Η αγροτική παραγωγή φθίνει, τα χωριά ερημώνουν
Του Παν. Βέμμου
Ο τόπος μας πέρασε μια πείνα με τον αποκλεισμό της ΑΝΤΑΝΤ το 1916 και ένα λιμό τον χειμώνα του 1941-42. Τα δραματικά αυτά γεγονότα, που κόστισαν εκατοντάδες χιλιάδες ζωές, ήτα αποτέλεσμα όχι μόνο των τότε πολέμων αλλά και της αγροτικής πολιτικής της χώρας προσανατολισμένης σε εξαγώγιμα προϊόντα (καπνός, σταφίδα) και ελλειμματικής σε τρόφιμα.
Μετά τον πόλεμο έγινε κοινή συνείδηση η ανάγκη να γίνει η χώρα αυτάρκης σε τρόφιμα. Το στόχο αυτό τον πέτυχε από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και έφθασε μάλιστα στα τέλη της δεκαετίας του ΄70 να έχει πλεόνασμα. Έκτοτε η χώρα με την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) άλλαξε πορεία και έφθασε στις μέρες μας να είναι κα πάλι σε μεγάλο βαθμό ελλειμματική σε τρόφιμα. Η διατροφική εξάρτησή της έχει αναμφισβήτητα πολιτική διάσταση τόσο στη διαδικασία προσανατολισμού της αγροτικής παραγωγής όσο και στο ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας. Πλευρές αυτής της πολιτικής θα διερευνήσουμε σ’ αυτό το άρθρο για να εξηγήσουμε πώς φθάσαμε στη σημερινή κατάσταση που συνέβαλε στη γενικευμένη κρίση αλλά και στην αναγκαιότητα ανατροπής της.
Η ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ το 1979 ήταν μια κατεξοχήν πολιτική απόφαση της τότε κυβέρνησης για να διασφαλίσει, όπως έλεγε, τη δημοκρατία χωρίς να παίρνει σοβαρά υπόψη τις οικονομικές συνθήκες, την θέση της χώρας και τον χαρακτήρα της ΕΟΚ. Είναι δε χαρακτηριστική η δήλωση του τότε πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή στις επιφυλάξεις που εκφράζονταν σ’ αυτή την επιλογή: «Ο λαός οφείλει να μάθει να κολυμπά σε βαθειά νερά, αν θέλει να επιβιώσει οικονομικά». Σήμερα με τα μνημόνια και όχι μόνο αλλά και τον τρόπο λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, τίθεται σε αμφισβήτηση όχι μόνο η οικονομική πλευρά αυτής της απόφασης αλλά και ο πολιτικός στόχος της ένταξης στη ΕΟΚ που μετασχηματίσθηκε σε Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
Τα αίτια της συρρίκνωσης της αγροτικής μας παραγωγής δεν είναι αποτέλεσμα της βιομηχανικής ανάπτυξης, αφού και αυτή συρρικνώθηκε, αλλά μιας πολιτικής στρεβλής και υπερμέτρης ανάπτυξης των υπηρεσιών, όπως αυτή καθορίσθηκε από σειρά αποφάσεων για τον καταμετρισμό εργασίας στην Ε.Ε. Συγκεκριμένα για την Ελλάδα καθορίσθηκε ως κύρια κατεύθυνση ο τουρισμός και περιορισμένες δραστηριότητες στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα της οικονομίας.
Η πολιτική αυτή ξεκίνησε από τις ενταξιακές συζητήσεις και συμφωνίες και συνεχίσθηκε με αυξανόμενη ένταση στα τριάντα και πάνω χρόνια που είμαστε ως χώρα μέλος της Ε.Ε. Με «δόλωμα» τις επιδοτήσεις και τη διατήρησή τους και τις αποσύρσεις στις χωματερές επεβλήθηκαν «ποσοστώσεις» (μείωση στην ουσία) στην παραγωγή βασικών αγροτικών προϊόντων και ιδιαίτερα τροφίμων (ζάχαρη, γάλα, κρέας, δημητριακά κ.α.).Απαγορεύτηκε η επέκταση καλλιεργειών (αμπέλια, ελιές, οπωροφόρα) ακόμη και σ’ αυτά που ως χώρα είμαστε ελλειμματική. Οδηγηθήκαμε στο κλείσιμο των περισσότερων βιομηχανιών λιπασμάτων και βιοτεχνιών γεωργικών εξαρτημάτων και εφοδίων. Επέτρεψαν την ελεύθερη είσοδο φθηνών αμφίβολης ποιότητας αγροτικών προϊόντων από τρίτες χώρες και έτσι φθάσαμε σε χαμηλές τιμές των αγροτικών προϊόντων και κατέστη μη ανταγωνιστική η ντόπια παραγωγή. Επέβαλαν τον περιορισμό των επενδύσεων σε εγγειοβελτιωτικά έργα και επέτρεψαν την καταστροφή εύφορης γης για τουριστικές επιχειρήσεις και φωτοβολταϊκά πάρκα. Μας κατευθύνουν δε σε περιθωριακές καλλιέργειες (π.χ. σαλιγκάρια, μανιτάρια) χωρίς να υπάρχει αξιόλογο δίκτυο εμπορίας και διακίνησης, γεγονός που δυσκολεύει ακόμα και βιώσιμες καλλιέργειες όπως η βιολογική γεωργία.
