Παράδεισος καί Κόλαση ἐντός καί ἐκτός τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης
(Κείμενο ἀπό τό ἔντυπο
«Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, τεῦχ. 123, Ἀπρ. – Ἰουν. 2023)
Παρεκκλίσεις ἀπό τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου
Μέ τό θέμα τῆς μετά θάνατον ζωῆς, μέ τό ὁποῖο ἀσχοληθήκαμε στό προηγούμενο τεῦχος τοῦ ἐντύπου μας, σχετίζεται ἄμεσα καί τό περί Παραδείσου καί Κολάσεως. Ὑπάρχει, ὄντως, Παράδεισος καί Κόλαση; Κι ἄν ὑπάρχουν, τί ἀκριβῶς εἶναι οἱ δύο αὐτές καταστάσεις; Καί ἐδῶ συναντᾶμε συνήθως πολλές παρανοήσεις, παρεκκλίσεις ἀπό τήν ἀλήθεια, πεπλανημένες ἀπόψεις καί θεωρήσεις, πού προκαλοῦν τήν ἀποστροφή πολλῶν ἀπό τή Χριστιανική πίστη.
Γιά παράδειγμα, ὁλόκληρη ἡ δυτική παράδοση τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ θεώρησε τό Πῦρ τῆς Κολάσεως, πού ἀναφέρεται στά ἱερά Εὐαγγέλια, ὡς κτιστό. Μίλησε γιά αἰσθητές φλόγες, γιά καζάνια μέ πίσσα πού βράζουν καί γιά ἄλλα παρόμοια ἐπινοήματα. Στό πλαίσιο τῶν ἀντιλήψεών της περί ἁμαρτίας καί κρίσεως, ὁ Θεός ἐμφανίζεται νά κατασκευάζει ἕνα αἰσθητό (κτιστό) πῦρ, προκειμένου νά τιμωρήσει μέ αὐτό τόν ἄνθρωπο (ἤ καί τόν διάβολο) γιά τήν ἁμαρτία του, ἐπειδή ἀκριβῶς ἐκλαμβάνει τήν κάθε ἁμαρτία ὡς προσβολή πρός τό Πρόσωπό Του. Τό Πῦρ τῆς Κολάσεως θεωρεῖται ὄργανο τιμωρίας στά χέρια τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος φαίνεται νά κυριαρχεῖται ἀπό ἀνθρώπινα πάθη καί νά ἀναζητᾶ «ἱκανοποίηση» (ἐκδίκηση!) γιά τήν προσβολή πού ὑπέστη. Ἡ ἀντίληψη ὅτι τό Πῦρ αὐτό εἶναι κτιστό, κληροδοτήθηκε καί στόν Προτεσταντισμό καί ὑπόκειται στίς ἀντιλήψεις του γιά τά ἔσχατα, ἀκόμη καί ὅταν δέν διατυπώνεται μέ σαφήνεια.
Στήν περίπτωση αὐτή ὁ φόβος τῆς Κολάσεως εἶναι τό μόνο ἴσως μέσο, πού διατηρεῖ τόν ἄνθρωπο κοντά στόν Θεό. Βέβαια, καί στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση γίνεται λόγος γιά τόν φόβο αὐτό, ὅμως ἐδῶ διακρίνονται τρεῖς καταστάσεις ἀνθρώπων: α) ὅσοι προσεγγίζουν τόν Θεό γιά νά μήν κολαστοῦν, β) ὅσοι προσεγγίζουν τόν Θεό, ὑπολογίζοντας στήν ἀνταμοιβή τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν καί γ) ὅσοι προσεγγίζουν τόν Θεό μόνο ἀπό καθαρή ἀγάπη, χωρίς φόβο καί χωρίς κανέναν ὑπολογισμό. Οἱ πρῶτοι βρίσκονται στήν κατάσταση τοῦ «δούλου», οἱ δεύτεροι στήν κατάσταση τοῦ «μισθωτοῦ» (ἐργαζόμενου) καί τρίτοι στήν κατάσταση τοῦ «υἱοῦ». Οἱ πρῶτοι ὡς μόνη ἀνταμοιβή ἔχουν τό νά μένουν στήν «οἰκία τοῦ Πατρός», δηλ. στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Οἱ δεύτεροι λαμβάνουν ἐπιπλέον τό ἀντίτιμο τῶν κόπων τους. Οἱ τρίτοι, ὅμως, εἶναι οἱ κληρονόμοι ὁλόκληρης τῆς «πατρικῆς περιουσίας»! Ὅμως, ὁ Χριστός ἦλθε καί θυσιάστηκε, ὄχι γιά μᾶς ἀναδείξει «δούλους» ἤ «μισθωτούς», ἀλλά «υἱούς» τῆς Βασιλείας Του.
