Για το φίλο, τον Κώστα Μπρούσαλη
Μπαγάσα, μάς την έφερες! Νομίζω, αν μάς βλέπεις τώρα λίγες ώρες μετά το φευγιό σου, θα λες «κουφάλες, το κατάφερα, δεν σας έχω ανάγκη, κανέναν σας». Ταυτόχρονα όμως θα λυπάσαι, θα σκέπτεσαι «την έκανα την κουταμάρα, το παρατράβηξα, ήσαν πραγματικοί μου φίλοι και τους αγάπαγα, όπως μ΄ αγαπάγανε κι αυτοί».
Γιατί έτσι ήσουν, σε τεντωμένο σκοινί βάδιζαν οι σκέψεις σου και οι συμπεριφορές σου, «μια ζωή στο ρίσκο», σαν νάβαζες στοιχήματα να την φέρεις στους άλλους, να τους εκπλήσσεις συνεχώς. Την ίδια στιγμή, που κινδύνευες να μείνεις από απουσίες και να μην τελειώσεις καν το Λύκειο, γιατί ήθελες να προλάβεις και να ανταποκρίνεσαι και στις προκλήσεις - δραστηριότητες της ομάδας των «κακών παιδιών» συμμαθητών σου, εσύ έριχνες ένα διάβασμα 3-4 μηνών και πέρναγες άνετα στην Ιατρική. Την ίδια περίοδο που αναρωτιόσανε «θα τελειώσει ο Κώστας τη σχολή;», γιατί σε βλέπαν που είχες βαλθεί να μάθεις από τους παλιότερους, την πόκα, τις λέσχες, τα περιθωριακά μαγαζιά, εσύ πλακωνόσουνα και έπαιρνες το πτυχίο, έτσι χαλαρά. Την ίδια στιγμή που μίλαγες με κείνη την αργκό που περιελάμβανε «ανάρμοστες» λέξεις και γέλαγαν τα πιτσιρίκια που εξέταζες στο ιατρείο σου «αυτός ο γιατρός βρίζει» λέγανε, χρησιμοποιούσες τη γλώσσα μας με τον καλύτερο τρόπο, όπου άλλαζε το επίπεδο. «Σεμνύομαι, που σας έχω φίλους» είπες κάποτε σε 2-3 από μας, καταλαβαίνεις τώρα, γιατί μας έχεις στενοχωρήσει. Γιατί και μείς καμαρώναμε που σε είχαμε φίλο. Την ίδια μέρα που με λαϊκή φορεσιά έκανες πλάκα στο καφενείο, εκεί στα ούζα, με κάθε κατηγορίας ανθρώπους, το βράδυ έβαζες ένα υπέροχο κοστούμι με μια περίτεχνη γραβάτα για ένα «diner», έστω μεταξύ μας, και θα ακούγαμε, με την προτροπή σου, οπωσδήποτε και κλασική μουσική. Την ίδια εβδομάδα, που δεν είχες πάρει «επίσκεψη» στο ιατρείο σου από κάμποσους που τάφερναν με δυσκολία βόλτα, κέρναγες όλο το μπαρ στη σαββατιάτικη έξοδο.
Διάλεξες συνειδητά ένα μοναχικό δρόμο, του ορκισμένου εργένη. Κάποιες φορές στενοχωριόσουνα γι αυτό, «δεν έχετε εσείς μοναξιά, έχετε κάπου να γείρετε, για ρωτάτε και μένα» και άλλες φορές «έχω την ελευθερία μου, ρε, δεν μπορώ τις τριβές, καλύτερα έτσι». Και κάναμε κάποιοι πολλές προσπάθειες να νιώθεις οικείος στην οικογένειά μας, στο σπίτι μας. Και το καταφέραμε για κοντά 15 χρόνια. Και το σπιτικό φαγητό να μη σου λείψει, κυρίως η Αθηνά που σου το έστελνε, όταν δεν πήγαινες σπίτι της, σε μπολ. Και η όποια ζεστασιά και θαλπωρή. Και κείνες τις Μεγάλες Παρασκευές, που ήθελες να ακούμε οπωσδήποτε τον ΕΠΙΤΑΦΙΟ του Ρίτσου με τον Μπιθικώτση. Και κείνες τις νύχτες στην παραλία του ΘΥΡΕΑ, για τις μουσικοποιητικές βραδιές κάτω από το φεγγάρι, που γελάγαμε μέχρι δακρύων όταν «απειλούσες» ότι θα φόρτωνες και κλασικό πιάνο στο αμάξι του Καζαμία, να το μεταφέρει από την Τρίπολη στην αμμουδιά!!! Και κείνες τις βραδιές σε μαγαζιά της πόλης, που κάποιες φορές σηκωνόσουν και έριχνες στροφές ζεϊμπέκικου στο «χάθηκα κι εγώ κάποια βραδιά, πέλαγο η φωνή του Καζαντζίδη, πέφταν τ΄ άστρα μες τη λασπουριά, μαύρος μάγκας ο καιρός και μαύρο φίδι». Ποτέ όμως όταν φόραγες παπούτσια με ίσια σόλα «κρεπ», όπως έλεγες, «δεν χορεύεται ζεϊμπέκικο με κρεπ, θέλει σκαρπίνι με τακούνι».
Δεν ξέρω τι δεν άντεξες και «χάθηκες» τα 2-3 τελευταία χρόνια και το γύρισες σε κάποια απομόνωση. Σκάμε, στενοχωριόμαστε, αλλά αυτός ήταν ο δρόμος που επέλεξες και είχες κάθε δικαίωμα να αυτοπροσδιορίζεσαι. Σαν να είχες αποφασίσει γρήγορο το φευγιό σου, ρε μπαγάσα, νομίζω ότι αυτό είναι τελικά.
Τα παραπάνω και άλλα παρόμοια, που πρέπει να γράφω όλη μέρα, θεωρώ τα πιο σημαντικά, αλλά για να μην παρεξηγηθώ θα γράψω ότι είμαστε δύο φορές συνυποψήφιοι με ψηφοδέλτια που στήριζε η αριστερά στις δημοτικές εκλογές στην Τρίπολη, το 1990 που είχες εκλεγεί δημοτικός σύμβουλος και το 2002. Γιατί, έτσι σου, ήσουν αριστερός!
Νίκος Δελφάκης , Τρίπολη 19 Φεβρουαρίου 2013.