108 χρόνια από τη γέννηση του Ηλία Σιμόπουλου
Γράφειο ο Ι.Γ. Ασημακόπουλος
Σαν σήμερα, στις 23 Νοέμβρη του 1913, στον Κραμποβό Μεγαλόπολης (σήμερα Καστανοχώρι) γεννήθηκε ο μεγάλος μας ποιητής Ηλίας Σιμόπουλος.
Φίλοι και συνοδοιπόροι του ο Ρίτσος, ο Βάρναλης, ο Λουντέμης, ο Λεκατσάς…
Για τον Ηλία Σιμόπουλο, ποίηση είναι η διαδικασία κατά την οποία ο ποιητής, σαν μια ευαίσθητη κεραία, λαμβάνει τους πόθους και τα όνειρα, τις χαρές και τις λύπες του απλού καθημερινού ανθρώπου. Τα μετουσιώνει σε ποίηση και του τα επιστρέφει για να τον ανακουφίσει.
Ο ίδιος έλεγε χαρακτηριστικά: «Στόχος μου στάθηκε πάντα ο ταπεινός άνθρωπος, ο άνθρωπος που υποφέρει, ο άνθρωπος που αγωνίζεται. Και πραγματικά δοκιμάζω συντριβή όταν νοιώθω πόσο λίγο κατάφερα να μετουσιώσω το δράμα του σε ποίηση, έτσι που και ο ίδιος διαβάζοντάς την να χαίρεται και να λυτρώνεται...»
Στην ποίηση του Σιμόπουλου αντιπαλεύουν ο πόνος, η απόγνωση, η μοναξιά, η χαμένη ελπίδα, η παρηγοριά της αυγής, η καταφυγή της ποίησης, η πίστη για τον άνθρωπο και την ειρήνη. Ακόμα αντιμάχονται όλες οι μορφές σκλαβιάς με την ελευθερία, το φως με το χάος, η δημιουργία με τη ματαιότητα, τα φτερά της ανυπόταχτης έμπνευσης με το ασήκωτο μαρτύριο της υποταγής…
Αυτή την ποίηση υπηρέτησε με πάθος σε όλη του τη ζωή ο Ηλίας Σιμόπουλος.
Έτσι ο Κραμποβίτης ποιητής, άξιο παιδί της Αρκαδίας, γνήσιο παιδί του Λυκαίου όρους, της αρχέγονης κοιτίδας των Αρκάδων, τίμησε με συνέπεια, ήθος και σεμνότητα την Ελλάδα και τα Ελληνικά γράμματα πάνω από ογδόντα χρόνια, αφού από τα γυμνασιακά του χρόνια δείχνει κλίση στην ποίηση και τα πρώτα του ποιήματα δημοσιεύονται στο περιοδικό «διάπλαση των παίδων».
Το 1946 μπήκε επίσημα στο χώρο της ποίησης εκδίδοντας την πρώτη του ποιητική συλλογή «Χαιρετισμός στον πρώτο ήλιο».
Κατ’ επανάληψη είχε υποστεί λογοκρισία, κατάσχεση και καταστροφή χειρογράφων του, μέχρι και απαγόρευση έκδοσης ποιητικών συλλογών του, από τα αυταρχικά καθεστώτα που κυβερνούσαν την πατρίδα μας, επειδή ανήκε στο χώρο της αριστεράς.
Το 1958 με το κορυφαίο έργο του «Αρκαδική Ραψωδία, καθιερώθηκε ως ένας από τους σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους της χώρας.
Το 2011 προτάθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών για βραβείο Νόμπελ και η υποψηφιότητά του έφτασε μέχρι το τελικό στάδιο και την αρμόδια επιτροπή.
Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, τα Γαλλικά, τα Γερμανικά, τα Κινέζικα, τα Ιταλικά, τα Ρώσικα και σε αρκετές ακόμα γλώσσες.
