Ξανάνοιξε η Ι. Μονή Ευαγγελιστρίας Κάστρου Άκοβας - Γορτυνίας
Η Ιερά Μονή Ευαγγελιστρίας Άκοβας βρίσκεται στο άκρο της καστροπολιτείας της Άκοβας, ανατολικά του ιστορικού χωριού της Γορτυνίας Βυζίκι σε απόσταση περίπου δέκα λεπτών με το αυτοκίνητο, σε τοποθεσία ορεινή (720 μ. υψόμετρο). Μπορεί κάποιος να το επισκεφτεί και από το Περδικονέρι ή και από το χωριό Γαλατά.
Ενώ το παλαιότερο καθολικό της Μονής, μικρό σε όγκο και θολωτό «με ένα μεγάλο βαγένι με αγιογραφίες» κατά τη μαρτυρία Βυζικιωτών γερόντων, είχε ανεγερθεί πριν από την πρώτη τουρκοκρατία (1458-1685) και βρισκόταν στη ΝΑ πλαγιά υψώματος, όπου το 1250 μ. Χ. κτίστηκε από τους Φράγκους το κάστρο της Άκοβας στη θέση, όπου προυπήρχε άλλο από την ελληνιστική ήδη περίοδο.
Η Ιερά Μονή εορτάζει του Ευαγγελισμού, των νεοφανών Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και της Ειρήνης, του Μάρτυρος Μάμαντος, του Οσίου Γερασίμου του Νοταρά, με τη συμμετοχή όλων των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής. Επίσης στην Μονή Άκοβας τιμάται ο προφήτης Χριστοφόρος Παπουλάκος, διότι είχε επισκεφτεί την Μονή, ενώ στην διαδρομή που οδηγεί στο Βυζίκι υπάρχει η μουριά, στην οποία είχε ανεβεί, για να κηρύξει.
Σύμφωνα με τους ιστορικούς, το όνομα προέρχεται από το λατινικό Άκβα (Aqua) λόγω των πολλών υδάτων της περιοχής, κυρίως από τον ποταμό Λάδωνα. Η Άκοβα υπήρξε έδρα μιας από τις 12 βαρονίες, που ιδρύθηκαν στην Πελοπόννησο μετά την κατάληψή της από τους Φράγκους και την ίδρυση του Πριγκιπάτου της Αχαΐας, το 1205. Το οχυρό κάστρο της Άκοβας, το οποίο κατασκευάστηκε χάριν αμύνης της πλούσιας κοιλάδας του Αλφειού, μέσα στην μακραίωνη ιστορική του πορεία, πουλήθηκε από τους Φράγκους το 1318 στους Βυζαντινούς Ιωάννη Καντακουζηνό και Ανδρόνικο Παλαιολόγο, το 1458 το κατέλαβαν οι Οθωμανοί, το 1684 οι Ενετοί, ενώ το 1715 περιήλθε και πάλι στους Τούρκους, ώσπου σταδιακά ερημώθηκε. Το 1611 ιδρύθηκε Πατριαρχική Εξαρχία στην Άκοβα και το 1720 προσαρτήθηκε εκκλησιαστικά στη μητρόπολη Λακεδαίμονος. Το 1754 η εξαρχία Άκοβα ενώθηκε με την πατριαρχική εξαρχία Ζαρνάτας και ανακηρύχθηκε σε Αρχιεπισκοπή επί πατριαρχίας του Κυρίλλου του Ε΄. Η Μονή ήταν έδρα της Επισκοπής Ακόβης, με σημαντικότερους δυο ενθομάρτυρες, που κόσμησαν στο θρόνο της, τον Ανανία και τον Δανιήλ. Αρκετοί είναι οι θρύλοι, που συνοδεύουν την ιστορία του κάστρου, όπως αυτός της μυθικής αμαζόνας, που προστάτευε το φρούριο, η οποία είχε ένα μαστό κατά την παράδοση, και έτσι το κάστρο είναι επίσης γνωστό ως «Κάστρο της Μονοβύζας». Αναφέρεται επίσης ως «Κάστρο της Κυράς», είτε από την ανιψιά του βαρόνου deRosieres, Μαργαρίτα, την πρώτη κυρία της Άκοβας, είτε από τη δευτερότοκη κόρη του Βιλλεαρδουίνου Μαργαρίτα, τη γνωστή ως Κυρά της Άκοβας. Κατά την ελληνική επανάσταση η Άκοβα υπήρξε ιδιαίτερη στρατιωτική περιφέρεια, η της «Πάνω Μεριάς», δηλαδή της εκείθεν του Λάδωνα Αρκαδίας, που έδωσε πολλούς άνδρες και εφόδια στον αγώνα. Σύμφωνα με τις πηγές, το κάστρο αναφέρεται και ως Ελληνοφόνιο, διότι, όσοι ρωμιοί δεν φράγκεψαν από τους Σταυροφόρους, τους έπαιρναν το κεφάλι.
