Άνοια [β’ μέρος]: Διαφορική διάγνωση – Θεραπεία - Πρόγνωση
[Τα άρθρα αυτής της σειράς απευθύνονται στο ευρύ κοινό και έχουν σκοπό την ενημέρωσή του σε ό,τι αφορά στις πιο συνήθεις ψυχικές καταστάσεις που συναντώνται στην καθημερινή μας ζωή. Είναι γραμμένες με τον – κατά το δυνατό – πιο απλουστευμένο τρόπο χωρίς, ωστόσο, να θυσιάζουν την επιστημονική εγκυρότητα καθώς και την πληροφορικά πληρότητα. Γράφει ο Ψυχίατρος - Ψυχοθεραπευτής, Αλέξης Μπουρνάκας]
Συνεχίζοντας την ανάπτυξη του θέματος Άνοιες θα ασχοληθούμε στο παρόν άρθρο με τα ζητήματα που αφορούν την Διαφορική Διάγνωση, την Θεραπεία και την Πρόγνωση.
Διαφορική Διάγνωση:
Αυτή περιλαμβάνει ουσιαστικά – σε κλινικό επίπεδο – τον αποκλεισμό κάποιων οξέων οργανικών καταστάσεων που προκαλούν ψυχικές διαταραχές (κάτι που γενικά είναι εύκολο και προκύπτει από μια προσεκτική λήψη του ιατρικού ιστορικού και συμπληρώνεται από ιατρικές εξετάσεις) αλλά περισσότερο από αγχώδεις και καταθλιπτικές καταστάσεις.
Ένας γενικός κανόνας είναι η ηλικία του ασθενούς. Η κλινική εμπειρία μας έχει δείξει ότι όταν το άτομο είναι πάνω από 65-70 χρόνων, η διάγνωση της άνοιας πρέπει να είναι πάντα στο νου μας, έστω κι αν η αρχική μας εντύπωση είναι ότι μοιάζει να λειτουργεί φυσιολογικά σε ό,τι αφορά τις καθημερινές του ανάγκες.
Εδώ πρέπει ο ιατρός να έχει υπόψη του ότι οι συγγενείς που συνοδεύουν τον ασθενή συχνά «δεν θέλουν να ακούσουν» την διάγνωση της άνοιας κάτι που ευνοεί από την πλευρά του ιατρού να σκεφτεί περισσότερο την διάγνωση κάποιας συναισθηματικής διαταραχής (κατάθλιψη). Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο, αν ο ασθενής έχει ένα ιστορικό κατάθλιψης στην ζωή του, ή υπάρχει κάποιο πρόσφατο ψυχοτραυματικό γεγονός στο ιστορικό.
Είναι αλήθεια ότι πολλά κλινικά στοιχεία είναι κοινά (καταθλιπτικόμορφη συμπεριφορά, μειωμένη εκφραστικότητα κατά την επικοινωνία). Συχνά δεν υπάρχει άλλη λύση να «ευνοήσει» κανείς την διάγνωση της κατάθλιψης (που αναμφίβολα υπάρχει στα αρχικά στάδια της άνοιας) αλλά όταν θα διαπιστώσει ότι έχει περάσει ικανό χρονικό διάστημα αντικαταθλιπτικής θεραπείας (δηλαδή, ικανή δόση αντικαταθλιπτικού για τουλάχιστον 4-6 εβδομάδες) τότε θα πρέπει να αρχίσει να σκέφτεται την διάγνωση της άνοιας πιο σοβαρά.
Θεραπεία:
Πολλές φορές ακούμε εξαιρετικά απαισιόδοξες απόψεις – ακόμα και από ιατρούς – ότι δηλαδή δεν μπορεί να υπάρξει καμία θεραπεία αυτών των καταστάσεων.
