Menu
RSS
Σάββατο, 23/11/2024
kalimera-arkadia logo
kalimera Arkadia Facebook pageKalimera Arkadia TwitterKalimera Arkadia YouTube channel
ΚΤΕΛ Αρκαδίας
anakem728x90

Ο Νίκος Δελφάκης για το βιβλίο "Καταός" του Χριστόφορου Νικολάου

Ο Νίκος Δελφάκης για το βιβλίο "Καταός" του Χριστόφορου Νικολάου

ΚΑΤΑΟΣ (Διηγήματα του Χριστόφορου ΝΙΚΟΛΑΟΥ)

(Τρίπολη – ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ 7/10/2024 , Νίκος Δελφάκης).

Ι. Με τον Χριστόφορο Νικολάου δεν είχαμε κάποια ιδιαίτερη φιλία, ένα γειά, μια καλησπέρα, αν τύχαινε και συναντιόμασταν στο δρόμο. Ούτε γνώριζα πως επιδίδεται στη συγγραφή. Όμως, το φέισμπουκ,  όπως και τα άλλα κοινωνικά δίκτυα, έχουν και τις καλές τους πλευρές. Πριν τρία (3) χρόνια, διαβάζω μια μέρα, ανάρτηση του Χριστόφορου, που είχε δημοσιεύσει αυτούσιο διήγημά του που υπάρχει,  ανάμεσα στα άλλα, στο βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα. ΄Εμεινα κατάπληκτος. Σαν απρόσμενο στην αρχή. ΄Ενας «καθημερινός» άνθρωπος που υπάρχει, ζει  δίπλα μας, μπορεί να γράφει τόσο όμορφα; Και πώς δεν έχει αναδειχθεί; Πώς δεν το γνωρίζουμε; Αλλά, σκέφτηκα αμέσως, σάματις είναι η 1η  φορά; Πολλές οι περιπτώσεις ανθρώπων της   διπλανής μας πόρτας, που έχουν ταλέντο και εξαιρετικές επιδόσεις σε διάφορους τομείς και δεν το γνωρίζουμε. Μιας και δεν μετέχουν σ’  αυτό το δημόσιο πατιρντί που γίνεται με τη συνεχή έκθεση και προβολή στα ΜΜΕ. Εν πάση περιπτώσει εκτός από το λάικ που αμέσως χτύπησα,  του έδωσα δημόσια συγχαρητήρια.  

Μετά λίγο διάστημα, με τον ίδιο τρόπο, διάβασα κι άλλο διήγημα και πείστηκα: Εδώ έχουμε να κάνουμε με συγγραφέα και όχι με έναν που γράφει ερασιτεχνικά, ας πούμε, έτσι για την ικανοποίησή του. 

Ωστε,  όταν έπεσε στα χέρια μου,  το παρόν βιβλίο, ρούφηξα γρήγορα και αρκετές φορές, τον  ΚΑΤΑΟ!, Τι λέξη κι αυτή στον τίτλο!!, παντελώς άγνωστη σε όλη την Ελλάδα, σχεδόν. ΄Ετυχε να  την έχω ακούσει πριν λίγα χρόνια από καταγόμενο από την ίδια περιοχή με τον Χριστόφορο, που την έλεγε σαν να ήταν πασίγνωστη. Είχα ανατρέξει σε έντυπα λεξικά, δεν την βρήκα πουθενά. Ανέτρεξα και στο διαδίκτυο και τη συνάντησα μόνο σε ένα ηλεκτρονικό λεξικό με παλιές λέξεις από τη Μυγδαλιά (Γλανιτσιά) Γορτυνίας, αλλά κατάλαβα ότι πρόκειται για ξεχασμένη λέξη, που είχε χαθεί η χρήση της. Είχε και στη Μυγδαλιά την ίδια σημασία που αναφέρει ο Χριστόφορος:  Η αύρα, ο αέρας,  που κατεβαίνει από το βουνό. Όμως, θα προσέθετα εγώ, πως αντιλαμβάνομαι ότι είναι  η συγκεκριμένη αύρα, που έρχεται από το συγκεκριμένο βουνό, τον Μαλεβό, που για να είναι τόσο οικεία στον τοπικό πληθυσμό, μου φαίνεται ότι δεν είναι μόνο ο αέρας, αλλά ο αέρας που φέρνει μαζί, εκτός από τη δροσιά, και μυρωδιές κάθε εποχής, κυρίως από τις καστανιές, ίσως και  από τα άλλα δέντρα, το τσάι, τα αγριολούλουδα, αφού όταν την πρωτάκουσα από την περιοχή της Ωριάς, μου είπαν: «κοίτα πως μυρίζει ο καταός»! και όχι «κοίτα πως φυσάει ο καταός».