Παράλληλα δημοσιεύει δοκίμια και μελέτες. Παίρνει μέρος σε πλήθος συμπόσια και συνέδρια. Συνεργάζεται με μια σειρά Ελληνικά και ξένα περιοδικά και εφημερίδες. Δίνει πλήθος διαλέξεων τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Εκλέχτηκε πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών, και μετά τη συγχώνευση των δύο σωματείων, της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Γενιά του Ηλία Σιμόπουλου, η γενιά του 40. Έζησε, όπως ο ίδιος έλεγε, «μια εποχή πλούσια σε γεγονότα, σε ελπίδες και απογοητεύσεις. Μια εποχή μεγαλόπνοων οραματισμών, υψηλών ιδανικών, καταπληκτικών ανατροπών και συγκλονιστικών αναθεωρήσεων».
Ο Ηλίας Σιμόπουλος, επιστράτευσε την ποίηση για να φωτογραφίσει την ιστορία και να την παραδώσει στις επόμενες γενιές.
Στάθηκε όρθιος μέσα στις θύελλες κι έγινε ο ληξίαρχος της εποχής του καταγράφοντας μέσα στο έργο του το θάνατο των σάπιων στοιχείων που με σοφία η ζωή απέβαλλε. Έγινε οραματιστής, προφήτης ποιητής, διαβλέποντας το καινούργιο, το ελπιδοφόρο που προβάλλει για να καθορίσει τελεσίδικα το μέλλον. Μα πάνω απ όλα παρέμεινε πάντα συνειδητός μαχητής, πιστός στο όραμα της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της ειρήνης και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Αγωνιστής της ελπίδας για μια καλύτερη ζωή…
Και υπάρχει ελπίδα «ν’ ανατείλει ο ήλιος» όσο υπάρχουν μαχητές που κρατούν τη «σημαία της λευτεριάς» διαλαλώντας «το όραμα της Ιθάκης»…
Υπάρχει ελπίδα όσο υπάρχει ακόμα έστω ένας άνθρωπος στον πλανήτη, που ακούει τη «σιωπή των βράχων» «εναγώνια», «περιμένοντας την αυγή», την «ανατολή του ήλιου», την «ανθοφορία της γης»…
Και η ελπίδα ανθίζει μέσα μας σα λουλούδι και λέμε πως «ναι, ακόμα δε χάθηκαν όλα», αφού «Αρκεί μια μικρή ανεμώνη / να ομορφύνει τους άξενους βράχους»…
Κι εμείς είμαστε υπερήφανοι γιατί: «όταν διαβάζουμε τους στίχους του/ λέμε: Είναι δικός μας»…
Στις 30 Αυγούστου του 2015, μεγάλος μέσα στη σεμνότητά του, ο Ηλίας Σιμόπουλος έφυγε… και με τον θάνατο του, έκλεισε ο κύκλος των μεγάλων σύγχρονων ποιητών.
Σημειώσεις
1.Φωτό επάνω, από την παρουσίαση του έργου του από τις εκδόσεις «Επιλογή» στο πνευματικο κέντρο της Μεγαλόπολης 30 Οκτωβρη 2011.
2.Φωτό κάτω, από εκδήλωση προς τιμήν του Ηλία Σιμόπουλου από την Περιφέρεια Πελοποννήσου στις 3 Οκτώβρη 2011
ΕΝΑ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΔΕΙΓΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΗΛΙΑ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΥ
Αγώνας
Αγώνας είναι η ζωή
ενάντια
στις σφραγισμένες πόρτες
στην ανέλπιδη αναμονή
στο χέρι
που σφίγγει το χέρι που λείπει
Αγώνας είναι πάντα η ζωή
ενάντια στο φόβο στην τρομοκρατία
στους δημαγωγούς
στους κλέφτες στους απατεώνες
στη μονόφθαλμη δικαιοσύνη
στους θανάτους απ’ την πείνα
και στους άδειους λόγους των πολιτικών
Αγώνας είναι η ζωή
Ώσπου μια μέρα η οργή να γίνει ποταμός
και στην ορμή του να την καθαρίσει
μια για πάντα από τους ρύπους της
όπως ο Αλφειός την κόπρο του Αυγεία.