Η αλήθεια είναι ότι παρότι δεν μπορούμε να αναστρέψουμε την διαδικασία έχουμε στην διάθεσή μας αρκετά μέτρα για να τροποποιήσουμε την πορεία των πραγμάτων. Άλλωστε, μια «δύσκολη» αλήθεια είναι ότι στην Ιατρική γενικώς θεραπεύουμε αποτελεσματικά μόνο εκείνες τις παθήσεις που οφείλονται σε σαφώς αιτιολογημένες παθολογικές διεργασίες. Για όλες τις υπόλοιπες έχουμε καταφέρει να αναπτύξουμε μεθόδους που αντιμετωπίζουν μια σειρά συμπτωμάτων που βελτιώνουν σημαντικά την ποιότητα ζωής των ασθενών. Οι μελέτες δείχνουν ότι η έγκαιρη και επαρκής θεραπεία βελτιώνει την μεσομακροπρόθεσμη εξέλιξη των παθήσεων.
Η θεραπεία της άνοιας περιλαμβάνει τα ειδικά «αντι-ανοϊκά» σκευάσματα αλλά και την παράλληλη χρήση φαρμάκων της ψυχιατρικής όταν απαιτείται. Το δύσκολο κομμάτι της θεραπείας σχετίζεται με την ασάφεια της κλινικής εικόνας και το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της θεραπείας «πρέπει» να περάσει από τους συγγενείς του ασθενούς. Συχνά απαιτείται υπομονή από τους συγγενείς να αντέξουν ένα χρονικό διάστημα (ημερών ή και εβδομάδων μερικές φορές) ώσπου το σώμα του ασθενούς να ανταποκριθεί στην θεραπεία.
Η γενική μας εμπειρία δείχνει ότι η πολυφαρμακεία σε αυτές τις περιπτώσεις δεν βοηθά. Πρέπει να χρησιμοποιηθούν οπωσδήποτε τα ειδικά αντι-ανοϊκά φάρμακα (Aricept, Exelon, Reminyl και Ebixa ή και τα γενόσημα φάρμακα αυτών των πρωτότυπων σκευασμάτων). Κάποιες φορές έχει νόημα να δοκιμάζεται ένας συνδυασμός δύο φαρμάκων από διαφορετικές κατηγορίες και τα αποτελέσματα μπορεί να είναι θετικά.
Η συγχορήγηση αντικαταθλιπτικών φαρμάκων έχει νόημα στα αρχικά στάδια ενώ μάλλον είναι περιττή σε βαρύτερες μορφές.
Συχνά απαιτείται η ενίσχυση με κατασταλτικά αντιψυχωσικά φάρμακα, ειδικά όταν στην κλινική εικόνα υπάρχουν ψευδαισθήσεις (οπτικές αλλά και ακουστικές) ή διαταραχές της συμπεριφοράς (επιθετικότητα) ή έντονες διαταραχές του ύπνου με την μορφή της αϋπνίας.
Αξίζει να αναφερθεί ότι στις ανοϊκές καταστάσεις η χρήση των αγχολυτικών φαρμάκων μάλλον πρέπει να αποφεύγεται διότι συχνά τα φάρμακα αυτά προκαλούν ή αυξάνουν την σύγχυση. Τυπικά, ενώ μπορεί αρχικά να φαίνεται ότι το άτομο βοηθιέται ύστερα από μερικές ώρες να εμφανίζεται έντονη σύγχυση που μπορεί να λάβει την μορφή παραληρήματος που θα κρατήσει πολλές ώρες και σχετίζεται με τις μειωμένες ικανότητες του εγκεφάλου του ανοϊκού ασθενούς να αντέξει (σε μεταβολικό επίπεδο) το φάρμακο.
Κάτι παρόμοιο – αλλά σε μεγαλύτερο βαθμό – ισχύει και για την χρήση υπναγωγών: αυτά τα φάρμακα είναι ισχυρές βενζοδιαζεπίνες που αρκετές φορές χορηγούνται από μη-ειδικούς ιατρούς (ή ιατρούς άλλων ειδικοτήτων «έτσι, για να βοηθήσουν») ή συστήνονται από φαρμακοποιούς, φίλους και συγγενείς.