Θέλω να εκφράσω την ευαρέσκειά μου προς το ΛΙΟΤΡΙΒΙ και την Πάνυ Σαράφη, που ανέλαβε την έκδοση διηγημάτων ενός «άδοξου» συγγραφέα, κι έρχεται στο νου ένας άλλος συμπατριώτης μας, ο Καρυωτάκης, με το ποίημα «μπαλάντα στους άδοξους ποιητές». Μακάρι η ύπαρξη και λειτουργία του εκδοτικού αυτού οίκου να δώσει την ευκαιρία και σε άλλους πολλούς να γίνει γνωστό το έργο τους και πιστέψτε με, κάποιοι, δεν θα είναι πια καθόλου άδοξοι.

ΙΙ. Προτείνω απερίφραστα να διαβάσει κανείς το βιβλίο. Σ’  αυτό ξεχειλίζει  η συγκίνηση, το συναίσθημα, η αγάπη για τον τόπο καταγωγής και τους ανθρώπους του. Ιστορίες μικρές για απλά καθημερινά γεγονότα και «ταπεινούς» ανθρώπους. Μα … θα μου πεις: Για τέτοιες αναφορές,  χρειαζόμαστε συγγραφέα;, δεν θα μπορούσε κάθε άνθρωπος να τις διηγηθεί; Εδώ ακριβώς έρχεται ο ρόλος του λογοτέχνη! Και ο Χριστόφορος είναι λογοτέχνης! Με τρόπο άμεσο και προσιτό, αλλά και με καλλιέπεια και λογοτεχνικό ταλέντο, έτσι που ο αναγνώστης εντυπωσιάζεται και από την γραφή αυτή καθαυτή και θέλει έντονα να συνεχίσει την ανάγνωση. Η γλώσσα του απλή, γλαφυρή, ρωμαλέα αλλά και ποιητική. Άριστη χρήση της ντοπιολαλιάς των προγόνων του, που σηματοδοτούσε έννοιες οι οποίες δεν αποδίδονται με τη σημερινή καθομιλουμένη. Η δομή των κειμένων του εντυπωσιάζει. Λέξεις, τελείες και κόμματα, παράγραφοι, καλοζυγιασμένα και πολυδουλεμένα. Θέλω να πω ότι δεν πρόκειται για κείμενα που γράφτηκαν μέσα σε λίγες ώρες λόγω ευχέρειας του συγγραφέα. Αλλά κείμενα που δείχνουν τον μεγάλο μόχθο και τις πολλές ώρες που αφιέρωσε, για να πάρουν την τελική τους μορφή, έτσι όπως πρέπει να κάνει κάθε άξιος τεχνίτης.

ΙΙΙ. Τα θέματα: Η ζωή στα Καστριτοχώρια, ο Χριστόφορος είναι από την Περδικόβρυση,  των δεκαετιών, κυρίως,  του 1950,60,70 (παρόμοια φυσικά ήταν σε όλη σχεδόν την ορεινή Ελλάδα), οι απίστευτες δυσκολίες της, οι έγνοιες των ανθρώπων, οι συνήθειές τους. Ο συγγραφέας είναι ο ανατόμος της καθημερινής ζωής, ο γυρολόγος που τρυπώνει στα στενά και στις αυλές συγχωριανών και συγγενών. Κουβεντιάζει, με το χώμα, το νερό, τον αέρα, τον ήλιο και το φεγγάρι, τα φυτά και τα ζώα, τους δίνει λόγο και αίσθημα. Θα μπορούσε ασφαλώς, συνειδητά δεν το πράττει, να γράψει ας πούμε, για υπερανθρώπους, με πάθη, συγκρούσεις, μεγάλες ιδέες και τραγικούς έρωτες, που οδηγούν σε φόνους ή αυτοκτονίες, όπως συνηθίζεται σε κάποια μυθιστορήματα. Προτιμά τον περίγυρο που έζησε από μικρό παιδί. Και όχι μόνο δεν νιώθει μειονεκτικά, αλλά είναι υπερήφανος και ευγνώμων, για τα όσα του έδωσαν και τον διαμόρφωσαν. Νιώθει την υποχρέωση να δώσει κι αυτός ένα αντίδωρο. Και ως τέτοιο έχει μόνο αυτά ακριβώς που γράφει. Που είναι ένας ύμνος για τον τόπο του.  