Ἡ δυτική παράδοση δέχεται, ἐπίσης, μιά ἐνδιάμεση κατάσταση μεταξύ Παραδείσου καί Κολάσεως μετά τόν θάνατο, τό Καθαρτήριο («καθαρτήριον πῦρ»). Πρόκειται γιά ἕνα εἶδος Κολάσεως, πού ἔχει τέλος. Ἀρχαῖοι αἱρετικοί, μέ χαρακτηριστικό ἐκπρόσωπο τόν Ὠριγένη (185-254), πίστευαν στήν ἰδέα τῆς «ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων», δηλ. θεωροῦσαν ὅτι ἡ Κόλαση δέν εἶναι αἰώνια καί κάποτε θά ἔχει τέλος.
Σύγχρονοι αἱρετικοί καί θρησκεῖες ἐκτός τοῦ Χριστιανισμοῦ πιστεύουν ὅτι καί τά ἀγαθά τοῦ Παραδείσου εἶναι κτιστά (ὑλικά). Τό Ἰσλάμ ἀναφέρεται σέ ὑλικές τροφές καί σέ σαρκικές ἀπολαύσεις μέσῳ νέων καί ὡραίων γυναικῶν. Ὁ «παράδεισος» («βασιλεία») τῶν «Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ» περιέχει ἐπίσης τέτοιες ὑλικές ἀνταμοιβές. Τό ἴδιο ἰσχύει γιά πολλές ἄλλες αἱρετικές ὁμάδες. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, ἐκεῖ θά ἱκανοποιηθοῦν ὅλα τά ἀνθρώπινα πάθη, πού δέν ἱκανοποιήθηκαν στήν παροῦσα ζωή. Γιά ὅλες τίς θρησκεῖες ὁ «παράδεισος» εἶναι μιά κατάσταση, πού ἀρχίζει μετά τόν θάνατο καί δέν ἔχει σχέση μέ τήν παροῦσα ζωή. Οἱ θρησκεῖες λένε ὅτι πρέπει νά κοπιάσεις καί νά στερηθεῖς στήν παροῦσα ζωή, γιά νά ἀπολαύσεις στήν ἄλλη!
Πολλές φορές, ἀκόμη καί μεταξύ Ὀρθοδόξων, συναντᾶται ἡ ἀντίληψη ὅτι Κόλαση εἶναι ἡ ἀπουσία ἤ ἡ στέρηση τοῦ Θεοῦ. Κολασμένοι, κατά τήν ἄποψη αὐτή, θά εἶναι ὅσοι δέν θά βλέπουν ἤ θά δέν θά γνωρίσουν τόν Θεό στήν ἄλλη ζωή.
Ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης
Ὅπως θά δοῦμε στή συνέχεια, οἱ παραπάνω ἀντιλήψεις ἀποκλίνουν σαφῶς ἀπό τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καί ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Εἶναι προφανές, ὅτι κλειδί γιά τήν κατανόηση τοῦ τί ἀκριβῶς εἶναι Παράδεισος καί τί Κόλαση εἶναι τό ἐρώτημα ἄν τό Πῦρ τῆς Κολάσεως εἶναι κτιστό ἤ ἄκτιστο. Σέ ἀντίθεση μέ τίς παραπάνω ἀντιλήψεις, ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση δέχεται ὅτι τό Πῦρ ἐκεῖνο εἶναι ἄκτιστο, οἱ δέ συνέπειες αὐτῆς τῆς ἀλήθειας εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικές. Ἄς δοῦμε, ὅμως, τό θέμα ἀναλυτικότερα.
