Στοιχεία και Στατιστικά για τα Αυτοάνοσα 

  • Υπολογίζεται ότι το 20% του πληθυσμού, ένας στους πέντε σε ΗΠΑ και Ευρώπη, πάσχει από κάποιο αυτοάνοσο νόσημα.
  • Το 78% των ατόμων με αυτοάνοσο είναι γυναίκες. Ωστόσο σπάνια αναφέρεται ως ένα πρόβλημα υγείας των γυναικών.
  • Είναι μια ομάδα νοσημάτων με κοινά υποκείμενα αίτια. 
     
     
  • Είναι η πρώτη αιτία χρόνιας νόσου στις ανεπτυγμένες χώρες, ξεπερνώντας τα καρδιαγγειακά νοσήματα και τον καρκίνο μαζί.  
  • Ένα στα τρία άτομα με αυτοάνοσο πάσχει από πολλαπλά αυτοάνοσα νοσήματα. 
  • Άτομα που έχουν κάποιον στην οικογένεια με αυτοάνοσο νόσημα, έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης αυτοάνοσου.
AARDA
American Autoimmune
Related Diseases Association 



      

Υπάρχουν συγκεκριμένες εξετάσεις που διενεργούνται; Πώς  γίνεται η διάγνωση;


Η διάγνωση ενός αυτοάνοσου νοσήματος, μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το όργανο που αφορά. Το κοινό χαρακτηριστικό στη διάγνωση αυτής της κατηγορίας νοσημάτων, είναι η ανεύρεση αντισωμάτων έναντι του ίδιου του οργανισμού (αυτο-αντισωμάτα).

Είναι σημαντικό όμως να επισημανθεί, ότι η παρουσία αυτοαντισωμάτων δεν αποτελεί επαρκές κριτήριο για τη διάγνωση αυτοανοσίας. Είναι ο συνδυασμός της κλινικής εικόνας με τα εργαστηριακά ευρήματα, που οδηγεί το γιατρό στην τελική διάγνωση. Πολλά άτομα, φυσιολογικά έχουν αυτοαντισώματα στο αίμα τους, χωρίς κλινικές ενδείξεις ασθένειας.

Επιπρόσθετα των ειδικών αντισωμάτων, για την αξιολόγηση της κατάστασης της νόσου, συνήθως πραγματοποιούνται: 

Εργαστηριακός έλεγχος  

- Γενική αίματος

- Δείκτες ηπατικής και νεφρικής λειτουργίας

- Δείκτες φλεγμονής

- Ανάλυση ούρων   


Απεικονιστικός έλεγχος

- Υπερηχογράφημα

- Μαγνητική τομογραφία  

- Ακτινογραφία 


Βιοψία

Τα αυτοάνοσα μπορούν να προκαλέσουν βλάβες στο δέρμα, στα νεφρά και σε άλλα όργανα. Η θεραπεία μπορεί να διαφοροποιείται ανάλογα με τον τύπο βλάβης που έχει προκύψει. Η λήψη δείγματος ιστού από το δέρμα, το νεφρό ή άλλο όργανο, γίνεται με τη χρήση μιας ειδικής βελόνης. Η εξέταση του δείγματος μπορεί να επιβεβαιώσει ή να αποκλείσει τη διάγνωση και να καθοδηγήσει την επιλογή προς την κατάλληλη θεραπεία.     

  
Πώς φτάνει κάποιος στο σημείο να εκδηλώσει ένα αυτοάνοσο νόσημα;

Υπό φυσιολογικές συνθήκες, το ανοσοποιητικό σύστημα προστατεύει τον οργανισμό από παθογόνα μικρόβια, ιούς, ξένα κύτταρα και χημικές ενώσεις. Η απώλεια της ικανότητας του ανοσοποιητικού να διακρίνει τα δικά του κύτταρα από ξένα στοιχεία, προκύπτει κυρίως μέσα από δύο μηχανισμούς:

  1. Απώλεια της φυσιολογικής μεταβολικής ισορροπίας του οργανισμού.
  2. Υπερ-δραστήριο ανοσοποιητικό συστήμα.


Αλλαγές και Διαταραχές του Μεταβολισμού Συνδέονται Άμεσα με την Ανάπτυξη Αυτοάνοσου Νοσήματος  

Νέα στοιχεία καταδεικνύουν ότι διαφορετικά αυτοάνοσα νοσήματα, έχουν κοινά μεταβολικά χαρακτηριστικά. Άρα και κοινούς παράγοντες που προκαλούν τη νόσο.  