Εν αρχή, λοιπόν,  είναι ο τόπος. Φτωχικός και άγονος, δεν επιτρέπει ούτε εκτεταμένες καλλιέργειες, ούτε μεγάλες κτηνοτροφικές ζώνες. Κι όμως έζησαν για εκατοντάδες χρόνια, γενιές και γενιές. Βασισμένοι στην «οικονομία του οίκου», όπως λέγεται. Περιορισμένη έκταση για σιτάρι στο Ξηροκάμπι, 7-8, μόλις,  ζωντανά, για λίγο γάλα και τραχανά, μερικές μηλιές, μικρό αμπέλι,  μία – δύο συκιές, κάποια λιόδεντρα. Ισα -  ίσα δηλ. για τις ετήσιες ανάγκες κάθε μιας οικογένειας, κι αυτές απολύτως περιορισμένες.   Τα βουνά και οι λόφοι, τα ποτάμια και τα ρυάκια, τα κτήματα και τα χωράφια, οι θέσεις τους και τα τοπωνύμια.  Πρώτη θέση έχει ο επιβλητικός Μαλεβός, που δεσπόζει στην περιοχή. Ακολουθεί ο ποταμός Τάνος, κι έπειτα  δεκάδες άλλες θέσεις και τοπωνύμια. Μια γεύση από το τελευταίο διήγημα «Χινοπωρινό φτερούγισμα». Ο συγγραφέας, τώρα, στα τελευταία χρόνια, περιτριγυρίζει στα τέλη του Οκτώβρη τον τόπο, παλιές θύμησες και πρόσφατες εικόνες, ανακατεύονται στο μυαλό. (Ανάγνωσμα 1ο).

Ο Χριστόφορος, εκεί που νομίζεις κάποιες στιγμές ότι θα υποπέσει σ’ ένα κλασικό λάθος που εμφανίζεται σε όσους αναφέρονται με αγάπη και νοσταλγία στο παρελθόν, δηλ. να εξωραΐζουν εκείνο και την τάχα απλή και ανέμελη ζωή που υπήρχε κάποτε, σε αντίθεση με το σκληρό παρόν, εν τέλει περίτεχνα το αποφεύγει. Δεν κρύβει καθόλου τα πενιχρά οικονομικά μέσα του κόσμου, το πολύωρο περπάτημα για να φτάσουν τα παιδιά στο σχολείο που ήταν στον ΑγιοΝικόλα – σημερινό Καστρί, την λειψή υγειονομική φροντίδα, τον ξενιτεμό, τόσες και τόσες άλλες αντιξοότητες.  Όμως, αφήνει να εννοηθεί, ότι αυτά τα δύσκολα, παράλληλα,  όξυναν τον νου, ανέπτυσσαν τις δεξιότητες, και κυρίως είχαν ως  αποτέλεσμα να αναλαμβάνει από μικρός κανείς σημαντικές υπευθυνότητες.