Εἶναι γεγονός, ὅτι ἡ σπουδαιότερη διάκριση στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση εἶναι ἡ διάκριση μεταξύ κτιστῶν καί ἀκτίστων. Μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν κατηγοριῶν ὑπάρχει μιά σαφής διαχωριστική γραμμή, ἕνα χάσμα, μιά «ἄπειρη ποιοτική διαφορά»: δέν ὑπάρχουν «ἀναλογίες» μεταξύ κτιστῶν καί ἀκτίστων καί ὅ,τι ἰσχύει γιά τά κτιστά δέν ἰσχύει κατ’ ἀνάγκην καί γιά τά ἄκτιστα. Ποιά εἶναι, ὅμως, τά ἄκτιστα καί ποιά τά κτιστά; Ἄκτιστα εἶναι τά ἀδημιούργητα, τά αἰώνια, ὅσα δέν ἔχουν ἀρχή, οὔτε τέλος· καί κτιστά εἶναι τά δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, τόσο τά ὑλικά («ὁρατά»), ὅσο καί τά λεγόμενα «πνευματικά» («ἀόρατα»), δηλ. ὁ ὑλικός κόσμος, ὁ ἄνθρωπος, οἱ Ἄγγελοι, οἱ δαίμονες, ὅσα βλέπουμε καί ὅσα δέν βλέπουμε.
Στά ἄκτιστα ἀνήκουν μόνο ἡ Οὐσία τοῦ Θεοῦ, οἱ Ὑποστάσεις Του (ἡ Οὐσία ὑπάρχει μόνο στίς Ὑποστάσεις, οἱ δέ θεῖες Ὑποστάσεις εἶναι τά Πρόσωπα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος) καί ἡ Ἐνέργεια ἤ οἱ Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ἡ Οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι παντελῶς ἄγνωστη καί ἀπρόσιτη, οἱ Ἐνέργειες, ὅμως, εἶναι μέν ἄκτιστες, ἀλλά μποροῦν νά γίνουν γνωστές, προσιτές καί μεθεκτές. Ὅ,τι γνωρίζουμε ἀπό τόν Θεό εἶναι μόνο οἱ Ἐνέργειές Του: ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται μέσα ἀπό τίς Ἐνέργειές Του. Εἰδικότερα, οἱ Ἅγιοι βλέπουν καί μετέχουν στή θεοποιό Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πού ἀποκαλεῖται ἐπίσης, Δόξα, Βασιλεία, Φῶς ἄκτιστο, Πῦρ τῆς θεότητος κ.ἄ. Ἐπειδή ἡ θεία Ἐνέργεια εἶναι ἄκτιστη, ὅσοι τήν βλέπουν ἤ μετέχουν σ’ αὐτήν, βλέπουν τόν ἴδιο τόν Θεό καί μετέχουν στόν ἴδιο τόν Θεό, δηλ. ἔχουν πραγματική θεοπτία, πραγματική μετοχή Θεοῦ. Ἡ κατάσταση αὐτή ταυτίζεται μέ τήν ἀπόλαυση τοῦ Παραδείσου ἤ μέ τήν ἔλευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ὅσοι φτάνουν ἐκεῖ, μετέχουν στή Δόξα τοῦ Θεοῦ καί δοξάζονται ἐν Χριστῷ ἤ, σύμφωνα μέ τήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας, «ἐκλάμπουσιν ὡς φωστῆρες», καθίστανται «λάμποντες, ἀστράπτοντες, ἠλλοιωμένοι», ὑφίστανται «ὀθνείαν ἀλλοίωσιν εὐπρεπεστάτην» κ.ἄ. Πρόκειται προφανῶς γιά τήν ὕψιστη πνευματική βαθμίδα, πού μπορεῖ νά φτάσει ὁ ἄνθρωπος.