Συνήθως, ύστερα από ένα αρχικό στάδιο κατά το οποίο η θεραπεία μπορεί να είναι αρκετά δύσκολη ακολουθούν τα επόμενα στάδια που είναι πιο ήπια και η θεραπεία είναι πιο ομαλή και η κλινική εικόνα δεν είναι τόσο θορυβώδης.
Πρόγνωση:
Η πρόγνωση της άνοιας ποικίλει. Υπάρχουν μορφές που θα έχουν μια ήρεμη – σταδιακή πορεία που με την κατάλληλη θεραπεία θα γίνει ακόμα πιο ήπια και η επιδείνωση θα αργήσει πάρα πολύ. Υπάρχουν δυστυχώς και άλλες μορφές που εξελίσσονται ταχύτερα και σχεδόν δεν απαντούν στην φαρμακευτική αγωγή.
Η φαρμακευτική αγωγή έχει δείξει ότι τις περισσότερες φορές δρα βοηθητικά στην πορεία της νόσου αν και δεν την αναστέλλει. Ίσως να βελτιώνει κάπως την πρόγνωση σε μακροπρόθεσμες μελέτες.
Ένας σημαντικός παράγοντας είναι αυτός της στάσης της οικογένειας. Ανάλογα με το περιβάλλον (μιλώντας για την Ελληνική επαρχία) εξαρτάται από τις ψυχικές αντοχές του περιβάλλοντος. Γενικά δεν χρειάζεται να πιέζεται ο ασθενής με άνοια. Όσο πιο δεκτικό είναι το περιβάλλον στο πρόβλημα που έχει εμφανιστεί τόσο καλύτερα εξελίσσονται τα πράγματα. Ακόμα κι όταν εμφανίζεται εμφανώς παράλογη ή παραληρητική συμπεριφορά είναι προτιμότερο να αντιμετωπίζεται με ηπιότητα και ψυχραιμία. Συνήθως, όσο περισσότερο πιέζει το περιβάλλον τον ασθενή να «θυμηθεί» ή να «απορρίψει» μια παραληρητική ιδέα ή μια ψευδαίσθηση, τόσο αυτή δυναμώνει και αυξάνεται η σύγκρουση.
Από την διεθνή βιβλιογραφία αλλά και κυρίως από την δεκαετή εμπειρία έχουμε καταλήξει στην θέση ότι εκείνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να βοηθήσουμε τον ασθενή να έχει μια αξιοπρεπή ζωή όσο αυτό επιτρέπεται από την οργανική του νόσο. Έτσι, ο ιατρός μπορεί να βοηθήσει αρκετά με την φαρμακευτική αγωγή τον ίδιο τον ασθενή ενώ μπορεί να είναι ιδιαίτερα βοηθητικός στους συγγενείς και όλους όσους εμπλέκονται στην φροντίδα του ασθενούς. Εντέλει εκεί είναι που μια ρεαλιστική στάση του ιατρού θα επιφέρει περισσότερα αποτελέσματα καθώς μπορεί να υποστηρίξει τους συγγενείς στο δύσκολο έργο τους, να τους ανακουφίζει στις απορίες τους, να τους απαλλάσσει από άγχη και ενοχές που ενδέχεται να αισθανθούν.
Μπουρνάκας Αλέξης
Ψυχίατρος – Ψυχοθεραπευτής
[Τα άρθρα αυτής της σειράς απευθύνονται στο ευρύ κοινό και έχουν σκοπό την ενημέρωσή του σε ό,τι αφορά στις πιο συνήθεις ψυχικές καταστάσεις που συναντώνται στην καθημερινή μας ζωή. Είναι γραμμένες με τον – κατά το δυνατό – πιο απλουστευμένο τρόπο χωρίς, ωστόσο, να θυσιάζουν την επιστημονική εγκυρότητα καθώς και την πληροφορικά πληρότητα.]
http://bournakasalexis-psychoanalysis.blogspot.gr