Menu
RSS
Κυριακή, 24/11/2024
kalimera-arkadia logo
kalimera Arkadia Facebook pageKalimera Arkadia TwitterKalimera Arkadia YouTube channel
ΚΤΕΛ Αρκαδίας
anakem728x90

"Τα Μαγούλιανα" | Να γυρνάγαμε τα καλοκαίρια πίσω

"Τα Μαγούλιανα" | Να γυρνάγαμε τα καλοκαίρια πίσω

Του Βασίλη Πετρόπουλου - Από την εφημερίδα "Τα Μαγούλιανα"

(Στην κεντρική φωτογραφία - Στιγμές ανασύνταξης. Από αριστερά Βασίλης Πετρόπουλος, Μηνάς Μαραγκός, Δημήτρης Γόντικας, Θανάσης Παπακονδύλης, Θοδωρής Παπακονδύλης, Ανδρέας Λυμπερόπουλος , Ιωάννης Πετρόπουλος)

Μήνας Ιούνιος και η πρώτη μας
σκέψη είναι να τελειώσουν τα σχολεία για να πάμε επιτέλους στο χωριό. Καθώς ευρέως γνωστό ότι η
μόνη μας έννοια όλο το χρόνο ήταν
να φτάσουν αυτές οι πολυπόθητες
μέρες του καλοκαιριού να ειδωθούμε μεταξύ μας, να ανταλλάξουμε τα
νέα μας και φυσικά να παίξουμε.
Να τονίσωσε αυτό το σημείο ότι τότε
δεν είχαμε ούτε καν κινητά (μιλάμε
για εποχή 90) άλλοι μένανε Αθήνα
άλλοι Τρίπολη άλλοι Βυτίνα αλλά
όλο το χρόνο δεν είχαμε επικοινωνία,
τουλάχιστον φυσική, κυρίως πνευματική γιατί πάντα είχαμε να εξιστορούμε τις περιπέτειες μας και
θα θυμόμαστε ο ένας τον άλλον
μέσα από αυτές.
Το σχολείο τελείωσε και επίσημα
ξεκινάει το καλοκαίρι… αυτό σήμαινε τρεις ολόκληρους μήνες ξεγνοιασιάς και ατελείωτου παιχνιδιού.
Τα καλά νέα καταφτάνουν γρήγορα
«Την Δευτέρα θα πάμε στο χωριό»
μας ανακοινώνει η Γιαννίτσα (μάνα
μου Ιωάννα Μπέττα) και κατευθείαν
το χαμόγελο φτάνει στα αφτιά. Έτσι
με το σύνθημα ξεκίναγε το πιο όμορφο ταξίδι, δεν μας ένοιαζε τι θα πάρουμε κοντά ούτε ρούχα ούτε τίποτα, μία αλλαξιά μία μπάλα το πολύ και
αυτό ήταν. Ξαναφάνουμε στο Σπαρτέα και η πρώτη όψη του χωριού μας
πλημμυρίζει από συναισθήματα και
η ανυπομονησία να κατέβουμε από
το αμάξι είναι απερίγραπτη.
Τα πρωινά στο χωριό ήταν
πολύ…πρωινά. Η κυρά Γιαννού (γιαγιά μου Βασιλική Μπέττα) έχει σηκωθεί ήδη από νωρίς και έχει ξεκινήσει τις καθημερινές δουλείες της
ενώ ξαφνικά ο ήχος του κλαρίνου
ηχεί στα αφτιά μου. Αυτό σημαίνει
πως έφτασε ο Στάθης ο μάναβης, σημείο συγκέντρωσης για τις νοικοκυράδες του χωριού. Η μέρα αρχίζει με
εμένα καθώς απ όλα τα παιδιά πάντα ξύπναγα πιο νωρίς, ευκαιρία να ξυπνήσω τους άλλους. Από κάτω στη
γειτονία έχουν καταφτάσει του Λεβεντία τα εγγόνια (Θοδωρής καιΘανάσης Παπακονδύλης) η πρώτη συνάντηση της χρονιάς. Κατηφορίζοντας, πρώτη στάση καλημερίζω τον
συγχωρεμένο Παναγιώτη Παπακονδύλη, τον κυρ Παναγιώτη τον θαυμάζαμε πάρα πολύ γιατί μας έφτιαχνε αστείες χειροτεχνίες και παρόλο
που ήταν μεγαλόσωμος δεν το φοβόμασταν αλλά μας έκανε και πλάκες μάλιστα. Η κυρά Γιωργία (Γεωργία Ανδριανάκη σύζυγος Ιωάννη Παπακονδύλη) απλώνει τα ρούχα, με
μία φωνή «μέσα είναι πήγαινε ξύπνα
τα» προχωρώνα συναντήσωτουςφίλους μου που θα περάσωτο όλο καλοκαίρι.Πειράγματα και γέλια δεν λείπουν και αμέσως ετοιμάζονται για να
συνεχίσουμε. Δεύτερη στάση στο
Τζιμόπουλο (Δημήτρης Γόντικας)
στο δρόμο ο μπαρμπαΓιώργη ο Λαμπούσης με ρωτά αν ξύπνησε ο Μπέττας για να πάνε να πιούνε καφέ στο