Ἄν ἰσχύουν τά παραπάνω, τότε τί ἀκριβῶς εἶναι τό Πῦρ τῆς Κολάσεως; Ἄν τό Πῦρ αὐτό εἶναι ἄκτιστο καί ἄν τό μόνο ἄκτιστο πού γνωρίζουμε εἶναι ἡ Ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ ἴδια Ἐνέργεια, ἡ ὁποία εἶναι Φῶς καί Παράδεισος γιά τούς Ἁγίους, εἶναι Πῦρ καί Κόλαση γιά τούς ἁμαρτωλούς. Αὐτό σημαίνει ὅτι διάκριση μεταξύ Παραδείσου καί Κολάσεως ὑπάρχει μόνο ἀπό τήν ἄποψη τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι ἀπό τήν ἄποψη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἴδια ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι Παράδεισος γιά τούς δικαίους καί Κόλαση γιά τούς ἁμαρτωλούς: ὁ Θεός εἶναι «φλόγα δροσίζουσα ὁσίους, δυσσεβεῖς δέ καταφλέγουσα». Ὁ Μέγας Βασίλειος χρησιμοποιεῖ ἐν προκειμένῳ ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα, ἑρμηνεύοντας τόν ψαλμικό στίχο «φωνή Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός» (Ψαλμ. 28,7). Λέει ὅτι τό θεῖο Πῦρ, ὅπως καί τό αἰσθητό, ἔχει δύο ἰδιότητες, τή φωτιστική καί τήν καυστική. Ἡ παρέμβαση τοῦ Θεοῦ διαχωρίζει τίς ἰδιότητες αὐτές, ὥστε οἱ μέν δίκαιοι νά μετέχουν στή φωτιστική, οἱ δέ ἁμαρτωλοί στήν καυστική ἰδιότητα τοῦ Πυρός. Ἔτσι, τό Φῶς τῶν δικαίων εἶναι «ἄκαυστον» (στερεῖται τῆς καυστικῆς ἰδιότητας) καί τό Πῦρ τῆς Κολάσεως εἶναι «ἀλαμπές» (στερεῖται τῆς φωτιστικῆς ἰδιότητας, γι’ αὐτό ἀποκαλεῖται καί «Σκότος ἐξώτερον»). Στήν παροῦσα ζωή ἡ Δόξα τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται μόνο στούς δικαίους (Ἁγίους). Στήν ἄλλη ζωή, ὅμως, καί στόν «μέλλοντα αἰῶνα» ἀποκαλύπτεται σέ ὅλους ἀνεξαιρέτως, δικαίους καί ἁμαρτωλούς. Ὄντως, στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ὁμολογοῦμε ὅτι ἀναμένουμε τόν Κύριο «καί πάλιν ἐρχόμενον μετά Δόξης», ὁ δέ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει ὅτι ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ «πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων, καί πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός» (Φιλιπ. 2, 10-11). Τότε, ὅλοι θά δοῦν τόν Θεό, ἄλλοι ὡς Παράδεισο καί ἄλλοι ὡς Κόλαση. Γιά τούς ἁμαρτωλούς, εἰδικότερα, ὁ Θεός θά εἶναι «Πῦρ καταναλίσκον»: «καί γάρ ὁ Θεός ἡμῶν Πῦρ καταναλίσκον» (Ἑβρ. 12,29)!
Γιά τό θέμα αὐτό, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (1296-1359) ἐπισημαίνει τή θέση τοῦ ὁμωνύμου του ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου (328-390), ὅτι κάποιοι θά δοῦν ὡς Πῦρ Ἐκεῖνον πού δέν γνώρισαν ὡς Φῶς, οὔτε Τόν πίστεψαν. Τό Πῦρ ἐκεῖνο, συνεχίζει ὁ Ἅγιος, εἶναι σκοτεινό, ἤ μᾶλλον εἶναι τό ἴδιο ἀκριβῶς μέ τό Σκότος, μέ τό ὁποῖο ἔχουν ἀπειληθεῖ οἱ ἁμαρτωλοί. Τόσο τό Πῦρ, ὅσο καί τό Σκότος, ἔχουν ἑτοιμαστεῖ γιά τόν Διάβολο καί τούς ἀγγέλους του, κατά τή διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου (Ματθ. 25,41). Ἄρα τό Πῦρ ἐκεῖνο δέν εἶναι αἰσθητό, ἀφοῦ ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιά τούς πονηρούς ἀγγέλους, πού δέν ἔχουν (σωματικές) αἰσθήσεις. Οὔτε τό Σκότος εἶναι ἄγνοια, γιατί τότε οἱ κληρονόμοι ἐκείνου τοῦ Σκότους καί ὅσοι τώρα τούς ἀκολουθοῦν δέν θά ἔχουν λιγότερη γνώση τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μᾶλλον θά εἶναι σέ καλύτερη κατάσταση (ἀπό ἄποψη γνώσεως ἐννοεῖ, δηλ. θά γνωρίσουν περισσότερο τόν Θεό). Οὔτε τό Φῶς ἐκεῖνο εἶναι αἰσθητό, οὔτε γνώση, ὅπως δέν εἶναι ἄγνοια τό ἀντίθετό του Σκότος, ἀλλά μᾶλλον παρέχει γνώση τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ μυστική καί ἀπόρρητη (Ὑπέρ ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Α΄,3,10).
