Η μάχη της Δραμπάλας: Πολιτικό περιβάλλον – διδάγματα του σήμερα
Του Π. Μπένου, Προέδρου της Παναρκαδικής Ομοσπονδίας Ελλάδος και της Ένωσης Πατριωτικών Σωματείων Φαλαισιωτών Αρκαδίας
Στις 11 Φεβρουαρίου 1825 ο Ιμπραήμ εισβάλει στην Πελοπόννησο με μια τεράστια, για την εποχή, αρμάδα, όπως περιγράφει ο Λάζαρος Κουντουριώτης, αδελφός του «Προέδρου» της κυβέρνησης Γ. Κουντουριώτη σε επιστολή που στέλνει στο Λονδίνο, στον γαμπρό του Ορλάνδο, ο οποίος είχε πάει εκεί να διαπραγματευτεί το δάνειο.
Ο εμφύλιος είχε τελειώσει με νικητές τους κυβερνητικούς με τις αγγλικές λίρες. Οι παραδοθέντες «αντάρτες», δηλαδή ο Κολοκοτρώνης, οι τέσσερις Δεληγιανναίοι, οι δυο Νοταράδες, ο Μ. Αναστασόπουλος, ο Μητροπέτροβας, ο Δημ. Παπατσώνης, ο Θεόδωρος Γρίβας, ο Γ. Γκρίτζαλης, ο Α. Κατσαρός, ο Γεώργιος Σισίδης, ο γιος του Χρύσανθος και τρεις υπηρέτες οδηγούνται στο Ναύπλιο και τους στέλνουν από εκεί στην Ύδρα. Θα τους φυλακίσουν στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία.
Η κυβέρνηση Κουντουριώτη τι έκανε; Αφού «καθάρισε» με τους Ρουμελιώτες εισβολείς του Μοριά άφησε μια χώρα ρημαγμένη από τον εμφύλιο, χωρίς αγωνιστές, χωρίς φρόνημα με τους ηγέτες της άλλους φυλακισμένους στην Ύδρα και άλλους αυτοεξόριστους στην Ζάκυνθο, στα Γιάννενα και στα νησιά, κατατρεγμένους και ανήμπορους να βοηθήσουν, εγκαταλείποντας την Πελοπόννησο στην τύχη της από την μανία του Ιμπραήμ.
Ο Μοριάς, με την εισβολή του Ιμπραήμ κινδύνευε με ολοκληρωτική καταστροφή και η επανάσταση εθεωρείτο τελειωμένη. Οι Μοραΐτες ήταν τόσο εξαγριωμένοι από τις ωμότητες των Ρουμελιωτών που δήλωναν ότι δεν πρόκειται να πολεμήσουν τον Ιμπραήμ αν δεν ελευθερώνονταν οι φυλακισμένοι αρχηγοί τους και δεν φύγουν οι Ρουμελιώτες από τον τόπο τους. Οι τελευταίοι δεν ήταν διατεθειμένοι να πολεμήσουν τον Ιμπραήμ. Γι’ αυτό πήραν ό,τι πήραν και εξαφανίστηκαν από τον Μοριά.
Εν τω μεταξύ μερικοί από τους αυτοεξόριστους Μοραΐτες αρχηγούς, όπως ο Ζαΐμης, ο Λόντος και ο Νικηταράς γύρισαν στο Μοριά, βλέποντας την θύελλα των Αιγυπτίων για να βοηθήσουν την πατρίδα που κινδύνευε.
Και η απάντηση του Κουντουριώτη; Τους χαρακτήρισε προδότες και διέταξε την σύλληψή τους.
Η ασχετοσύνη του ήταν τόσο μεγάλη που διόρισε διοικητή του πολιορκημένου Ναυαρίνου τον καπετάν Σαχτούρη και αρχιστράτηγο όλων των κατά ξηράν δυνάμεων τον Υδραίο πλοίαρχο Κυριάκο Σκούρτη και το πιο εξωφρενικό από όλα, έκανε αντιστράτηγο έναν ράφτη ονόματι Μποταίτη. «Ούτος ήταν αρχιράπτης εις την υπηρεσίαν του Βεκίρ πασά, θείου του Καμήλ μπέη και έλειπεν εις την Τουρκίαν».
Ο Ιμπραήμ αλωνίζει στον Μοριά, η Σφακτηρία πέφτει, ακολουθεί συντριβή στο Κρεμμύδι, στο Μανιάκι. Μέσα σε αυτό το καταστροφικό κλίμα η ανίκανη κυβέρνηση Κουντουριώτη μπροστά στην εθνική οργή αναγκάζεται να αποφυλακίσει τους «προδότες», για να σώσουν την πατρίδα, διορίζοντας τον Κολοκοτρώνη αρχιστράτηγο. Συνειδητοποιώντας πόσο επικίνδυνος και διαφορετικός αντίπαλος από τον Δράμαλη ήταν ο Ιμπραήμ προτείνει σειρά οργανωτικών και τακτικών μέτρων για την αντιμετώπιση των Αιγυπτίων, των οποίων την ισχύ και την αποτελεσματική οργάνωση είχε αρχίσει να κατανοεί.
Από την Τριπολιτσά, όπου έμειναν ως τα τέλη Μαΐου, ο Κολοκοτρώνης και η κυβέρνηση εφάρμοσαν δραστήρια μέτρα στρατολόγησης και εφοδιασμού χάρις στα οποία συγκεντρώθηκαν αρχικά 8.000 άνδρες και τα απαραίτητα εφόδια. Στρατοπέδευσαν στα Δερβένια, μοναδικό γνωστό πέρασμα από Μεσσηνία για την Τριπολιτσά. Με προδοσία, όμως, ο Ιμπραήμ έμαθε ότι υπήρχε και άλλο πέρασμα, της «Σορώκας», όπου μέσω Ακόβου Λεονταρίου θα οδηγείτο στην Τρίπολη.