πλάτανο. Μια ζωή μαζί από το σχολείο, στις δυσκολίες της Αθήνας μέχρι τα γεράματα θυμάμαι πάντα να
μου λέει ο γέρος μου ιστορίες μαζί
του αλλά και να επικοινωνούν τακτικά στο τηλέφωνο. Λίγο παρακάτω
πριν τον προορισμό μας η Φιλιώ τυροκομάει. Όπως πάντα μας καλημερίζει με αυτό το χαμόγελο στα χείλη
που ξέρει ότι είμαστε έτοιμοι για
σκανταλιές αλλά μας χαίρεται. Μπαίνοντας στο σπίτι του Τζίμη βρίσκουμε κάτι κρουασάν σοκολάτα,
στο χωρίο ήταν είδος πολυτελείας,
βουτάμε ένα ο καθένας και ξυπνάμε
τονΔημήτρη για να συνεχίσουμε. Επιστροφή στη γειτονιά όπου καταφτάνει και ο Γιάγκος (αδερφός μου
Γιάννης Πετρόπουλος) και είμαστε
έτοιμοι να ξεκινήσουμε το παιχνίδι.
Παραδίπλα οι Κολλιαίοι έχουν φέρει
κούτσουρα για τον χειμώνα, η φαντασία μας οργιάζει και αμέσως ανεβαίνουμε πάνωτους και φτιάχνουμε
ένα καράβι, θα μου πείτε καράβι
στο βουνό πως το σκεφτήκατε, ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται. Θα
ακουστεί περίεργο αλλά ψάρια μάς
έμαθε ο Κωστής (Κωνσταντίνος Κόλλιας) να τρώμε, μας μάζευε θυμάμαι
μικρά γύρω του έπαιρνε ένα γαυράκι που είχεφτιάξει η Ασημούλα αφού
μια φορά την εβδομάδα πέρναγε
ψαράς από το χωριό, και με μιας
άνοιγε το στόμα του και το έτρωγε
ολόκληρο χωρίς να βγάζει την ραχοκοκαλιά και με αυτό το γεγονός
ήταν η πρώτη μας επαφή με την
θάλασσα τότε. Η συνέχεια έχει μπάλα και θα πω μπάλα γιατί δεν παίζαμε ποδόσφαιρο αλλά περισσότερο
κυνηγάγαμε την μπάλα αφού με ένα
απλό σουτ η μπάλα έπαιρνε τον κατήφορο και ο μόνιμος και μοναδικός
διαπληκτισμός που είχαμε ήταν ποιος θα πάει να την πιάσει. Το χειρότερο σενάριο ήταν να φτάσει στο Νιχώρι και το καλύτερο να κουρνιάσει
σε καμία τσικουνίδα του Φούκα, με
λίγα λόγια το ρέμα το ανεβοκατεβαίναμε καθημερινώς και οι τσικουνίδες και το ξύδι είχαν γίνει φίλοι μας.
Κάπου κάπου θυμάμαι τον μπάρμπα
μου τον Παπούλια να μας φωνάζει
για καμία «εξυπηρέτηση» με αντάλλαγμα να μας φτιάξει σφεντόνες κι
εμείς τρέχαμε κατευθείαν.
Εδώ να τονίσω πως αν για μας ο
μόνος διαπληκτισμός ήταν η μπάλα,
για την μεγαλύτερη ηλικία ήταν το
νερό και τα καρύδια. Ποια νοικοκυρά θα ποτίσει και πότε ήταν θέμα μείζονος σημασίας και κάποιεςφόρες τα
πράγματα «χόντρεναν». Αντίστοιχα
το φθινόπωρο υπήρχε μια διάχυτη
καχυποψία για το μάζεμα των καρυδιών. Αναζητώντας υλικό για παιχνίδι το ενδιαφέρον μας τράβαγαν τα
πράσινα χλωρά καρύδια, δεν θα ξεχάσω μια γυναικεία φωνή να ακούγεται κάθε χρόνο από ένα μπαλκόνι λέγοντας δυνατά: «μην κόβουτε τα
καρύδια ρεειι!».
Τα μεσημέρια μας τα περνάγαμε
όπου υπήρχε φαγητό, ναι, όπου μας
τάιζαν καθόμασταν και πάντα όλοι
μαζί μια παρέα.Θυμάμαι γεύσεις, θυμάμαι τις τηγανίτες της θείας μου της
Γιωτούλας που την είχαμε σαν την
μεγάλη μας φίλη. Μας δελέαζε κάθε
φορά με ζελεδάκια και πως αν ήμασταν καλά παιδιά θα μας πήγαινε για
καβούρια στην στρατελίτσα κι εμείς
τρελαινόμασταν. Θυμάμαι τα τηγανόψωμα της γιαγιάς της Βάσως με
φέτα χωριάτικη για πρωινό, τα αυγά
τα χωριάτικα που μας έφτιαχνε η
Ασημούλα και ξελιγουριάζαμε όλα
τα «παλιόπαιδα».
Νωρίς το απόγευμα υπήρχε κάπου μια παύση για ξεκούραση για
τους άλλους, για μένα ήταν η ευκαιρία του Μπέττα να κάνουμε δουλειές για το σπίτι, όπως έλεγε. Από μικρό παιδί θυμάμαι το περιβόλι που
είχαμε στου «Γαλάνη»· τότε μου
φαινόταν απίστευτη αγγαρεία, να το
σκάψουμε, να το σπείρουμε, να το
ποτίσουμε. Τώρα καταλαβαίνω τα
μαθήματα που μου πέρναγε μέσα
από αυτό ο γέρος μου.
Μόλις πάρουν δυνάμεις και οι
υπόλοιποι να σου ξαναφένουν σιγά
σιγά. Το παιχνίδι συνεχίζεται με κρυφτό –Ποιός τα φυλάει; - Ο μικρότερος, Θανάση ξεκίνα. Ώρες ατελείωτες διαρκούσε δεν υπήρχαν όρια
και οι κρυψώνες πάρα πολλές.
-Βαρεθήκαμε!
-Πάμε για μπάσκετ στο σχολείο!
Βέβαια δεν ήταν ακριβώς μπάσκετ, μιας και δεν μπορούσες να χτυπήσεις την μπάλα κάτω τόσο εύκολα, αφού το τσιμέντο ξέρναγε συνεχώς χαλίκια και η μπάλα βρισκόταν κατευθείαν στην καρυδιά ακριβώς από κάτω, για την ακρίβεια στις
τσικουνίδες όπως λέγαμε. Νυχτώνει
και μια μακρινή φωνή μάς παίρνει
ξαφνικά το μυαλό από το παιχνίδι.
Ακούμε τα ονόματα μας… το σύνθημα για να γυρίσουμε σπίτι. «Πέντε λεπτά ακόμα», λέω στα παιδιά,
«προλαβαίνουμε».
Τον δεκαπενταύγουστο κατέβαιναν και άλλα παιδιά όπως ο Γιάννης ο Λαμπούσης ο οποίος ήταν η
χαρά μας καθώς τότε είχαν πρωτοβγεί οι κονσόλες αλλά εμείς είχαμε
μια κασέτα που παίζαμε κάθε μέρα,
ο Γιάννης είχε μία σακούλα κασέτες
έτσι είχαμε όλοι να παίζουμε από μια·
φανταστείτε χαρά για τότε! Ακόμα
έρχονταν ο ξάδερφος του Γιάννη ο
Τέλης Λαμπούσης, ο Βύρωνας Ανδρεαδάκης, ο Μάριος Καίσαρης, τα
εγγόνια της Ασήμως Μηνάς Μαραγκός και Νίκος Κότσικας και η
αλήθεια είναι πως ήμασταν αγοροπαρέα στη γειτονία όπως καταλαβαίνετε.
Αυτό που θα μου μείνει από τα
καλοκαίρια στο χωριό είναι ότι όλα
τα σπίτια ήταν ανοιχτά, άνθρωποιφιλόξενοι, ταλαιπωρημένοι, αλλά πάντα με το χαμόγελο να μας προϋπαντήσουν, να μας ορμηνέψουν, να
μας δείξουν τη δικιά τους αγάπη καθένας με τον δικό του τρόπο. Αισθανόμασταν σαν μια μεγάλη οικογένεια χωρίς να ξεσυνερίζεται ο
ένας τον άλλον. Άλλωστε φάνηκε
μέσα στο πέρασμα του χρόνου όπου
αναπτύχθηκαν σχέσεις δυνατές,
αδερφικές φιλίες, κουμπαριές. Ήταν
ξεκάθαρο πως θα κρατήσουν για
πάντα!
Κλείνοντας θα ήθελα να εστιάσω
στο γεγονός πως τότε δεν είχαμε
πολλά, αλλά ξέραμε να περνάμε
καλά, αγνά και αληθινά και να παροτρύνω την νέα γενιά παραδίδοντας την σκυτάλη να επιδιώκουν σχέσεις με τους συμπατριώτες μας καθώς το χωριό είναι ο συνδετικός
μας κρίκο. Αλλά και ότι είναι η σειρά
σας να γράψετε την δικιά σας ιστορία με το δικό σας αποτύπωμα, που
είμαι σίγουρος ότι θα την θυμάστε
κάποτε με νοσταλγία, χαρά και περηφάνια.
Ευχαριστώ την οικογένειά μου,
τουςφίλους και όλη την γειτονιά, που
μου χάρισαν τις πιο όμορφες παιδικές αναμνήσεις που θα μπορούσα να
έχω!

magouliana2

Περιμένοντας τοσινιάλογιαναπάρουνφωτιάτακουτάλια.Αποαριστερά: ΙωάννηςΠετρόπουλος, Γιάννης Λαμπούσης,ΘοδωρήςΠαπακονδύλης, Δημήτρης Γόντικας,Θανάσης Παπακονδύλης. Βυρωνας Ανδρεαδάκης Μάριος Καίσαρης, Βασίλης Πετρόπουλος Τέλης Λαμπούσης.

Προσθήκη σχολίου

Επιστροφή στην κορυφή

Διαβάστε επίσης...