Ενισχύεται έτσι η άποψη, ότι οι διαταραχές σε επίπεδο μεταβολισμού, προηγούνται της εμφάνισης αυτοάνοσων. Είναι, δηλαδή, οι διαταραχές του μεταβολισμού που προκαλούν τα αυτοάνοσα και όχι το αντίθετο. Αλλαγές και διαταραχές του μεταβολισμού, συνδέονται άμεσα με την ανάπτυξη αυτοάνοσου νοσήματος. 

Mεταβολικές διαταραχές που είναι κοινές στα αυτοάνοσα νοσήματα, όπως:
  • οι ελλείψεις σε μικροθρεπτικά συστατικά

  • η αντίσταση στην ινσουλίνη
  • η διαταραχή του μικροβιώματος
  • η κακή αντιοξειδωτική κατάσταση του οργανισμού 

προκαλούν αλλαγές στη φυσιολογική σύσταση των κυττάρων του οργανισμού και δυσκολεύουν την αναγνώριση τους από το ανοσοποιητικό σύστημα.



Εικόνα 2. Τα αυτοάνοσα οφείλονται σε μεταβολικές διαταραχές που συνδέονται με τον σύγχρονο τρόπο ζωής και διαταράσουν τη φυσιολογική ωρίμανση του ανοσοποιητικού συστήματος. De Rosa et al Nature Immunology.    


Παράλληλα, οι ίδιες μεταβολικές διαταραχές προκαλούν υπερ-δραστηριότητα του ανοσοποιητικού, το οποίο παράγει αυτοαντισώματα και επιτίθεται σε δικά του όργανα και ιστούς, στα οποία δεν θα έπρεπε να επιτεθεί.


Τι επιδρά περισσότερο στην εμφάνιση ενός αυτοάνοσου νοσήματος, η κληρονομικότητα, ο τρόπος ζωής, το στρες, άλλοι παράγοντες;

Πολλοί πιστεύουν ότι η κληρονομικότητα και το ψυχογενές στρες είναι οι δύο κύριοι παράγοντες που οδηγούν στην εμφάνιση αυτοανοσίας. Ωστόσο, μελέτες σε δίδυμα αδέρφια έχουν δείξει ότι η κληρονομική προδιάθεση εμπλέκεται κατά 25% περίπου, ενώ το υπόλοιπο 75% αφορά σε αίτια που οφείλονται σε παράγοντες κινδύνου, που συνδέονται με τον τρόπο ζωής. Το ψυχογενές στρες λειτουργεί κυρίως ως μηχανισμός πυροδότησης της νόσου, για τα περισσότερα αυτοάνοσα.

Στάδια Ανάπτυξης ενός Αυτοάνοσου Νοσήματος

Τα αυτοάνοσα δεν οφείλονται σε έναν και μόνο παράγοντα. Πρόκειται για ασθένειες που αναπτύσσονται μέσα από την συνδυαστική επίδραση πολλαπλών παραγόντων.  

Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, η εμφάνιση αυτοανοσίας προκύπτει μέσα από 3 στάδια.

1. Κληρονομικότητα

Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων υπάρχει μια κληρονομική προδιάθεση, μια ευαισθησία στην ανάπτυξη αυτοανοσίας. Θεωρείται ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού έχει γονίδια που προδιαθέτουν για αυτοάνοσα νοσήματα. Παρότι η γενετική προδιάθεση συμμετέχει στην εκδήλωση αυτών των ασθενειών, οι μη-κληρονομικοί παράγοντες κινδύνου παίζουν σημαντικότερο ρόλο απ’ ότι πιστεύαμε παλαιότερα.

2. Παράγοντες Κινδύνου που Συνδέονται με τον Τρόπο Ζωής

Για την πλειοψηφία των αυτοάνοσων ασθενειών το μεγαλύτερο βάρος για την εκδήλωση τους, αφορά κατά 75% σε μεταβολικούς παράγοντες, που συνδέονται με τον τρόπο ζωής, τις ελλείψεις του οργανισμού και τη διατροφή.

Ανεπάρκειες σε μικροθρεπτικά συστατικά, όπως βιταμίνες, μεταλλικά στοιχεία, αντιοξειδωτικά κ.ά.:

  • Καταστέλλουν τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος
  • Επιδεινώνουν τις φλεγμονές
      
  • Οδηγούν στην εμφάνιση και επιδεινώνουν την πορεία αυτοάνοσων νοσημάτων.