Ἄς σημειωθεῖ ὅτι, οἱ ἀντιλήψεις αὐτές τῶν Πατέρων εἶναι σέ πλήρη συμφωνία μέ τή μαρτυρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, στήν ὁποία ὑπάρχουν προσδιορισμοί γιά τόν ἄκτιστο χαρακτῆρα τῆς Κολάσεως, ὅπως «Κόλασις αἰώνιος» (Ματθ. 25, 46), «Πῦρ αἰώνιον» (ὅ.π. 25,41), «Πῦρ ἄσβεστον» (Μάρκ. 9,43) ἤ «Πῦρ» τό ὁποῖο «οὐ σβέννυται» (Μάρκ. 9,46), «Πῦρ καταναλίσκον» (Ἑβρ. 12,29), «Σκότος ἐξώτερον» (Ματθ. 8,12), «Σκώληξ» ὁ ὁποῖος «οὐ τελευτᾶ» (Μάρκ. 9,46) κ.ἄ.
Ἄς δοῦμε, ὅμως, τό ἴδιο θέμα καί ἀπό ἄλλη ἄποψη. «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν», διαβεβαιώνει ἡ Ἁγία Γραφή (Α΄ Ἰω. 4,8). Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, ἡ δέ ἄκτιστη Δόξα ἤ Ἐνέργειά Του ἀποκαλύπτεται στόν κόσμο ὡς ἀγάπη, ἀπευθυνόμενη ἀδιακρίτως σέ ὅλους, δικαίους καί ἁμαρτωλούς, καλούς καί κακούς. Ὁ Θεός δέν ἀγαπᾶ ἄλλους περισσότερο καί ἄλλους λιγότερο, ὅπως συμβαίνει στούς ἀνθρώπους, ἀλλά ὅλους ἐξ ἴσου. Ὅμως, ἄλλοι εἶναι περισσότερο δεκτικοί τῆς ἀγάπης Του, ἄλλοι λιγότερο καί ἄλλοι καθόλου. Γιά τούς μή δεκτικούς τῆς ἀγάπης ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι Κόλαση. Ὁ Θεός οὔτε κολάζει, οὔτε τιμωρεῖ κανέναν. Ὁ ἄνθρωπος κολάζεται καί τιμωρεῖται, ἀνάλογα μέ τή στάση του ἔναντι τοῦ Θεοῦ. «Θεός γάρ οὐδέποτε ἐχθραίνει» (ποτέ δέν γίνεται ἐχθρός μας), ἀναφέρει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Ἐμεῖς γινόμεθα ἐχθροί ἤ φίλοι Του. Ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας ἀπό αὐτή τήν ἄποψη εἶναι νά προετοιμάζει τά μέλη της νά συναντήσουν τόν Θεό, ὡς Φῶς, ὡς Χαρά, ὡς Ζωή, ὡς Παράδεισο καί ὄχι ὡς Πῦρ, ὡς Σκότος καί ὡς Κόλαση, γιατί ὅλοι ἀνεξαιρέτως θά συναντήσουμε κάποτε τόν Θεό.