Ο Θ. Κολοκοτρώνης γνωρίζοντας πολύ καλά τα μέρη αυτά – σημειωτέον ότι είχε παντρευτεί και παρέμεινε 12 ολόκληρα χρόνια στον Άκοβο, αποφάσισε γρήγορα να ανακόψει τον Ιμπραήμ στο ύψωμα της Δραμπάλας, εφαρμόζοντας σχέδιο μάχης (εμπροσθοφυλακής), αλλά και πλαγίων χτυπημάτων, με ανεφοδιασμό από τις κύριες γύρω πηγές και εφοδίων. Στο ύψωμα στρατοπέδευσε ο Γενναίος, ενώ ο Γιατράκος κατείχε πλάγια θέση που θα κτυπούσε τον Ιμπραήμ από το Δυράχι, ενώ ο Πλαπούτας θα επιχειρούσε αιφνιδιασμό από την γραμμή Τουρκολίκα-Δραμπάλα.
Οι Έλληνες αντιστάθηκαν με θάρρος και ορμή επί δύο μερόνυχτα. Η υπεροχή, όμως, του στρατεύματος του Ιμπραήμ δεν κατέστη δυνατόν να παραμείνουν στη θέση τους. Κινδυνεύουν να κυκλωθούν και να αιχμαλωτιστούν. Ο Θ. Κολοκοτρώνης έδωσε εντολή τότε υποχώρησης την νύχτα, με φυγή του στρατεύματος προς την Καρύταινα. Έτσι και έγινε. Την νύχτα οι Έλληνες αποχωρούν από τα γκρέμια της Δρομπάλας, όπου σκοτώθηκαν πολλοί, 70 στον αριθμό ενώ τα τουρκο-αιγυπτιακά στρατεύματα είχαν 700 νεκρούς.
Μετά και από αυτή την ήττα των Ελλήνων ο Ιμπραήμ κυρίευσε και την Τριπολιτσά και έγινε κυρίαρχος σε όλο τον Μοριά. Ο Κολοκοτρώνης, όμως, δεν έμεινε αδρανής. Με μικρές ομάδες αντάρτικες κτύπούσε παντού σε κανένα μέρος δεν τον αφήνει (Ιμπραήμ) σε ησυχία. Ο παμπόνηρος, όμως, Ιμπραήμ προχωρεί και σε άλλες κινήσεις. Μαζεύει τα λεγόμενα συγχωροχάρτια από τους Προεστούς, κληρικούς και άλλους επιφανείς του Μοριά, ώστε να τα εμφανίσει στις αυλές της Ευρώπης. Τότε ο Κολοκοτρώνης λέει στα απομνημονεύματά του: «Ποτέ δεν φοβήθηκα όσο τότε ότι η Επανάσταση έσβησε».
Επί 40-50 ημέρες χωρίς να ξεκαβαλικεύσει γυρνούσε από χωριό σε χωριό, απειλούσε, συμβούλευε, εμψύχωνε τους υπόδουλους, λέγοντας και το περίφημο «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» και το έκανε σε πολλούς προκειμένου να φοβηθούν και να μην υπακούσουν στον Ιμπραήμ.
Στο φετινό μου άρθρο για την Δραμπάλα, όπως θα διαπιστώσατε, δεν ήταν πρόθεσή μου να εξιστορήσω τα πολεμικά γεγονότα. Αυτά από πολλούς γνώστες ή μη έχουν περιγραφεί με ακρίβειες ή ανακρίβειες με υπερπατριωτισμό ή μετριοπάθεια.
Σήμερα σκοπός μου είναι να περιγράψω το πολιτικό κλίμα της εποχής, την εμφύλια διαμάχη και την ανίκανη κυβέρνηση Κουντουριώτη, η οποία χρησιμοποίησε το δάνειο για την εξόντωση των πολιτικών της αντιπάλων και όχι για τις ανάγκες του αγώνα.
Μέσα από ένα τέτοιο περιβάλλον διχασμού, εξόντωσης πολιτικών αντιπάλων και αγγλικών λιρών που τις σκορπούσε η ανίκανη κυβέρνηση Κουντουριώτη, μια νίκη θα ήταν αδύνατη. Με διχασμένο το έθνος, με φυλακισμένους τους στρατιωτικούς, με εκτοπισμένους η όποια αντίσταση ήταν καταδικασμένη.
Γι’ αυτό ισχυρίζομαι ότι τα αιματοβαμμένα χώματα της Δραμπάλας εδραίωσαν μια ενότητα μεταγενέστερη για το έθνος και έδωσαν μαθήματα ενότητας και αλληλοσεβασμού μακριά από μισαλλοδοξίες και ανίκανους ηγέτες.
Επιπλέον, για άλλη μια φορά, ο Θ. Κολοκοτρώνης δεν έφερε στην επιφάνεια μόνο τον στρατιωτικό του νου, την υπεροχή του, τις ηγετικές του ικανότητες, αλλά και το μεγαλείο της ψυχής του. Τον παραμέρισαν, τον φυλάκισαν, του σκότωσαν τον γιο του Πάνο στον εμφύλιο, όμως αυτός προτάσσει την πατρίδα και δίνει συγχώρεση και συμφιλίωση.
Γι’ αυτό θα μείνει ΑΘΑΝΑΤΟΣ ανά τους αιώνες και ελευθερωτής του έθνους μας.