Ο Θρήνος της Μάνας
Όλη τη μέρα που ’λειπες το σπίτι μας ρημάδι.
Κι όμως πώς ήταν όμορφα σα γύριζες το βράδυ
Κι ας τρώγαμε ξερό ψωμί κι ας έλειπε το λάδι.
Κι ας έλειπαν τα κάρβουνα φτάνει που ήσουν κοντά μου.
Αχ πως στο κάθε χτύπημα της πόρτας η καρδιά μου
Ραγίζουνταν, αγόρι μου, και μου ’φευγε η λαλιά μου.
Θυμάσαι τις τριανταφυλλιές μπροστά στο περιβόλι
Που ανθίζανε την άνοιξη και πια την κάθε σκόλη
Γιομίζαμε τριαντάφυλλα την αγκαλιά μας όλη.
Κι ο γέρος ο πατέρας σου καμάρωνε κι αντάμα
Καμάρωνα κι η δόλια εγώ, κι αν έκλαιγα - τι θάμα!-
Περσότερο ξαλάφρωνε η καρδιά μου από το κλάμα.
Μεγάλωσες. Δε μ’ άκουγες. Έφευγες όλη μέρα.
Κι όταν τα βράδια μου ’λεγες «Η Λευτεριά μητέρα
Θα ρθεί» μ’ άγγιζαν την καρδιά τα λόγια σα φοβέρα.
Μ’ αν μου ’φευγες πρωί πρωί, προτού να φέξει, μόνος
Κι αργοκυλούσαν οι ώρες μου, κάθε στιγμή ένας χρόνος
Το ’ξερα πως θα γύριζες κ’ ήταν γλυκός ο πόνος.
Τώρα στο παραγώνι μας κουβαριασμένη ρέβω
Σαν αστραποκαμένη ελιά και πια δε σε γυρεύω
Τι ’ναι ψηλός ο ανήφορος και δε μπορώ ν’ ανέβω.
Γιατί δεν άκουες, γιόκα μου, τη μάνα που σ’ εγέννα;
Κι αν έρθει τώρα η Λευτεριά πουν’ όλα ρημαγμένα
Τι να την κάνω, αγόρι μου γλυκό, χωρίς εσένα;
Αρκαδικοί θρύλοι
Μεσ’ στη ροδόφωτην αυγή στο κρουσταλένιο δείλι
Υψώνουνται ο Ταΰγετος κι ο Πάρνωνας δυο στύλοι
Χρυσής αψίδας και περνούν της Αρκαδίας οι θρύλοι.
Κι όπως ξανοίγει ο ουρανός και χάνεται η μαυρίλα
Κι όπως στα σπλάχνα διαπερνά μια κρύφια ανατριχίλα
Και της καρδιάς αναριγούν στ’ ακράγγιγμα τα φύλλα
Ω Θάμα, θρύλοι αντιλαλούν το Μήνυμά σου γύρα:
Θεών κι ανθρώπων ποιητή, μοναδική σου η κλήρα
Να σέρνεις σκλάβες τις καρδιές σε μια κλωστή απ’ τη λύρα.
Μα τώρα πια πλημμύρισεν η γη μας δάκρυα κι αίμα.
Για τη χαρά, για τη σπορά, πάρε λοστό και γκρέμα.
Κι αν σ’ αντισκόβουν άδραξε ντουφέκι και πολέμα.
Το μεγάλο ποτάμι
Γυρεύοντας τον έρωτα, γυρεύοντας
την άνοιξη, γυρεύοντας τη γεύση
του ψωμιού, γυρεύοντας την ειρήνη
γυρεύοντας τα χείλη που πλέκουνε τραγούδια
γυρεύοντας την τέλεια μορφή, γυρεύοντας
τον άρτιο λόγο που θα ζωντανέψει τη μορφή
γυρεύοντας, γυρεύοντας, όλο γυρεύοντας
σπαταλήσαμε τη χρυσή νιότη που έδενε
τη ζωή με τ’ όνειρο
Κι οδεύοντας
μέσα στη νύχτα φτάσαμε
στα σύνορα της νύχτας. Κι αρμενίζοντας
σ’ ατελείωτους πόντους φτάσαμε
τα σύνορα του θανάτου. Και τώρα
έρμαια της ανάμνησης
τινάζουμε τα ντροπιασμένα μας φτερά
και ζητάμε βοήθεια. Κοιτάζουμε
το σύνορο που δεν περάσαμε
και ζητάμε βοήθεια. Απλώνουμε
τα χέρια στους φονιάδες μας
και ζητάμε βοήθεια. Η φωνή μας
χάνεται. Κανένα αφτί δε βρίσκεται
να την περιμαζέψει.
Βαλαντωμένοι
γέρνουμε στην πλώρη. Βαλαντωμένοι
γέρνουμε στην κουπαστή. Πλέουμε στο αίμα
ζητιανεύοντας λίγον ύπνο:
Έλα ύπνε και πάρε μας. Πλέουμε στο αίμα
ζητιανεύοντας λίγο κουράγιο:
Βόηθα Χριστέ που γνώρισες
τον πλέριο πόνο. Πλέουμε στο αίμα
ζητιανεύοντας λίγο έλεος:
Δώσε μας Μοίρα το μαγικό κλειδί
ν’ ανοίξουμε τα παράθυρα του στοχασμού
ν’ ανοίξουμε τις πόρτες της καρδιάς μας
να ξεχυθεί πολύτιμος ο θησαυρός
της πικρής πείρας μαύρες κουκίδες
στη λευκότητα του χαρτιού
έτσι που να γνωρίσουν οι απόγονοι
την αγωνία τούτης της ώρας
που αθροίζοντας πόνο στον πόνο
μαρτύριο στο μαρτύριο
σπαραγμό στο σπαραγμό
κυοφορεί τον αόρατο κόσμο
του εικοστού πρώτου αιώνα.
Το Δέντρο
Ο άνθρωπος αγάπη μου την ίδια ώρα
Γίνεται ποιητής ή δολοφόνος
Ένας άγγελος τον παραστέκει
Ένας δαίμονας του χαμογελά
Σκυμμένος στις εξισώσεις του
Με τους πολλούς αγνώστους
Σπέρνει τον όλεθρο στη Χιροσίμα
Εξακοντίζει σπούτνικ στους αιθέρες.
Ο άνθρωπος αγάπη μου
Μπορεί μονάχος του
Να γίνει φως ή νύχτα
Να σκοτώνεται στους πολέμους
Για τη λευτεριά και τη δικαιοσύνη
Και να λιντσάρει το μικρό νέγρο
Που τόλμησε να ζητωκραυγάσει έξαλλος
Την ομορφιά μιας άσπρης
Ο άνθρωπος αγάπη μου
Την ίδια ώρα
Σηκώνει από τα τάρταρα
Τους ίσκιους του τρόμου
Να φράξει το δρόμο μας
Κι ανοίγει τους κρουνούς της ζωής
Να μας χαρίσει το μέλλον
Καθώς εσύ ανοίγεις την πόρτα σου
Και λες στους επισκέπτες σου:
-«περάστε!»
Ο άνθρωπος αγάπη μου
Ποτίζει μέρα νύχτα
Με το αίμα του και με τα δάκρυα του
Το δέντρο της ζωής
Που μεγαλώνει αφάνταστα
Για να μας δώσει κάποτε
Τους πιο γλυκούς καρπούς του.
Το μεγάλο ποίημα
Ένα ποτάμι αιμάτινο
Κυλάει πάνου στ’ αχνάρια μας
Πίσω απ’ της άνοιξης την έπαρση
Παραμονεύει η νύχτα.