Εἶναι χαρακτηριστικά ὅσα ἀναφέρει σχετικά ἕνας ἀσκητής τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὅσιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος (5ος αἰ.). Κατ’ ἀρχήν ἐπισημαίνει ὅτι «Παράδεισός ἐστιν ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ» καί συνεχίζει: «Ἐγώ δέ λέγω, ὅτι οἱ ἐν τῇ γεέννῃ κολαζόμενοι, τῇ μάστιγι τῆς ἀγάπης μαστίζονται. Καί τί πικρόν καί σφοδρόν τό τῆς ἀγάπης κολαστήριον!». Σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι οἱ κολασμένοι στή γέεννα μαστίζονται μέ τή μάστιγα τῆς ἀγάπης (τοῦ Θεοῦ). Καί πόσο πικρό καί σκληρό εἶναι τό βασανιστήριο τῆς ἀγάπης! Καί παρακάτω: «Ἄτοπόν ἐστι λογίζεσθαί τινα, ὅτι οἱ ἁμαρτωλοί ἐν τῇ γεέννῃ στεροῦνται τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ... Ἐνεργεῖ δέ ἡ ἀγάπη ἐν τῇ δυνάμει αὐτῆς κατά διπλοῦν τρόπον· τούς μέν ἁμαρτωλούς κολάζουσα ... τούς δέ τετηρηκότας τά δέοντα εὐφραίνουσα ἐν αὐτῇ». Εἶναι ἄτοπο νά σκέπτεται κάποιος, ὅτι οἱ ἁμαρτωλοί στήν Κόλαση στεροῦνται τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη αὐτή ἔχει τή δύναμη νά ἐνεργεῖ μέ δύο τρόπους: κολάζει μέν τούς ἁμαρτωλούς, χαροποιεῖ δέ ὅσους ἐφαρμόζουν ἐκεῖνα πού πρέπει (Ἀσκητικά, Λόγος ΠΔ΄). Ἄς προσέξουμε τή φράση τοῦ Ὁσίου, «τί πικρόν καί σφοδρόν τό τῆς ἀγάπης κολαστήριον!»: τό ὅτι οἱ κολαζόμενοι μετέχουν τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί τό ὅτι τό Πῦρ τῆς Κολάσεως δέν εἶναι κτιστό, δέν σημαίνουν ὅτι τό Πῦρ ἐκεῖνο εἶναι κάτι φανταστικό ἤ ἀνυπόστατο. Εἶναι περισσότερο πραγματικό καί περισσότερο βασανιστικό ἀπό τό κτιστό καί αἰσθητό πῦρ!
Ἡ πρόγευση τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν
Εἶναι πάγια θέση τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης, ὅτι ἡ κατάσταση τοῦ Παραδείσου δέν ἀναφέρεται μόνο στήν ἄλλη ζωή, ἀλλά καί στήν παροῦσα. Στό σημεῖο αὐτό ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ διαφοροποεῖται σαφῶς ἀπό κάθε θρησκεία, ἀφοῦ οἱ θρησκεῖες μεταθέτουν τήν ἀπόλαυση τοῦ «παραδείσου» σέ μιά ἄλλη ζωή, συνήθως μετά τόν θάνατο. Γιά τίς θρησκεῖες ὁ Παράδεισος στήν ἐδῶ ζωή εἶναι μόνο ἐπαγγελία (ὑπόσχεση). Γιά τήν Ἐκκλησία, ἀντίθετα, εἶναι βιούμενη πραγματικότητα. Εἰδικότερα, εἶναι κατάσταση πού ἀρχίζει ἐδῶ καί ὁλοκληρώνεται στήν ἄλλη ζωή, οἱ δέ πιστοί τοῦ Χριστοῦ μετέχουν ἀπό τώρα στή Βασιλεία Του καί μποροῦν ἀπό τώρα νά ἀπολαμβάνουν τά (ἄκτιστα) ἀγαθά τοῦ Παραδείσου.