Δεν μπορεί φυσικά να γίνει σήμερα ειδική αναφορά σε όλα τα διηγήματα, αλλά επέλεξα τρία απ’  αυτά, με πρώτο τον εξαιρετικό ΘΕΡΟ. Αν τύχει κι ακούσουν σήμερα οι νέοι μας τη φράση «θέρος, τρύγος, πόλεμος», θα αναρωτηθούν τι σημαίνει! Ας δούμε λίγο:   Ο Πατέρας, η μάνα, ο μεγαλύτερος αδελφός περίπου 15 ετών και το δώδεκα περίπου χρονών παιδί - ο ίδιος ο συγγραφέας δηλ.,  φτάνουν με τα δρεπάνια, τα δύο μουλάρια, το δοχείο με το νερό για να ξεδιψάνε, και όποια άλλα σύνεργα, στο έτοιμο για θερισμό χωράφι τους, για το ψωμί της χρονιάς. Που απείχε όμως από το χωριό τουλάχιστον μιάμιση ώρα. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη, αλλά υπολόγισαν πως αν δώσουν όλες τους τις δυνάμεις, θα τελείωναν μέχρι αργά το δείλι, ώστε να μην χρειαστεί να πάνε και την επομένη μέρα. Μέχρι το μεσημέρι, όμως, τελείωσε το νερό και ακόμα έπρεπε να φύγει το 1ο  φορτίο δεμάτια  πάνω στα δύο μουλάρια και να φτάσει στο χωριό, στο αλώνι, ώστε πριν νυχτώσει, τελειώνοντας,  να μεταφέρουν και το 2ο φορτίο. (Ανάγνωσμα 2ο).

Μεγάλη πια η αυτοπεποίθηση του μικρού παιδιού,  καθώς τα είχε καταφέρει με τη μεταφορά του 1ου  φορτίου και με ικανοποίηση σκεπτόταν: «θα φτάσω και νωρίτερα από την ώρα που με περιμένουνε, να τους πάω σύντομα και το νερό,  που θάχουνε σκάσει». Μόνο που σε κείνον τον κακοτράχαλο δρόμο, το γυάλινο δοχείο με το νερό έσπασε, όποιος έχει δει το ταρακούνημα που γίνεται στο σώμα και στο σαμάρι του τετράποδου σε τέτοιους δρόμους καταλαβαίνει. Το νερό χύθηκε και ο μικρός  αγωγιάτης δεν είχε πάρει χαμπάρι (Ανάγνωσμα 3ο ).   

ΙV.  Ένα άλλο προσόν του βιβλίου είναι ότι δεν περιορίζει τις μικρές και καθημερινές Ιστορίες, σε μια ανώδυνη λαογραφική αφήγηση, αλλά με τρόπο υπαινικτικό, πλην όμως με σαφήνεια,   περνούν από τις σελίδες του κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας του τόπου. Τα τελευταία χρόνια ευτυχώς, επιτέλους, αναπτύσσεται και προβάλλεται αυτό που αποκαλείται «μικρή ιστορία». Αυτή, δηλ.,  που αποτυπώνεται ως μαρτυρία από τους ίδιους τους ανθρώπους που υπάρχουν και δρουν στην εποχή που αναφέρονται, που ζουν κυριολεκτικά στο πετσί τους τα γεγονότα. Πρωταγωνιστές σε κείνες τις μικρές ή μεγαλύτερες περιπέτειες που δείχνουν την τραγική πορεία του ανθρώπου, τον πόνο του, την αγωνία του, την απορία του. Εξηγούμαι: Διαβάζει κανείς σε ιστορικά βιβλία, ας πούμε, «κατά τον πόλεμο της Αλβανίας σκοτώθηκαν 14.000, οπλίτες και αξιωματικοί», ή «κατά την κατοχή πέθαναν από την πείνα περίπου 100.000 άνθρωποι κλπ». Νομίζω ότι δεν αποκτά κανείς μας, με παράθεση  τέτοιων ξερών αριθμών, συνείδηση της έκτασης του δράματος και των γεγονότων, που αποκτά από τις διηγήσεις ανθρώπων που τα έζησαν, με παραδείγματα από τους ίδιους, ή τα μέλη της οικογενείας τους, ή τους  συγχωριανούς τους.   

Ένα τέτοιο διήγημα είναι «η Τασία». Στο παράλιο Αστρος κοντά στη θάλασσα υπάρχει η θέση «στους Ιταλούς», έτσι την έχω ακούσει και όχι «οι Ιταλοί».  Υποθέτω, μη έχοντας άλλες ασφαλείς πληροφορίες - ορισμένες μάλιστα που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο είναι σίγουρα εσφαλμένες,  ότι πρόκειται για την περίοδο, κατά την κατοχή,  της συνθηκολόγησης της Ιταλίας, όταν οι Γερμανοί τους κυνήγησαν ανελέητα (Κάποιοι ίσως γνωρίζουμε το βιβλίο, αλλά περισσότεροι την ταινία:  «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι», για την εκτέλεση χιλιάδων Ιταλών από τους Γερμανούς στην Κεφαλονιά). Στο παράλιο ΄Αστρος υπήρχε Ιταλική φρουρά. Τους πιάσανε τους Ιταλούς, και αφού τους βάλανε να σκάψουν λάκκο, τους ντουφέκισαν και τους έριξαν μέσα. Ετσι η θέση πήρε το τοπωνύμιο «στους Ιταλούς». Λέει η αφηγήτρια: Μπορεί, να πληρώσανε κι αυτοί για όσα είχαν κάνει, όπως τον φόνο της Τασίας Μπισμπή από τον ΑγιοΝικόλα. Αυτή είχε κατέβει για μεροκάματα στις ελιές, ήταν πανέμορφη και την λιμπίστηκαν οι Ιταλοί, δεν ενέδωσε και την σκότωσαν (Ανάγνωσμα 4ο).  

Αλλά και με την οδυνηρή εμπειρία του εμφυλίου πολέμου, καταπιάνεται ο Χριστόφορος. Με τρόπο εντυπωσιακό, σχεδόν μαεστρικό, χωρίς καν να αναφέρει για ποια δεκαετία πρόκειται, χωρίς να κατονομάζει σε ποια πλευρά ανήκε ο όμηρος, μόνο εμμέσως προκύπτει. Στο διήγημα ΤΟ ΑΛΟΓΟ, ο συλληφθείς, ο Πέτρος,  δεν έχει αμφιβολία για την τύχη του, ο θάνατος  θα είναι. Οδηγείται στο προαύλιο ενός σχολείου, που συνεδρίαζε, ας πούμε, κάτι σαν Δικαστήριο. Εκεί συναντάται το βλέμμα του Πέτρου, με το βλέμμα ενός δεμένου στη μουριά, πανέμορφου αλόγου, το οποίο τον κοιτάζει με άπειρη πονετική αγάπη και σαν να ήταν άνθρωπος, αντιλαμβάνεται την τραγική θέση του αιχμαλώτου και με το βλέμμα του, σαν να θέλει να του απαλύνει λίγο τις μαύρες σκέψεις. Ο Πέτρος, σχεδόν δεν δίνει καμία σημασία στο αυτόκλητο Δικαστήριο, και τι να πει! Επικεντρώνεται κι αυτός στο να ανταποδώσει την ίδια αγάπη προς το άλογο, σιγά – σιγά ταυτίζονται τα συναισθήματά τους, γίνονται σχεδόν ένα (Ανάγνωσμα 5ο).

Τελείωσε η δίκη. Ενας δεσμοφύλακας, καβάλησε στο άλογο κι έδεσε τον Πέτρο με σκοινί,  να περπατάει πίσω απ’  αυτό,  και αρχίζει μια πορεία μέσα στους κακοτράχαλους μουλαρόδρομους της περιοχής του – άγνωστο για πού. Το άλογο γυρίζει κάθε τόσο το κεφάλι του και κοιτάζει πάντα με την ίδια αγάπη τον Πέτρο. Τού κουνάει παιχνιδιάρικα την ουρά του και ο Πέτρος την αρπάζει στο στόμα του, επικοινωνούν με τον τρόπο αυτό,  σαν να κουβεντιάζουν χωρίς λόγια, δίνοντας ο ένας κουράγιο στον άλλον. Μέχρι που σταματήσανε σε μια πηγή για να πιουν νερό και σταθήκανε λίγο. Κι αρχίζει μια συγκλονιστική γραφή, ανακατεύονται γεγονότα και όνειρο, συνειδητό και ασυνείδητο, δεν διακρίνεις πού η αλήθεια και πού η  φαντασία. Ο Πέτρος, κάποια στιγμή, βλέπει μουριέλες να επιτίθενται στο άλογο και  ορμάει να το βοηθήσει και να τις διώξει. Στο απότομο πήδημα, που δεν τον ένοιαζε ακόμα κι αν φαινόταν σαν απόπειρα διαφυγής, τρώει τη μπαταριά από τον δεσμοφύλακα. Χαροπαλεύει, μέχρι που  ο δεσμοφύλακας του έκοψε το κεφάλι, το έδεσε στη χαίτη του αλόγου, καβάλησε  και κίνησε την πορεία, ίσως το εμφάνιζε στα χωριά ως τρόπαιο. Και …., ποιος ξέρει;,  μπορεί άραγε ένα κομμένο κεφάλι να αισθάνεται την ανάσα και τη ζεστασιά του αλόγου;!! Λίγο μετά  ακούστηκε άλλος πυροβολισμός! Κάποιος σαν σκιά πυροβόλησε. Ισως ο μη συλληφθείς ακόμα φίλος του και σύντροφος, ο Ξενόφως. Πάρτον κάτω και τον δεσμοφύλακα. Το άλογο αφήνιασε, έτρεξε με όλες του τις δυνάμεις τον τόπο, έφτασε στο χείλος του γκρεμού κι εκεί πέτρωσε!

Συνέβησαν δηλ., αλλόκοτα πράγματα και στα ζώα και στη φύση. Ούτε αυτά δεν άντεξαν τα οδυνηρά και απολύτως τραγικά που υπήρξαν, εκείνη τη φοβερή περίοδο (Ανάγνωσμα 6ο).

ΕΠΙΛΟΓΟΣ:

Περιγράφει, πάντα με εξαιρετικό λογοτεχνικό τρόπο ο Χριστόφορος, ότι μέσα σε τέτοιες τρομερά δύσκολες συνθήκες έζησαν γενιές και γενιές. Και τα κατάφερναν και τα κατάφεραν. Δεν περιέπεσαν σε συνεχή θλίψη και γκρίνια, αλλά πάλεψαν. Ας πω, τελειώνοντας,  ένα δικό μου συμπέρασμα που βγάζω από το βιβλίο, όχι πως ήταν αυτός ο σκοπός του συγγραφέα. Σκέπτομαι, όμως: Μήπως υπερβάλλουμε τις δυσκολίες της σημερινής εποχής;  Μήπως οφείλουμε να κάνουμε και κάποιες συγκρίσεις με λίγα μόλις χρόνια πριν; Μήπως,  για τόσα και τόσα αντικοινωνικά φαινόμενα, για τόση βία και τόσο μίσος που εμφανίζονται τα τελευταία χρόνια εκτεταμένα, σχεδόν παντού, μήπως, λέω, οι δήθεν βαθυστόχαστες αναλύσεις μας ότι φταίει, τάχα, η εποχή, και οι αξεπέραστες, τάχα,  δυσκολίες της, δεν είναι και τόσο βαθυστόχαστες; Τι να πούνε και οι προηγούμενοι που πέρασαν δια πυρός και σιδήρου;    

Χριστόφορε, είναι ευλογία που έχεις αυτό το ταλέντο,  της γραφής. Όπως ευλογία είναι που, τα τσιμπιματάκια που ένιωσες, τότε, μαθητής, για τη συμμαθήτριά σου τη Μαίρη Καπράνου,  που έγινε μετά η γυναίκα σου, εξακολουθούν ακόμα να υπάρχουν, το ομολογείς στο βιβλίο, αν κάποιος διαβάζει και πίσω από τις λέξεις.

Να είσαι καλά, λοιπόν, μακάρι με τον ίδιο εμπνευσμένο τρόπο να συνεχίσεις να γράφεις και  να μας προσφέρεις ανάλογες συγκινήσεις.

Η φωτογραφία είναι από τη δημοτική ραδιοφωνία. 

Προσθήκη σχολίου

Επιστροφή στην κορυφή

Διαβάστε επίσης...