Εδώ σε τούτ’ την έρημο
Που ζώνουν μόνο οι άνεμοι
Η μαύρη νύχτα και η σιωπή
Τη μοίρα μας θα πούμε.
Τα δάχτυλά μας αγρυπνούν
Απάνου στη σκανδάλη.
Μ’ αυτά τα δάχτυλα θα γράψουμε
Το πιο μεγάλο ποίημα.
Αλήθεια πόσο ειν’ όμορφο
Να ζεις και να ελπίζεις
Τα δακρυσμένα μάτια μας
Είναι γιομάτα θρίαμβο.
Έλα ρίξε δυο ριπές
Σημάδεψε ίσια στην καρδιά μας
Με τα μυδράλια των στίχων σου
Αδελφέ ποιητή.
Σ’ αυτό το χώμα που πατάς
Τόσοι νεκροί μας ξαγρυπνούν
Ν’ ακούσουν το τραγούδι σου.
Το μέλλον μας ανήκει.
Μοσκοβολάει τριαντάφυλλο η ζωή
Ο ήλιος είναι μέσα μας.
Άνοιξε το καλύβι μου
Και πάρε όλο το βιός μου
Άνοιξε και το στήθος μου
Και πάρε την καρδιά μου.
Σαράντα χρόνια ακούραστη
Χτυπάει για σένα μόνο.
Η Πληγωμένη Γη
Εμείς
Εχτίσαμε όλα τα σπίτια
του κόσμου. Όμως
δεν έχουμε σπίτι.
Εμείς
Εσπείραμε όλα τα χωράφια
της γης. Όμως
δεν έχουμε ψωμί
Εμείς
Εσκοτωθήκαμε σε όλους τους πολέμους
Όμως δεν έχουμε πατρίδα
Που πάμε
Η πληγωμένη γη στενάζει
Κάτου απ τα βαριά μας πέλματα
Αλλά εμείς είμαστε η γη
από τότε που υπάρχουμε
Εμείς
τα σπλάχνα μαχαιρώνοντας
ο ένας του αλλουνού
Σκεπάσαμε τον ουρανό με σύννεφα
Σκορπίσαμε τα δάκρυα μας ποτάμια.
Δοκιμασία
Εδώ σ’ αυτή τη γη
Την ίδια γη, τη γη της γης μας
Να μας σαν ξένοι φτάσαμε
Και φεύγουμε σαν ξένοι
Μα εμείς σ’ αυτή τη γη μας σπείραμε
τα πιο μεγάλα όνειρα.
Ποιος ήρθε και τα γκρέμισε
κι έσπειρε την ερήμωση;
ποιος άναψε την πυρκαγιά
και καίγεται ο πλανήτης;
Ποιο χέρι ανίερο πάτησε
το φοβερό κουμπί του ολέθρού
Κι ούθε στραφούμε
οι γλώσσες της φωτιάς φράζουν το δρόμο μας
κι ούθε στραφούμε
τα σαγόνια ολάνοιχτα της νύχτας μας προσμένουν!
Εδώ σ’ αυτή τη γη
Τη γη της γης μας φτάσαμε
Χωρίς να ξέρουμ’ από πού
Χωρίς να ξέρουμ’ από ποιους
Κυνηγημένοι και λουφάξαμε
Σαν τρομαγμένα αγρίμια
Να ’χαμε μόνο μια σταλιά νερό
Να ξεδιψάσουμε τη δίψα μας.
Να ’χαμε μόνο μια στιγμή καιρό
Να συμμαζέψουμε τα σπαραγμένα μέλη μας.
Να ’χαμε μόνο το κουράγιο, μια στιγμή
Την ώρα που οι δειλοί θα ουρλιάζουν δίπλα μας
-Ευλογημένος ναν’ ο θάνατος
ο μέγας λυτρωτής του πόνου
Να ’χαμε το κουράγιο να τους κράξουμε:
-Ευλογημένη δυο φορές να ’ναι η ζωή
που καταλεί το θάνατο!