Αὐτό συμβαίνει ἐπειδή ὁ Θεός ὁρᾶται ἤ μετέχεται καί στήν παροῦσα ζωή, ἡ δέ Βασιλεία Του ἔχει ἤδη ἐγκατασταθεῖ στόν κόσμο. Ὅπου ὁ Θεός, ἐκεῖ καί ὁ Παράδεισος, καί ὅπου ὁ Βασιλεύς, ἐκεῖ καί ἡ Βασιλεία! (πρβλ. τούς λόγους τοῦ Κυρίου, «ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστιν», Λουκ. 17,21). Οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας ὀνομάζονται «θεόπτες», ἐπειδή ἀκριβῶς εἶδαν τόν Θεό, ὡς Φῶς ἄκτιστο καί ὡς Παράδεισο τρυφῆς, στήν ἐδῶ ζωή. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μαρτυρεῖ σαφῶς ὅτι «ἡρπάγη εἰς τόν Παράδεισον» (Β΄ Κορ. 12,4), ὅταν ζοῦσε ἀκόμη στόν κόσμο μας. Τό ἴδιο ἰσχύει γιά ὅλους τούς Ἁγίους. Βέβαια, ὁ Θεός ἐδῶ γίνεται ὁρατός μόνο ἀπό τούς Ἁγίους, ὅμως ἡ ἁγιότητα καί ἡ θεοπτία εἶναι καταστάσεις προσιτές σέ ὅλους καί εἶναι στόχος ἤ προορισμός ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Ὡστόσο, στήν παροῦσα ζωή ἡ ἀπόλαυση τοῦ Παραδείσου δέν εἶναι πλήρης. Ἡ μετοχή της εἶναι μερική καί καλεῖται «πρόγευση» καί «ἀρραβῶνας» τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, ἐνῶ ἐκεῖ θά εἶναι «γεύση» καί «γάμος». Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι μέν παροῦσα, ἀλλά καί ἀναμενόμενη στήν πληρότητά της, γι’ αὐτό λέμε στήν προσευχή «ἐλθέτω ἡ Βασιλεία σου» (Ματθ. 6,10). Προφανῶς, ἡ «πρόγευση» εἶναι ἐγγύηση γιά τή «γεύση» καί ὁ «ἀρραβῶνας» ἐγγύηση γιά τόν «γάμο». Κάποιοι Πατέρες, μάλιστα, ἰσχυρίζονται ὅτι, ὅσοι δέν ἔχουν «πρόγευση» τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτή τή ζωή, στήν ἄλλη θά Τόν γνωρίσουν ὡς Πῦρ καί ὡς Σκότος! Ὡστόσο, στόν Παράδεισο δέν μετέχουν μόνο ὅσοι βλέπουν ἐδῶ τόν Θεό, ἀλλά καί ὅσοι ἀγωνίζονται νά παραμένουν ἑνωμένοι μαζί Του, ἀπολαμβάνοντας ἤδη ἔμμεσα τά ἀγαθά τοῦ Παραδείσου ἤ τούς «καρπούς» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο, πού εἶναι «ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. 5, 22-23).
Πρώτη καί Ἔσχατη Κρίση
Ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ὁμιλοῦν γιά δύο κρίσεις τοῦ Θεοῦ: α) τήν πρώτη, μερική καί προσωπική κρίση, πού γίνεται μετά τόν σωματικό θάνατο ἑκάστου καί β) τήν Ἔσχατη, γενική καί κοινή Κρίση ὅλων τῶν ἀνθρώπων, πού θά γίνει στή Δευτέρα καί «ἐν Δόξῃ» Παρουσία τοῦ Κυρίου.