Η οριακή χρόνια έλλειψη θρεπτικών στοιχείων περνάει απαρατήρητη για πολλά χρόνια, μέχρι την εκδήλωση κάποιας ασθένειας

Συνθήκες ανεπάρκειας θρεπτικών ουσιών, επηρεάζουν τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και φυσιολογικών διαδικασιών του οργανισμού, αυξάνοντας τον κίνδυνο για την ανάπτυξη αυτοανοσίας.

Η κληρονομική προδιάθεση, οι ελλείψεις σε μικροθρεπτικά συστατικά και οι μεταβολικές διαταραχές, μπορούν να συνυπάρχουν σε ένα άτομο για χρόνια, χωρίς να εμφανιστεί νόσημα.  

3. Το Στρες και Παράγοντες που Πυροδοτούν τη Νόσο

Πριν την εμφάνιση ενός αυτοάνοσου νοσήματος προηγείται μια μακροχρόνια περίοδος όπου δεν υπάρχουν συμπτώματα. Σε αυτό το διάστημα συσσωρεύονται μεταβολικές διαταραχές και συχνά ένα έντονο στρες πυροδοτεί την εμφάνιση συμπτωμάτων, όπως πόνοι στις αρθρώσεις για παράδειγμα, στην περίπτωση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Στη συνέχεια τα συμπτώματα εμφανίζονται με μεγαλύτερη ένταση και συχνότητα, μέχρι να έχουμε μια χρόνια εγκατεστημένη νόσο.

Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι το ψυχογενές στρες είναι ο Νο1 παράγοντας για την εκδήλωση αυτοάνοσου νοσήματος. Μπορεί να είναι για πολλά νοσήματα, για τα περισσότερα αυτοάνοσα όμως, το στρες είναι η σκανδάλη, είναι αυτό που θα πυροδοτήσει την εκδήλωση τους.




Η κληρονομική προδιάθεση, οι ελλείψεις σε μικροθρεπτικά συστατικά και οι μεταβολικές διαταραχές, μπορούν να συνυπάρχουν σε ένα άτομο για χρόνια, πριν την εμφάνιση νόσου.  





Αυτό που συμβαίνει είναι ότι το άγχος και το στρες είναι παράγοντες που πυροδοτούν μια σειρά αντιδράσεων σε έναν οργανισμό που βρίσκεται ήδη σε διαταραγμένη μεταβολική ισορροπία. Είναι απαραίτητη προϋπόθεση να έχουν προηγηθεί σημαντικές μεταβολικές αλλοιώσεις, ώστε το στρες να οδηγήσει στην εμφάνιση κάποιου αυτοάνοσου νοσήματος.

Ένα άτομο βρίσκεται στο όριο οργανικά και αποκλίνει από τη φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού. Σε αυτό το σημείο, ένα έντονο στρες είναι αυτό που «δίνει το σπρώξιμο» και κάνει τη νόσο να εμφανιστεί. Ο βασικός λόγος όμως είναι η αλλοίωση της μεταβολικής ισορροπίας του οργανισμού. Υπάρχουν βέβαια και αυτοάνοσα όπως αυτά που αφορούν στο δέρμα κυρίως, η ψωρίαση για παράδειγμα, όπου το στρες είναι κυρίαρχος παράγοντας.


Ποιες φαρμακευτικές επιλογές είναι οι πιο συνήθεις για αυτή την κατηγορία νοσημάτων και πώς επηρεάζουν την ποιότητα ζωής αυτών των ασθενών;

Η φαρμακευτική αγωγή για τα αυτοάνοσα, διαμορφώνεται με βάση το νόσημα και τα συμπτώματα του κάθε ασθενή. Για τον προσδιορισμό της αντιμετώπισης ή μη των συμπτωμάτων και ποια φάρμακα πρέπει να χρησιμοποιηθούν, απαιτείται προσεκτική συζήτηση για τα οφέλη και τους κινδύνους, μεταξύ του ασθενούς και του θεράποντα γιατρού.

Καθώς υποχωρούν τα συμπτώματα, μπορεί να χρειαστεί αλλαγή στα φάρμακα ή στις δοσολογίες. Οι στόχοι της φαρμακευτικής θεραπείας είναι ο έλεγχος των συμπτωμάτων, η μείωση της έντασης της φλεγμονής και της βλάβης στα όργανα που μπορεί να έχουν πληγεί, η καταστολή του ανοσοποιητικού και η μείωση των υποτροπών.  