Αυτή την πολιτική των απαγορεύσεων και υποχρεωτικών κατευθύνσεων την ονομάζουν «ελεύθερη οικονομία» οι πολιτικοί εκπρόσωποι των πολυεθνικών στην χώρα μας και στην Ε.Ε. και δε σταματούν εδώ. Προϊόντα ιδιαίτερης διατροφικής αξίας και με προοπτική επιδιώκουν να τα υποβαθμίσουν, όπως το παρθένο ελαιόλαδο με υποχρεωτική πρόσμιξη με σπορέλαια και το γιαούρτι να παράγεται και από σκονόγαλα. Αυτά είναι στον κατάλογο «μεταρρυθμίσεων» του ΟΟΣΑ και απαίτησε η τρόικα άμεσα να υλοποιηθούν. Την ορθολογιστική χρήση των νερών, είδος εν ανεπάρκεια, επιδιώκουν να την μετατρέψουν σε διαδικασία που θα καταλήξει στην ιδιωτικοποίησή τους. Ο έλεγχος και η αποκλειστική διάθεση των σπόρων από τις πολυεθνικές είναι ήδη σε διαδικασία εφαρμογής. Η φορολόγηση χωραφιών, σπιτιών και υποστατικών είναι σε πλήρη εξέλιξη και η αποξένωση του παραγωγού από τον καταναλωτή ώστε να ελέγξουν πλήρως οι μεσάζοντες το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων και να καθορίζουν ανεξέλεγκτα τα κέρδη τους.
Αυτή η πολιτική οδήγησε αρχικά στην ερήμωση των ορεινών περιοχών και σταδιακά βγάζει στο περιθώριο τους μικρομεσαίους αγρότες, συμβάλλοντας έτσι στην διόγκωση της στρατιάς των ανέργων και των απόκληρων. Η διέξοδος του αγροτουρισμού, που τόσο προβλήθηκε, δεν ήταν ούτε ασπιρίνη στο πρόβλημα. Σήμερα χιλιάδες τέτοιες επιχειρήσεις κατέρρευσαν ή βρίσκονται στα πρόθυρα της χρεωκοπίας κάτω από το βάρος της γενικευμένης κρίσης. Αποδεικνύει ταυτόχρονα ότι ο τουρισμός δεν μπορεί να είναι η «βαρειά βιομηχανία» της χώρας, μια δραστηριότητα που επηρεάζεται άμεσα και από άλλους παράγοντες (πολιτική αστάθεια, περιφερειακοί πόλεμοι) που δυστυχώς υπάρχουν εν αφθονία στην γειτονιά μας και μας αγγίζουν.
Αυτή η πολιτική που οδήγησε στη γενικευμένη κρίση δεν βελτιώνεται, ούτε εξωραΐζεται. Θα γίνεται με την πάροδο του χρόνου όλο και πιο αντιλαϊκή και αν δεν βρει ο λαός τρόπο αντίδρασης δεν είναι απίθανο να εξελιχτεί σε εθνική τραγωδία.
Μια άλλη αγροτική πολιτική έχει ανάγκη η χώρα σήμερα που πρέπει να ξεκινά από τον καθορισμό της στην ίδια τη χώρα και να εξυπηρετεί τα συμφέροντά της. Μια πολιτική αυταρκείας σε τρόφιμα και αμοιβαία επωφελών διεθνών ανταλλαγών μια δυνατότητα που έχουμε και λόγω προϊόντων αλλά και γεωγραφικής θέσης. Ο ρόλος των συλλογικών μορφών παραγωγής και εμπορίας των αγροτικών προϊόντων πρέπει να είναι καθοριστικός αφού η «νεοφιλελεύθερη» αντίληψη του επιχειρηματία αγρότη καταρρέει.
Η εφαρμογή αυτής της πολιτικής μπορεί να γίνει πραγματικότητα από ένα ευρύ μέτωπο κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, που συμφωνούν στα λόγια, αλλά αδυνατούν σήμερα να προχωρήσουν στην πράξη. Η ζωή όμως, βάζει αμείλικτα το ζήτημα της αλλαγής ή της τραγωδίας. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα της αποχής!