Η Ανατολή
Όθε κοιτάξω αρίφνητοι σταυροί
Πάνου απ’ ανθρώπους κι όνειρα
Αχ, κ’ έχω ένα βουνό καημό
Που δε μπορώ να πάρω ανάσα.
Έλα μωρέ τρελοβοριά με τη μεγάλη σκούπα σου
Σάρωσε τούτ’ τα μαύρα σύννεφα
Που μας σκεπάζουν τον ήλιο
Σάρωσε τούτ’ τα μαύρα σύννεφα
Που μας βαραίνουν Σα μολύβι.
Μέσα στη νύχτα περπατάει η λεβεντιά
-Λευτέρωσε το δρόμο της.
Μέσα στη νύχτα περπατάει η λεβεντιά
-Πώς μπαίνει στην καρδιά μας το τραγούδι της.
Σιγά αδερφέ
Δε λέγεται με λόγια αλλά με δάκρια
Σιγά αδερφέ
Δε λέγεται με δάκρια αλλά με τόλμη.
Μέσα στη νύχτα περπατάει η λεβεντιά!
Παραπονιάρη βιολιτζή δε θέλω μοιρολόγια.
Ταίριαξε το τραγούδι σου στο βήμα το δικό της.
Τον δρόμο μας τον βρήκαμε:
Είναι η Ανατολή!
Η Ανατολή του ηλίου
Τίποτα δε ματώνει πια. Θερμή κι ωραία
Στόλισε με ταντέλλες φως η αυγή τον κόσμον όλο.
Ένας λαός ανηφορίζουνε τα έλατα.
Καλημέρα σας δέντρα
Γιγαντιαία λουλούδια της πλαγιάς, καλημέρα σας!
Δεν έχουμ’ έγνοιες τώρα να κρεμάσουμε στους κλώνους σας
Μον’ φέρνουμε ένα δυναμίτη από χαρά
Ν’ ανατινάξουμε την πίκρα όλου του κόσμου.
Χιλιάδες χρόνια σε προσμέναμε
Και πάντα αργούσες να ρθεις!
Οι κάμποι του Μάη
Τα’ ανυπόμονα στάχυα, οι νεραντζιές
Τα δωδεκάχρονα παιδιά και οι λυγερές κοπέλες
Τα γιορτινά τους φόρεσαν για να σε περιμένουν.
Ρώτησαν: Γιατί πέθανε ο πατέρας μας;
Ρώτησαν: Γιατί σκότωσαν τα’ αδέρφια μας;
Ρώτησαν: Γιατί κάψαν τα καλύβια μας;
Και πήραν την απάντηση:
Για ν’ ανατείλει ο ήλιος!
Ιερή Μνήμη
Πατέρα μου αγρότη
πώς τα ήξερες όλα.
Ν’ ανασταίνεις παιδιά
να φυτεύεις να σπέρνεις
να ποτίζεις τη γη
να μιλάς
με τ’ αρνιά με τα δέντρα
ν’ ακούς την ανάσα του χόρτου
να γυρνάς
φορτωμένος τα βράδια στο σπίτι
να σκορπάς τη χαρά και το γέλιο.
Δεν έγραψες στίχους εσύ.
Και ποτέ μου Δε θ’ άλλαζα εγώ
με τα’ αλέτρι την πέννα.
Μ’ απ’ τους δυο μας πατέρα
ποιητής μόνο εσύ ’σουν!
Η Μάνα μου
Η Μάνα μου
πρωί μεσημέρι βράδυ
γονατισμένη
έκανε τις παρακλήσεις της
Η μέρα άρχιζε γι αυτή
με την επίκληση
της θείας βούλησης.
Δε ζητούσε δόξες
και λαμπρές ανοίξεις
Μόνο λίγο χώμα
και λίγο νερό
για να φυτέψει τ’ όνειρο