Οι φαρμακευτικές αγωγές που χρησιμοποιούνται περιλαμβάνουν:

  • Αντιφλεγμονώδη: όπως η ιβουπροφαίνη (Algofren, Brufen), ναπροξένη (Naprosyn), η ινδομεθακίνη (Reumacid, Fortathrin), χρησιμοποιούνται για την μείωση του πόνου, του οιδήματος ή πυρετού.
  • Ανθελονοσιακά (φάρμακα έναντι της ελονοσίας): όπως η υδροξυχλωροκίνη (Plaquenil).
  • Κορτικοστεροϊδή: Medrol, Prezolon.
  • Ανοσοκατασταλτικά: Aζαθειοπρίνη, μυκοφαινολάτη,  μεθοτρεξάτη.
  • Βιολογικοί παράγοντες: Belimumab, Etanercept, Golimumab, Infliximab.
  • Αντιπηκτικά: (ασπιρίνη, ηπαρίνη, sintrom, κ.ά.)
  • Φάρμακα που αφορούν στο όργανο που μπορεί να έχει υποστεί βλάβη: Αντι-υπερτασικά, διουρητικά, αντι-επιληπτικά, αντιοβιοτικά, κ.ά. 
  • Συμπληρώματα βιταμινών και ορμονών, για την κάλυψη των ελλείψεων του οργανισμού που σχετίζονται με τη νόσο: ινσουλίνη, βιταμίνη Β12, θυρεοειδικές ορμόνες κ.λπ.

Υπάρχει πλέον πληθώρα φαρμακευτικών επιλογών για τον έλεγχο των συμπτωμάτων της νόσου, την καταστολή της φλεγμονής και την καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος. Στόχος τους είναι η βελτίωση της ποιότητας ζωής και η καθυστέρηση της εξέλιξης και των υποτροπών της νόσου.

Συχνά οι φαρμακευτικές αγωγές πρέπει να λαμβάνονται εφόρου ζωής και μπορούν να προκαλέσουν σημαντικές παρενέργειες, όπως επιβάρυνση της ηπατικής και της νεφρικής λειτουργίας, καταστολή του ανοσοποιητικού με αυξημένο κίνδυνο λοιμώξεων και κάποιων μορφών καρκίνου.  

Λόγω της χρονιότητας αυτών των ασθενειών, είναι ιδιαίτερα σημαντική η βελτίωση της μεταβολικής κατάστασης και η επακόλουθη μείωση των παρενεργειών από την φαρμακευτική αγωγή. 

Σύγχρονες ιατρικές προσεγγίσεις βελτιώνουν τη μεταβολική κατάσταση του οργανισμού, με στόχο την καλύτερη πορεία αυτών των νοσημάτων και την καλύτερη ανταπόκριση στη φαρμακευτική αγωγή, με τη μικρότερη δυνατή δόση και τη μείωση των παρενεργειών.


Η διάγνωση της νόσου σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας κατάστασης για την υγεία των ασθενών με αυτοάνοσο και συνήθως επιφέρει αλλαγές στην καθημερινότητά τους. Μπορεί να βελτιωθεί με την πάροδο του χρόνου;

Τα αυτοάνοσα νοσήματα επηρεάζουν σημαντικά την ποιότητα ζωής των ασθενών. Η συγκεκριμένη κατηγορία νοσημάτων χαρακτηρίζεται από συμπτώματα που είναι χρόνια και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, παραμένουν με εξάρσεις και υφέσεις εφόρου ζωής.

Κατά την τελευταία δεκαετία, νέες διαθέσιμες φαρμακευτικές επιλογές έχουν βελτιώσει σημαντικά τον έλεγχο των συμπτωμάτων, ωστόσο δεν αποκαθιστούν πλήρως την ποιότητα ζωής αυτών των ασθενών.

Ένα επιπλέον σημαντικό στοιχείο είναι η ψυχογενής επιβάρυνση από την ίδια τη διάγνωση της νόσου και η ανησυχία που προκύπτει στο άτομο, λόγω της αναμενόμενης σταδιακής επιδείνωσης στο χρόνο, που αφορά στην πλειοψηφία αυτών των ασθενειών. 

Ωστόσο, είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό το γεγονός ότι την τελευταία δεκαετία, έχει αυξηθεί η κατανόηση των παθογενετικών μηχανισμών των αυτοάνοσων ασθενειών και η δυνατότητα παρέμβασης στα υποκείμενα μεταβολικά αίτια αυτής κατηγορίας νοσημάτων.


Η Διόρθωση των Ελλείψεων και των Υποκείμενων Μεταβολικών Παραγόντων Βελτιώνει Σημαντικά την Πορεία των Αυτοάνοσων

Τα αυτοάνοσα νοσήματα δε θεωρούνται πλέον άλυτες καταστάσεις υγείας που χαρακτηρίζονται από σταθερή επιδείνωση. Στοχευμένες ιατρικές παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής, στη διατροφή και στις ελλείψεις του οργανισμού μπορούν να επιφέρουν μακροχρόνια και σημαντική βελτίωση στην πλειοψηφία των περιπτώσεων.

Νέα στοιχεία επιβεβαιώνουν το γεγονός, ότι για να επιτευχθεί μια ουσιαστική βελτίωση της υγείας και της ποιότητας ζωής, πρέπει ο κάθε ασθενής να αντιμετωπιστεί ως μια μοναδική περίπτωση και να αποκατασταθούν οι μεταβολικές διαταραχές και οι ελλείψεις του οργανισμού σε βασικά θρεπτικά στοιχεία, που οδήγησαν στην εκδήλωση νόσου. 

Η φαρμακευτική αγωγή, η διόρθωση των ελλείψεων και η διατροφή του κάθε ασθενούς, πρέπει να προσαρμόζονται στο μεταβολικό του προφίλ. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι αλλαγές και οι βελτιώσεις διατηρούνται μακροπρόθεσμα. 

Η διόρθωση ελλείψεων του οργανισμού και η αποκατάσταση της ικανότητας του να διαχειρίζεται τις φλεγμονές, αλλάζει ριζικά την πορεία των αυτοάνοσων νοσημάτων και βελτιώνει την ποιότητα ζωής των ασθενών, από μια εικόνα σταθερής επιδείνωσης, σε μια σταθερής βελτίωσης.


Τα αυτοάνοσα είναι μια από τις συχνότερες αιτίες νόσου παγκοσμίως, ποιες είναι οι σύγχρονες ιατρικές προσεγγίσεις και παρεμβάσεις για αυτή την κατηγορία νοσημάτων και πώς μπορούν να βοηθήσουν τους ασθενείς;

Τα αυτοάνοσα οφείλονται σε κοινές υποκείμενες μεταβολικές διαταραχές. Η αντιμέτωπιση αυτών των διαταραχών, τόσο με ιατρικές παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής, την κάλυψη των ελλείψεων και τη χρήση φαρμακευτικής αγωγής για τη διαχείριση των φλεγμονών, οδηγεί σε αποτελεσματικότερες θεραπείες και βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών.  

Μόνο σχετικά πρόσφατα, έχουν αρχίσει τα αυτοάνοσα να εξετάζονται ως μια ενιαία κατηγορία νοσημάτων με διαφορετικές εκδηλώσεις ενός κοινού υποκείμενου προβλήματος, όπως συμβαίνει και με άλλες κατηγορίες νοσημάτων, για παράδειγμα στον καρκίνο, στις λοιμώξεις και στα καρδιαγγειακά νοσήματα.

Το γεγονός ότι μέχρι σήμερα τα αυτοάνοσα εξετάζονταν ως ξεχωριστές ασθένειες, είχε ως αποτέλεσμα να διαχειρίζονται από διαφορετικές ιατρικές ειδικότητες. Ωστόσο, αυτή η ομάδα ασθενειών έχει κοινά βασικά χαρακτηριστικά, που πρέπει να ληφθούν υπόψη στην αντιμετώπιση τους:

  • Κοινό μεταβολικό υπόβαθρο. 
  • Προτίμηση προς το γυναικείο φύλο.
  • Έχουν την τάση να εμφανίζονται μαζί. Είναι πολύ συχνό ένα άτομο να εμφανίζει ταυτόχρονα πάνω από μια αυτοάνοση διαταραχή.
  • Οι παράγοντες που δεν σχετίζονται με την κληρονομικότητα, αλλά με τον τρόπο ζωής, παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των αυτοάνοσων. Παρότι η γενετική προδιάθεση συμμετέχει στην εκδήλωση αυτών των ασθενειών, οι μη-κληρονομικοί παράγοντες παίζουν σημαντικότερο ρόλο απ’ ότι πιστεύαμε παλαιότερα.

Σήμερα η αντιμετώπιση των αυτοάνοσων νοσημάτων επικεντρώνεται σε δύο άξονες. Ο πρώτος, αφορά στην αντιμετώπιση της φλεγμονής και τη μείωση των εξάρσεων της νόσου. Νέες διαθέσιμες  φαρμακευτικές επιλογές συμβάλλουν στον έλεγχο των συμπτωμάτων της νόσου και της φλεγμονής και σε κάποιες περιπτώσεις, τροποποιούν θετικά την πορεία της νόσου.

Ο δεύτερος άξονας, αφορά στην αντιμετώπιση των μεταβολικών διαταραχών που προδιαθέτουν και πυροδοτούν τα αυτοάνοσα νοσήματα. Λίγα μόλις χρόνια πριν, η πορεία πολλών αυτοάνοσων οδηγούσε σε σταθερή επιδείνωση της υγείας και της ποιότητας ζωής των ασθενών.

Σήμερα βλέπουμε, ότι η παράλληλη αποκατάσταση της μεταβολικής ισορροπίας του οργανισμού, με τη χρήση αποτελεσματικότερων και πιο φιλικών φαρμακευτικών αγωγών, έχει βελτιώσει σημαντικά την πορεία αυτών των νοσημάτων.       


Πώς η Κλινική μας Βοηθά τον Ασθενή να Αλλάξει την Πορεία του με τη Νόσο


Η κλινική μας ειδικεύεται στην αντιμετώπιση αυτοάνοσων νοσημάτων. Στα περιστατικά που αναλαμβάνουμε ο πρώτος στόχος είναι να σταματήσουμε την εξέλιξη της νόσου. 
 
Προτεραιότητα είναι η βελτίωση της ποιότητας ζωής και ο έλεγχος των συμπτωμάτων, ώστε ο ασθενής να πλησιάσει όσο πιο κοντά γίνεται στο πώς ήταν πριν την εμφάνιση της νόσου.  
 
Η διενέργεια ειδικών εξετάσεων επιτρέπει στους ασθενείς να αλλάξουν την πορεία τους νόσου και να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής τους. 
 
Οι εξετάσεις που διενεργούνται ονομάζονται μεταβολομικές αναλύσεις. Απευθύνονται σε ασθενείς με αυτοάνοσο και εντοπίζουν τις διαταραχές που επηρεάζουν την πορεία της νόσου. 
 
Πρόκειται για μια κατηγορία εξειδικευμένων εξετάσεων που ανιχνεύουν περισσότερους από 80 δείκτες, που αφορούν:
 

  • Σε ελλείψεις μικροθρεπτικών συστατικών: ελλείψεις σε βιταμίνη D, βιταμίνη C, σελήνιο, ψευδάργυρο, αντιοξειδωτικά και ωμέγα-3 συνδέονται με επιδείνωση της λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος, της εμφάνισης φλεγμονής και της κατάστασης της υγείας ασθενών με αυτοάνοσο.
     
  • Στην παραγωγή ενέργειας στα μιτοχόνδρια (οργανίδια όπου παράγεται ενέργεια στα κύτταρα): η μιτοχονδριακή δυσλειτουργία συνδέεται με κακή λειτουργία του ανοσοποιητικού και του ορμονικού συστήματος και ανάπτυξη αυτοανοσίας. Η μειωμένη απόδοση των μιτοχονδρίων, οδηγεί το ανοσοποιητικό σε υπερ-λειτουργία και σταδιακή έκπτωση της λειτουργίας του.
     
  • Σε δυσχέρεια στο μεταβολισμό των απλών ζαχάρων: κατανάλωση απλών ζαχάρων μεγαλύτερη από αυτή που μπορεί να μεταβολίσει ο κάθε οργανισμός, πυροδοτεί φλεγμονές και είναι σημαντικός δείκτης για την πορεία των αυτοάνοσων.
     
  • Στην αντίσταση στην ινσουλίνη: η ινσουλίνη λειτουργεί ως κατασταλτικός παράγοντας στη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης διαταράσσουν τη λειτουργία του ανοσοποιητικού, επιδεινώνουν την αυτοανοσία και επιταχύνουν την καταστροφή των οργάνων που πλήττονται από το νόσημα. 
     
  • Στο μεταβολισμό των νευροδιαβιβαστών: ουσίες όπως η ντοπαμίνη, η σεροτονίνη και η αδρεναλίνη μεταβιβάζουν μηνύματα μεταξύ των κυττάρων και ρυθμίζουν τη λειτουργία του νευρικού και ορμονικού συστήματος. Οι μεταβολομικές αναλύσεις παρέχουν ακριβή εικόνα για την έκκριση των συγκεκριμένων νευροδιαβιβαστών.
     
  • Στο μεταβολισμό των λιπαρών οξέων: η σχέση μεταξύ ωμέγα-3 και ωμέγα-6 λιπαρών είναι σημαντικός δείκτης για την ικανότητα του οργανισμού να διαχειρίζεται τις φλεγμονές, ενώ παράλληλα παίζουν κεντρικό ρόλο στη ρύθμιση της φυσιολογικής απόκρισης του ανοσοποιητικού συστήματος.
     
  • Στην κατάσταση της μικροβιακής χλωρίδας του οργανισμού: αλλοίωση του μικροβιώματος συνδέεται με επιδείνωση της λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος και της ικανότητας του να ξεχωρίζει μεταξύ των δικών του ιστών και εξωγενών στοιχείων, όπως παθογόνα μικρόβια και ιοί.

 
Τα αποτελέσματα των εξετάσεων αξιολογούνται από την επιστημονική ομάδα της κλινικής μας, ώστε να διαμορφωθεί το θεραπευτικό πλάνο, που ταιριάζει στον κάθε ασθενή. 
 

Μέχρι και λίγα χρόνια πριν, η ακριβής καταγραφή των ελλείψεων σε κάθε άτομο ήταν ιδιαίτερα δύσκολη με τις κλασσικές μεθόδους μέτρησης. Έτσι η διόρθωση τους βασιζόταν σε γενικές οδηγίες. Τα τελευταία χρόνια, αυτή η ευαίσθητη μέθοδος μέτρησης, που ανιχνεύει μικρά μόρια στον οργανισμό, παρέχει ακριβή εικόνα για την κατάσταση της υγείας ενός ατόμου.
 

Η σταδιακή ανάπτυξη οριακών ελλείψεων, που περνούν απαρατήρητες, συσσωρεύονται σε διάστημα αρκετών ετών ή και δεκαετιών και υποσκάπτουν την υγεία μας. 
 

Όταν πλέον γίνουν αντιληπτές, έχουν ήδη οδηγήσει στην ανάπτυξη αυτοάνοσου νοσήματος. Αυτός είναι και ο λόγος που η εντοπισμός και η διόρθωσή τους απαιτούν χρόνο και στενή ιατρική παρακολούθηση, ώστε να έχουν ένα σημαντικό αντίκτυπο στην κατάσταση της υγείας του ασθενή. 
 

Είναι ζωτικής σημασίας η ταχύτερη δυνατή παρέμβαση για την αποκατάσταση των παραπάνω, με στόχο την αναστολή της εξέλιξης της νόσου. 


Συνήθως απαιτούνται 6-8 μήνες για την επίτευξη μιας σημαντικής αλλαγής, ένα έτος για να σταθεροποιηθεί ο οργανισμός σε ένα καλύτερο επίπεδο λειτουργίας και δύο χρόνια για την επίτευξη των βέλτιστων αποτελεσμάτων.
 

Η επιστημονική μας ομάδα έχει διαχειριστεί περισσότερα από 25.000 περιστατικά με αυτοάνοσα και χρόνια νοσήματα. 
 

Μέσα από την κλινική μας εμπειρία έχουμε διαπιστώσει ότι η διόρθωση ελλείψεων του οργανισμού σε βιταμίνες και άλλα στοιχεία και η αποκατάσταση των μεταβολικών διαταραχών, αλλάζουν ριζικά την πορεία των αυτοάνοσων νοσημάτων προς το καλύτερο και βελτιώνουν την ποιότητα ζωής των ασθενών, από μια εικόνα σταθερής επιδείνωσης, σε μια σταθερής βελτίωσης.

 

ΠΗΓΗ ΑΡΘΡΟΥ https://www.drtsoukalas.com/

ΔΕΙΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ

ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΕΔΩ

Προσθήκη σχολίου

Επιστροφή στην κορυφή

Διαβάστε επίσης...