Ὄντως, ἡ Ἁγία Γραφή διαβεβαιώνει ὅτι «τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν, μετά δέ τοῦτο κρίσις» (Ἑβρ. 10,27). Μιά πρώτη κρίση γίνεται εὐθύς μετά τόν θάνατο κάθε ἀνθρώπου. Ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας δέχεται τήν ἀλήθεια γιά τον «τελωνισμό τῶν ψυχῶν», κατά τήν ὁποία, ἄν φανταστοῦμε τήν πορεία τῆς ψυχῆς πρός τόν Θεό μετά τήν ἔξοδό της ἀπό τό σῶμα σάν μιά σκάλα ἤ σάν μιά ἄνοδο, σέ κάθε βαθμίδα αὐτῆς τῆς σκάλας ἤ σέ κάθε σταθμό τῆς πορείας ὑπάρχουν ὁμάδες δαιμόνων, πού διεκδικοῦν τήν ψυχή, ὑπενθυμίζοντας τίς ἁμαρτίες της. Ἡ ψυχή συνοδεύεται ἀπό Ἀγγέλους, πού προβάλλουν τίς ἀρετές της, ἄν ὅμως οἱ ἁμαρτίες εἶναι πολλές καί μεγάλες, καταλαμβάνεται ἀπό τούς δαίμονες καί κολάζεται. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ψυχή μετά τόν θάνατο ἔχει μιά πρώτη ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, τόν Ὁποῖο βλέπει εἴτε ὡς Παράδεισο, εἴτε ὡς Κόλαση. Στήν κατάσταση αὐτή ἡ ἴδια ἡ ψυχή δέν μπορεῖ νά ὠφελήσει τόν ἑαυτό της, μπορεῖ ὅμως, νά ὠφεληθεῖ ἀπό τίς ἐνέργειες τῶν ἄλλων: ἀπό τίς προσευχές καί τίς ἀγαθοεργεῖες τῶν οἰκείων, τῶν συγγενῶν καί τῶν φίλων, ἰδιαίτερα δέ ἀπό τίς ἐνέργειες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως οἱ Λειτουργίες καί τά Μνημόσυνα. Ἡ ὠφέλεια αὐτή ἤ ἡ βελτίωση τῆς κατάστασης τῆς ψυχῆς ἀφορᾶ τόσο στούς σεσωσμένους, ὅσο καί στούς κολασμένους, γι’ αὐτό ἡ πρώτη κρίση δέν εἶναι ὁριστική καί ἀμετάκλιτη. Ἡ δυτική παράδοση ἀποκαλεῖ τήν κατάσταση αὐτή «μέση κατάσταση τῶν ψυχῶν», ἔκφραση πού ἔχει γίνει ἀποδεκτή καί ἀπό Ὀρθοδόξους, χωρίς νά ἀποτελεῖ σφάλμα.
Κατά τήν διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου ἡ Ἔσχατη Κρίση θά γίνει στή Δευτέρα καί ἔνδοξη Παρουσία Του (Ματθ. 25, 31-46). Ἡ Κρίση αὐτή θά εἶναι ὁριστική καί ἀμετάκλητη: δέν θά ὑπάρχουν πλέον οἱ εὐχές τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε οἱ ἐνέργειες τῶν ἄλλων. Θά προηγηθεῖ ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, δηλ. ἡ ἀνασύσταση τῶν σωμάτων καί ἡ ἕνωση κάθε ψυχῆς μέ τό σῶμά της, σύμφωνα μέ τό ὅραμα τοῦ προφήτη Ἰεζεκιήλ (Ἰεζ. 37, 1-10). Τά σώματα θά εἶναι μεταλλαγμένα, δηλ. ἀπαλλαγμένα ἀπό τή φθορά καί ἀπό τά λεγόμενα «ἀδιάβλητα πάθη» (πεῖνα, δίψα κ.λπ.). Ἡ Ἔσχατη Κρίση δέν θά διαφέρει οὐσιαστικά ἀπό τήν πρώτη, ἀφοῦ οἱ σεσωσμένοι θά παραμείνουν σεσωσμένοι καί οἱ κολασμένοι θά παραμείνουν κολασμένοι. Ἡ κατ’ ἐξοχήν διαφορά της εἶναι ὅτι οἱ μέν σεσωσμένοι θά ἀπολαμβάνουν τά ἀγαθά τοῦ Παραδείσου μαζί μέ τό σῶμά τους, οἱ δέ κολασμένοι θά ὑφίστανται τά δεινά τῆς Κολάσεως μαζί μέ τό σῶμά τους. Τό ἀναπλασμένο σῶμα θά συμμετέχει στόν ἐν Χριστῷ δοξασμό ἤ στόν κολασμό, ὅπως μετεῖχε στίς ἀρετές ἤ στίς κακίες στήν ἐδῶ ζωή. Ὁ ἄνθρωπος θά ἀποκατασταθεῖ στήν πληρότητά του, ὡς ψυχή καί σῶμα, ὁ δέ θάνατος θά καταργηθεῖ ὁριστικά καί ἀμετάκλητα: «ἔσχατος ἐχθρός καταργεῖται ὁ θάνατος» (Α΄ Κορ. 15,26)!
Ἱερεύς Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας