Η γέφυρα του Αλφειού κοντά στον Βλαχορράπτη (Γεφύρι του Κούκου, ή του Βαλαβάνη)
Παρατηρήσεις αυτοψίας (27 Ιουλίου 2022).
Χάρις στην εκδρομή (27 Ιουλίου) των μετεχόντων στο 4ο Εργαστήριο Παραδοσιακής Τέχνης της Πέτρας (Λαγκάδια Γορτυνίας) είδα από κοντά την εν θέματι γέφυρα, η οποία έως εκείνη τη στιγμή μόνον εξ ακοής μου ήταν γνωστή. Ως εκ τούτου εκφράζω κατ’ αρχάς θερμές ευχαριστίες στους οργανωτές («Άνθη της Πέτρας») και ειδικότερα στον κ. Ι. Τσιαούση και εύχομαι τα καλύτερα σε εκείνους που συμμετείχαν. Αυτοί άλλωστε ελπίζω να είναι οι πρώτοι αναγνώστες των παρακάτω παρατηρήσεων, οι οποίες κατά πολύ συμπληρώνουν όσα εξ ανάγκης λίαν περιληπτικά και επιλεκτικά πρόλαβα υπό πίεση χρόνου να εκθέσω κατά τη διάρκεια της επίσκεψης. Λόγω της εσπευσμένης αναχώρησής μου, το πρώτο από τα συνημμένα σχέδια στήθηκε το βράδυ της ίδιας ημέρας στην Αθήνα, με τη βοήθεια των λιγοστών επιτόπιων μετρήσεών μου και συμπληρώθηκε μερικές ημέρες αργότερα κοντά στο Sorrento. Εκεί άλλωστε στήθηκαν τα επόμενα σχέδια, για να συμπληρωθούν αμέσως μετά στην Αθήνα (όλα ιδιόχειρα, σε κοινό χαρτί Α3).
-1. Κατά κανόνα, οι παραγόμενες από τους ποταμούς μορφές του εδαφικού αναγλύφου εξαρτώνται από την δομή των εδαφών (σύσταση, διάστρωση, πτύχωση κ.α.) και την τυχόν μεταβολή της υψομετρικής διαφοράς από τη θάλασσα, ορισμένως όταν η στάθμη της ταπεινώνεται στη διάρκεια μιας παγετώδους εποχής, ή πολύ περισσότερο όταν το οικείο μέρος του φλοιού της Γης υπόκειται σε διαδικασία τεκτονικής ανάδυσης (ισοστασία, ορεογένεση κ.τ.τ.). στην δεύτερη περίπτωση, όταν τα πετρώματα είναι σκληρά, ο ποταμός, καθιστάμενος επικλινέστερος σκάβει πολύ περισσότερο προς τα κάτω όσο απαιτείται απλώς για να χωράει στην κοίτη του. Αν η διατομή δεν είναι αρκετή, η ροή καθίσταται ταχύτερη, η σκαπτική ικανότητα μεγαλώνει και κάθε φορά μια νέα σχέση μεταξύ παροχής και ταχύτητας σταθεροποιείται, εξαρτώμενη όμως πάντοτε από τις μεταβλητές του φαινομένου. Από αυτές, η ταχύτητα της ανάδυσης και η στερεότητα των πετρωμάτων είναι οι κύριοι παράγοντες του βάθους και της στενότητας των φαραγγιών. Τα αντίθετα συμβαίνουν στον κάτω ρόα των πλείστων ποταμών, όπου συνήθως η κλίση της ροής είναι ελαχίστη και τα εδάφη επί το πλείστον πεδινά και προσχωσιγενή. Εκεί ο ποταμός κινούμενος βραδέως αποκτά πολλαπλάσιο πλάτος και εύκολα μετατοπίζεται.
-2. Το πέρασμα στην άλλη όχθη, όπου τυχαίνει να υπάρχει διάβαση, δηλαδή αβαθύς βατός πυθμένας, είναι δυνατόν, τόσο στον κάτω ρόα, όσο και στον άνω, μόνον τις ημέρες που τα νερά λιγοστεύουν. Τον υπόλοιπο καιρό κάποια πλωτά μέσα, εφοδιασμένα συνήθως με σχοινιά οδήγησης ή ανάσχεσης, είναι απαραίτητα. Η γεφύρωση, αντιθέτως, έχει πολύ διαφορετικές δυσκολίες στον κάτω και τον άνω ρόα. Στον πρώτο απαιτεί μακρότατες κατασκευές και επομένως ενδιάμεσες θεμελιώσεις σε ασταθές έδαφος. Στον δεύτερο η ορμή του ποταμού σχεδόν αποκλείει ενδιάμεσα βάθρα. Ευτυχώς όμως το μειονέκτημα αυτό συμβαδίζει με ένα πλεονέκτημα: στα φαράγγια το πλάτος είναι αρκετά μικρό ώστε να γεφυρώνεται με κατασκευή ενός ανοίγματος. Όσο στενότερο το φαράγγι τόσο μικρότερο και οικονομικότερο το άνοιγμα και τόσο ασφαλέστερη η έδραση της γέφυρας, επειδή η στενότητα του φαραγγιού είναι συνέπεια της στερεότητας των εκατέρωθεν βράχων. Εδώ όμως ισχύει μια λίαν δεσμευτική συνθήκη: όσο στενότερο το φαράγγι, τόσο μεγαλύτερη η ανύψωση της στάθμης για κάποιες ημέρες του έτους και επομένως τόσο υψηλότερα πρέπει να κτισθεί μια γέφυρα για να μη κινδυνεύει από τα μέγιστα φουσκώματα του ποταμού. Η συνθήκη αυτή συνεπάγεται την εξής απαράβλεπτη δυσκολία για την κατασκευή μιας γέφυρας: ο θολότυπος δεν δύναται να έχει ενδιάμεσα στηρίγματα και ως εκ τούτου πρέπει να στηρίζεται επαρκώς μόνον στα δύο άκρα του.
-3. Λαμβανομένου υπ’ όψιν του βάρους των λίθων του τόξου, ένας θολότυπος ικανός να ανταποκρίνεται σε αυτό πρέπει σε τελευταία ανάλυση να είναι τόσο στερεός, όσο και μια κανονική γέφυρα.
-4. Σε κάθε περίπτωση, διαρκούσης της κατασκευής μιας νέας γέφυρας είναι αναγκαία η ύπαρξη μιας προσωρινής εργοταξιακής διάβασης ή γέφυρας προς εξυπηρέτηση της απρόσκοπτης κίνησης των εργαζομένων σε όλο το μήκος του έργου. Τούτο περιττεύει μόνον όταν μια άλλη γέφυρα υπάρχει ήδη όχι πολύ μακριά, ή όταν η νέα γέφυρα κτίζεται στη θέση μιας όχι άχρηστης παλαιότερης. Στην παρούσα περίπτωση δεν υπήρξε προγενέστερη γέφυρα, ούτε άλλη σε εργονομικώς εύλογη απόσταση και επομένως η κατασκευή μιας προσωρινής εργοταξιακής γέφυρας ήταν απαραίτητη. Η μαρτυρία της χρήσεως μιας τεράστιας ποσότητας τριχιάς, οδηγεί αυτομάτως τη σκέψη σε μια εργοταξιακή σχοινογέφυρα αποτελούμενη από δύο ισχυρότατους σχοινοφορείς, εγκάρσια ξύλα και μαδέρια καρφωμένα επί των εγκαρσίων ξύλων. Σήμερα τα μαδέρια είναι τετράμετρα με διατομή 25 x 5εκ, στην εποχή όμως του έργου εκτός από τα ελαφρά τετράμετρα μαδέρια ήταν συνήθη και τα τετράμετρα ή πεντάμετρα, διατομής 40 x 7εκ. Λαμβανομένων υπ’ όψιν των μορφικών στοιχείων του βράχου, είναι πιθανότερον ότι η εργοταξιακή σχοινογέφυρα του πρωτομάστορα Αντώνη Κάτσαινου πρέπει να βρισκόταν στη δυτική πλευρά του λίθινου έργου. Η προτεινόμενη αναπαράσταση (Πίν. 2. Α, Β, Γ) ακολουθεί γνωστά πρότυπα: ισχυροί πάσσαλοι στα άκρα, ξύλινοι στρωτήρες, και σχοινοφορείς σχηματιζόμενοι από πολυάριθμες διελεύσεις μιας τριχιάς (λεπτό μονόκλωνο σχοινί), από δύο για κάθε πλευρά ακραίους πασσάλους, κατά το εφαρμοζόμενο σε κρεμαστές γέφυρες σύστημα. Για διακόσιες τέτοιες διελεύσεις θα ήταν αναγκαία δεκαεννέα χιλιόμετρα τριχιάς και η διατομή των σχοινοφορέων θα ήταν της τάξεως των πενήντα τετραγωνικών εκατοστών, απολύτως επαρκής για το ίδιον βάρος και τα κινητά φορτία της σχοινογέφυρας.
-5. Το τόξο είναι ακριβώς ημικυκλικό με ακτίνα 6,27μ και διατομή πάχους 75 εκ και πλάτους 4,75μ. Οι 74 (θεωρητικώς 75) σε κάθε όψη θολίτες λαξευτοί σε καλής ποιότητας ασβεστόλιθο έχουν μήκος 75 εκ (κάποιοι ολίγοι είναι δίλιθοι), μέσο πάχος 27 εκ και σχετικά μικρή την τρίτη διάσταση (~20-25εκ, ενίοτε αρκετά μεγαλύτερη για λόγους πλοκής), ώστε με μέσο βάρος 130χλγρ και μέγιστο έως 160 χλγρ να δύναται να μεταφέρονται έκαστος επί του σάγματος ενός ισχυρού ημιόνου. Η φόρτωση και εκφόρτωση εκάστου λίθου θα απαιτούσε καλώς συντονισμένη προσπάθεια τεσσάρων δυνατών ανδρών (ενώ δύο άλλοι θα φρόντιζαν για την αντίστοιχη προς τα οπίσω ή πρόσω ακριβώς ελεγχόμενη κίνηση του ημιόνου). Οι λοιποί θολίτες, όσον είναι ορατοί στην κάτω επιφάνεια του τόξου, αντιστοιχίζονται προς τους μετωπικούς, έχουν όμως αδρότερη την λάξευση και είναι ασβεστολιθικοί έως την 24η στρώση, πέραν της οποίας, εξαιρουμένης της εκ σκληρού λίθου κλείδας, είναι λαξευμένοι σε πουρί, προφανώς για ελάττωση της καταπόνησης του θολοτύπου. Για τον ίδιο λόγο είναι πιθανόν ότι οι εν λόγω θολίτες και οι ανώτεροι των ασβεστολιθικών στρώσεων αποτελούν δύο επάλληλες στρώσεις, εκ των οποίων μόνον η πρώτη θα επιβάρυνε αμέσως τον θολότυπο, ενώ η δεύτερη θα επιβάρυνε αμέσως μόνον την πρώτη. Η μετάβαση από τους βαρύτερους στους ελαφρότερους θολίτες συντελείται σε γωνιακό ύψος 60 μοιρών από τη γένεση του τόξου. Η λοιπή κατασκευή, όπως φαίνεται στο συνημμένο σχέδιο (Πιν. 1), συνίσταται έως το μέσον του ύψους της από αδρή αργολιθοδομή, αλλά πιο ψηλά από αδρώς λαξευτή με επάλληλες οριζόντιες στρώσεις. Κατά πάσαν πιθανότητα η κάτω ζώνη είναι συμπαγής ενώ ή άνω απαρτίζεται από εξωτερικά τοιχώματα και εσωτερικό χαλαρό γέμισμα. Εφαπτόμενη στη ράχη του τόξου εκτείνεται οριζόντια διακοσμητική προεξοχή εκ λαξευτών ασβεστολίθων, έως αποστάσεως 8,5μ από τον άξονα. Επ’ αυτής, εκτεινόμενο ακόμη πιο πέρα, βαίνει το στηθαίο, εκ λαξευτών λίθων των οποίου η διάταξη εξηγείται στον Πίνακα 1, άνω αριστερά.
5 γωνιακό ύψος 60 μοιρών από τη γένεση του τόξου. Η λοιπή κατασκευή, όπως φαίνεται στο συνημμένο σχέδιο (Πιν. 1), συνίσταται έως το μέσον του ύψους της από αδρή αργολιθοδομή, αλλά πιο ψηλά από αδρώς λαξευτή με επάλληλες οριζόντιες στρώσεις. Κατά πάσαν πιθανότητα η κάτω ζώνη είναι συμπαγής ενώ ή άνω απαρτίζεται από εξωτερικά τοιχώματα και εσωτερικό χαλαρό γέμισμα. Εφαπτόμενη στη ράχη του τόξου εκτείνεται οριζόντια διακοσμητική προεξοχή εκ λαξευτών ασβεστολίθων, έως αποστάσεως 8,5μ από τον άξονα. Επ’ αυτής, εκτεινόμενο ακόμη πιο πέρα, βαίνει το στηθαίο, εκ λαξευτών λίθων των οποίου η διάταξη εξηγείται στον Πίνακα 1, άνω αριστερά.
-6. Υπό το επίπεδο των γενέσεων του τόξου η λιθοδομή είναι αδρότερη και ως συνήθως εξέχει των γενέσεων αλλά και των δύο μετώπων του τόξου. Τούτο κατά κανόνα ανταποκρίνεται στη σκοπιμότητα μιας κατάλληλης διεύρυνσης της βάσεως, ταυτοχρόνως όμως εξυπηρετεί την στήριξη του θολότυπου. Ως εκ τούτου το μέγεθος της προεξοχής, 45εκ υπό το τόξο και 25εκ προ αυτού, είναι δεσμευτικό για την αναπαράσταση του θολότυπου.
-7. Λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι σε κάθε θολότυπο πρέπει να υπάρχουν τρεις ομάδες σφηνών για την αποτόνωση, διαδικασία αναγκαία κατά την εκκίνηση της αφαίρεσης αυτού, ο εν θέματι θολότυπος αποκαθίσταται ως σύνθεση ενός τριαρθρωτού πλαισίου και τεσσάρων ισχυρών νομέων στερέωσης των ξύλων της κυλινδρικής επιφάνειας με κατάλληλη σφηνοφόρο βάση και κατάλληλη σφηνοφόρο κορυφή.
-8. Κατά τ’ άλλα η αναπαράσταση είναι υποθετική, επειδή στην πραγματικότητα λόγοι οικονομίας και ατελούς οικείωσης με την ακαδημαϊκή διαδικασία σχεδιασμού οδηγούσαν τους πρωτομάστορες σε διάφορες λύσεις ανάγκης. Εν αγνοία τυχόν φωτογραφικών ή σχεδιαστικών τεκμηρίων (που ίσως κάπου υπάρχουν λησμονημένα) η παρούσα αναπαράσταση περιορίζεται αναγκαστικώς σε μια τυπική διάταξη ξύλων, η οποία εκτός από στατικώς επαρκής είναι κατάλληλη να συναρμολογείται και να αποσυναρμολογείται με ελάχιστα βοηθητικά μέσα, όπως εξηγείται στους Πιν. 2, Ε και Πιν. 3, όπου η αρίθμηση των στοιχείων αντιστοιχεί στη σειρά συναρμολόγησης.
-9. Εν πάση περιπτώσει, η σχεδιασθείσα από τον πρωτομάστορα διάταξη θα πρέπει να είχε παρόμοια μορφή και παρόμοια λειτουργικότητα. Κατά πάσαν πιθανότητα ο Αντώνης Κάτσαινος, όπως άλλωστε τόσοι άλλοι ομότεχνοι του, ήδη από την αρχαία εποχή, θα είχε προσχεδιάσει με χαλύβδινη ή μολύβδινη αιχμή τμήματα της όλης διάταξης σε φυσικό μέγεθος επάνω σε κατάλληλη (π.χ. πλακόστρωτη) επιφάνεια, βάσει των οποίων θα είχε ακολούθως προετοιμάσει τα διάφορα ξύλα και θα είχε δοκιμάσει τη σειρά συναρμολόγησης.
-10. Ειδικότερα για το τριαρθρωτό πλαίσιο πρέπει ο Κάτσαινος να είχε σκεφθεί πολύ καλά τον τρόπο μεταφοράς των μεγαλύτερων κυπαρισσόξυλων, τα οποία, τέσσερα, ή μάλλον έξι τον αριθμό, οκτάμετρα, βάρους περίπου διακοσίων χιλιογράμμων, θα έπρεπε να φθάσουν στον τόπο του έργου συρόμενα από ημιόνους κατά μήκος των τότε διαθέσιμων δρόμων. Θα πρέπει επίσης να είχε σκεφθεί πως θα τα έστηνε όρθια, εκμεταλλευόμενος την εκατέρωθεν του προς γεφύρωση κενού ανωφέρεια του εδάφους. Ομοίως θα είχε σκεφθεί τη σειρά συναρμολόγησης των δύο σκελών του πλαισίου και τους χειρισμούς σύγκλισης αυτών επάνω από το κενό έως συναντήσεως και αμοιβαίας εξισορρόπησης αυτών με μόνα μέσα μερικά ελαφρά ξύλα άντωσης / ώσης και κάποια πολύσπαστα. Κατά πάσαν πιθανότητα θα είχε προσθέσει στα άνω άκρα του ενός σκέλους κάποια μικρά ξύλα οδήγησης των αντίστοιχων άκρων του ετέρου σκέλους κατά τη στιγμή της συνάντησης αυτών. Τα ίδια ξύλα θα υπηρετούσαν και την ασφαλή έναντι πτώσεως τοποθέτηση των κορυφαίων σφηνών. Είναι επίσης πολύ πιθανόν, εκτός από τα στατικώς αναγκαία εγκάρσια ξύλα, να ήταν στερεωμένα (στα όρθια οκτάμετρα) και άλλα εγκάρσια ξύλα, πολύ ελαφρότερα, ανά διαστήματα περίπου 35εκατοστομέτρων, σχηματίζοντα ανεμόσκαλα προσπέλασης των σημείων στερέωσης νομέων και άνω σφηνών, ταυτοχρόνως δε λειτουργούντα ως κλωβός αποτροπής πτώσεως των επί του πλαισίου εργατών στο κενό.
-11. Η βάση των πλαισίων, ένα οριζόντιο, περίπου πεντάμετρο ξύλο, θα έπρεπε να φέρει τα ξύλα του οικείου πλαισίου, να επιτρέπει την τροπή αυτού προς το κενό έως γωνίας 45 μοιρών, να υποδέχεται τα άκρα των τοξωτών φορέων, κατά πάσαν πιθανότητα τεσσάρων τον αριθμό και να υπηρετεί μια καταβίβαση του συνόλου κατά μερικά εκατοστόμετρα, με χρήση σφηνοφόρων υποθημάτων τοποθετημένων ακριβώς υποκάτω των σημείων έδρασης των τοξωτών νομέων. Ιδανικώς, η πεντάμετρη βάση πρέπει να ήταν από επαρκώς σκληρό ξύλο, με κατάλληλες εκτομές υποδοχής των ορθίων ξύλων, τα δε σφηνοφόρα υποθήματα από ξύλο δρυός. Για μεγαλύτερη ευκολία κατά τη διαδικασία της σύγκλισης των σκελών το σκληρό πεντάμετρο βασικό ξύλο καθενός θα ήταν προτιμότερο να είχε παραμείνει με την φυσική κυλινδρική μορφή του. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει τα σφηνοφόρα υποθήματα να είχαν στο άνω μέρος τους μια αντίστοιχη κοίλανση. Τέλος, για την αναγκαία ελάττωση του πλάτους του θολότυπου διαρκούσης της μέσω των οριζόντιων σφηνών καταβιβάσεώς του, θα έπρεπε να υπάρχουν και κάποιες κατακόρυφες σφήνες κατά μήκος της έξω πλευράς των πεντάμετρων ξύλων, όπως φαίνεται στον Πίν. 3, κάτω.
-12. Η διαδικασία της αποτόνωσης απαιτούσε πάντοτε τέλειο συγχρονισμό για την αποφυγή κάθε επικίνδυνης συνύπαρξης αντίθετων φορτίσεων και ως εκ τούτου στα μεγαλύτερα έργα εξασφαλιζόταν με την μέθοδο των (συνήθως μεταλλικών) δοχείων άμμου. Κατά κανόνα, η αποτόνωση προχωρούσε βραδέως με μικρά αλλά καλώς ισοκατανεμημένα βήματα με συνεχή παρακολούθηση της συμπεριφοράς της κατασκευής. Σε έργα με ειδικές δυσκολίες μεγέθους ή μορφής (το παρόν δεν αποτελεί τέτοια περίπτωση), μετά την πλήρη αποτόνωση ο θολότυπος παρέμενε προληπτικώς στη θέση του για ημέρες ή εβδομάδες και απομακρυνόταν μόνον μετά την διαπίστωση πλήρους σταθεροποίησης του θόλου.
-13. Η αποτόνωση μέσω σφηνών προϋπέθετε τήρηση γεωμετρικών κανόνων ορισμού του σχήματος αυτών και κατανομή του βάρους της κατασκευής σε πολλά ζεύγη τέτοιων πολύ σκληρών σφηνών, ώστε ο χειρισμός αυτών να είναι δυνατός με επικρούσεις μιας μικρής βαριάς. Στην παρούσα περίπτωση θα πρέπει ο Κάτσαινος να είχε αναρτήσει από το πλαίσιο μαδέρια (με σχοινιά ή ξύλινους αναρτήρες) ως δάπεδο κίνησης εκείνων που θα αποτόνωναν τις σφήνες, τόσο κατά μήκος των δύο βάσεων, όσο και υπό τον κορυφαίο αρμό του τριαρθρωτού πλαισίου. Οι εν λόγω εργάτες είναι πιθανόν να ασφαλίζονταν εκ των άνω με κοντά σχοινιά. Ακολούθως η διάλυση θα έπρεπε να γίνει με την προβλεπόμενη σειρά, πρώτα των δοκίδων, μετά των νομέων, μετά των ξύλων του πλαισίου και μετά των πεντάμετρων βάσεων με τα υποκείμενα σφηνοφόρα υποθήματα. Για την αποφυγή πτώσης οιουδήποτε ξύλου στο κενό θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται σχοινιά ανάρτησης από την λίθινη κατασκευή μαζί με κάποια σχοινιά ή πολύσπαστα ανάσυρσης. Μια τέτοια οργάνωση εργασίας θα επέτρεπε την χρήση των ιδίων ξύλων, ίσως με κάποιες μικρές αλλαγές, για την κατασκευή και άλλων γεφυρών. Αναφορικώς προς αυτή την υπόθεση θα άξιζε να ελεγχθούν οι διαστάσεις και τα δομικά χαρακτηριστικά των μετά το 1880 γεφυρών της περιοχής.
-14. Η παρούσα κατάσταση της γέφυρας είναι καλή, δεδομένου ότι δεν παρατηρούνται μηχανικές παραμορφώσεις, ούτε ρωγμές (κάποιες μικρές σε ορισμένους λίθους είναι 8 τελείως αμελητέες). Ωστόσο, η απουσία οδοστρώματος και η αντί αυτού ύπαρξη μιας χωμάτινης επιφάνειας με κάμποσες λακκούβες είναι κατάσταση ανεπιθύμητη όχι μόνο για την αρχιτεκτονική εμφάνιση του έργου, αλλά κυρίως επειδή συντελεί στην συνεχή κατείσδυση των ομβρίων, τα οποία διερχόμενα μέσω της λιθοδομής διαλύουν το συνδετικό ασβεστοκονίαμα και αποκομίζουν τα υλικά του μέσω των αρμών της κάτω επιφάνειας του τόξου. Οι κατά μήκος αυτών των αρμών αθρόως κρεμάμενοι σταλακτίτες περιέχουν μικρό μόνο μέρος του ήδη αποκομισθέντος υλικού. Επομένως η κατασκευή ενός στεγανού καταστρώματος με ρύσεις προς τα άκρα, ή με ορισμένες μη οχλούσες ευρύχωρες οπές απορροής είναι επιβεβλημένη. Ομοίως χρήσιμη θα ήταν και η αποκατάσταση του στηθαίου, όπου τυχαίνει αυτό να μη είναι συμπαγές και να έχει απωλέσει κάποιους πλευρικούς ή καταληπτήριους λίθους (τυχόν υπάρχουσες παλαιές φωτογραφίες θα ήταν χρήσιμες και για την εξήγηση της απουσίας των εν λόγω λίθων).
Παράρτημα.
1. Κατά την επιτόπου έκθεση παρατηρήσεων τόνισα την αξία του τεχνικού ταλέντου και την υπεροχή αυτού έναντι του πτυχίου οιουδήποτε μέτριου μηχανικού. Ως παράδειγμα ανέφερα τον Richard Coray (για τον οποίο μπορείτε να αναζητήσετε στο διαδίκτυο). Ενδεικτικά παραθέτω μια φωτογραφία δικού του θολότυπου επάνω από τεράστιο κενό για τη γέφυρα στο Salginatobel της Ελβετίας του σπουδαίου μηχανικού Robert Maillart (1929)
Συμπληρώνοντας μνημονεύω την περίφημη παμπάλαια μονότοξη γέφυρα στο Φαράγγι του Αγίου Γοτθάρδου, σε υψόμετρο ~ 2.100μ, με το λίαν συνηθισμένο όνομα Γέφυρα του Διαβόλου, η οποία έχει απεικονισθεί από ζωγράφους όπως π.χ. ο Turner ή ο J.W. of Derby και από επίσης πολλούς φωτογράφους.
9 The Devil's Bridge in the Schöllenen Gorge on the Way across the St. Gotthard Pass with a Mule Train, before 1805. A painting by Swiss painter Peter Birmann (1758 - 1844). Photo credit
-2. Στη συζήτηση που ακολούθησε σχετικά με την επιστημονική μελέτη των τόξων ανέφερα τα ονόματα εκείνων που περισσότερο συνέβαλαν. Επειδή ήταν ουκ ολίγοι, τα επαναλαμβάνω μιας και δεν θα τα έχετε συγκρατήσει όλα (εκτός και αν είχατε προνοήσει να με ηχογραφήσετε): Γαλιλαίος, R. Hook, P. de la Hire, G. Poleni, C.-A. Coulomb, K. Culmann, M. Milankovitch.
Ανέφερα επίσης και Έλληνα επιστήμονα που συνέβαλε στην μαθηματική ανάλυση του τόξου: Ν. Μακρής (Καθηγητής στο Berkeley).
Μανόλης Κορρές
Ακαδημαϊκός, Επικεφαλής της Υπηρεσίας Συντήρησης Μνημείων Ακρόπολης, Ομότιμος Καθηγητής Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής, ΕΜΠ
Σχετικά Άρθρα
- Γορτυνία | Καταγγελία - σοκ από τον Γιώργο Δημόπουλο: "Μεγάλα βράχια έπεσαν μπροστά μου λίγο πριν περάσω το δρόμο Δρακοβουνίου - Κερπινής"
- Δωρεάν καρδιολογικός έλεγχος σε Δημητσάνα και Τρόπαια
- Η μαρτυρία του Γορτύνιου φωτογράφου για τη νύχτα της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου
- Άρχισε το ελαιομάζεμα στη Γορτυνία - Μικρή η παραγωγή (εικόνες)
- Η Γορτυνία και το συνέδριο της ΚΕΔΕ