Ο σημερινός ναός είναι βυζαντινού ρυθμού, μονόκλιτος με μεγάλο οκτάπλευρο τρούλο, και βορείως αυτού σε αυτόν ένα διώροφο μακρόστενο κτίσμα, που περιλαμβάνει αρχονταρίκι, τραπεζαρία, κουζίνα και κελιά. Στην απέναντι μεριά του ποταμού Τουθόα σώζεται το κάθισμα, όπου ασκήτευαν ηλικιωμένες γυναίκες μοναχές. Το σύγχρονο καθολικό ανεγέρθηκε το 1889, ενώ η φήμη του θαυματουργού Μοναστηριού υπερβαίνει τα όρια της ευρύτερης περιοχής. Η Μονή Ευαγγελιστρίας είχε μεγάλη κτηματική περιουσία, με την οποία ενίσχυσε την προετοιμασία του αγώνα του 1821. Περίπου 35μ. νοτίως του ναού βρίσκεται ένα μεγάλο ρήγμα στο έδαφος, μήκους 150μ, βάθους 40μ, και πλάτους 2-8μ., που οι ντόπιοι το αποκαλούν σχίσμα. Μέσα σε αυτό έκρυβαν πολεμοφόδια, αλλά κατά τις τρεις επιδρομές του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (1825, 1826, 1827) κρύφτηκαν και οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής.
Ανάμεσα στους πατέρες, που ασκήθηκαν στον ιερό αυτό τόπο, ήταν ο Βυζικιώτης μοναχός Γεράσιμος Τοπιτζής. Γεννήθηκε το 1906, εκάρη μοναχός στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου στη Δημητσάνα και από το 1943 μόνασε στην Μονή Ευαγγελιστρίας μέχρι την οσιακή κοίμησή του το 2002. Μέχρι σήμερα τον αποκαλούν «όσιο», διότι έζησε βίο εγκρατή, χωρίς να καταλύσει κρέας ποτέ στη ζωή του.
Η Μονή από τότε μέχρι σήμερα ήταν έρημη, αλλά η επιθυμία της Ι. Μητροπόλεως Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως, των τοπικών αρχών και κατοίκων της περιοχής ήταν να λειτουργήσει εκ νέου. Το 2013 ο τοπικός ποιμενάρχης κ. Ιερεμίας, πρότεινε στον ιεροκήρυκα και αρχιερατικό επίτροπο Κοντοβάζαινας π. Νεκτάριο Πέττα, διδάκτωρα Φιλοσοφίας και θεολόγο, να αναλάβει ως καθηγούμενος, και να την ανακαινίσει, ώστε να λειτουργήσει και πάλι η Μονή ως ιερός χώρος. Ο αρχιμ. Νεκταριος Πέττας κατάγεται από πολυμελή και ιδιαίτερα ευλογημένη ιερατική οικογένεια των Πατρών, που οι αείμνηστοι γονείς του π. Νικόλαος και η πρεσβυτέρα Ανθή, έχουν αφήσει ιερό όνομα και τα ονόματά τους γράφονται με χρυσά γράμματα στην νεώτερη εκκλησιαστική ιστορία. Εδώ στα Τρόπαια έχει αναλάβει τον ιστορικό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και αγωνίζεται, ώστε να απόκτηση πάλι η ενορία αυτή την παλαιά της πνευματικότητα και τα σταθεί ισάξια της μεγάλης της προσφοράς στην ευρύτερη περιοχή. Στον μεγάλο αυτό αγώνα και στα πολλά καθήκοντά του Αρχιμανδρίτη Νεκταρίου Πέττα, συμπαραστάτης του είναι ο ευλαβής μοναχός Νεκτάριος, πτυχιούχος της Βιομηχανικής Πειραιώς, ο οποίος ακολούθησε τον Ηγούμενο κατόπιν σεπτής εντολής του τοπικού Μητροπολίτη.
Η επί μακρόν χρόνο εγκατάλειψη της Μονής Ευαγγελιστρίας, αλλά και τα μεγάλα προβλήματα, όπως η υδροδότηση, η τηλεφωνική επικοινωνία, η ανεπάρκεια του δρόμου, τα κατεστραμμένα κτήρια, η κατεστραμμένη κεράμωση του Καθολικού και πολλά άλλα, δεν στάθηκαν εμπόδια στην προσπάθεια να ζωντανεύσει και πάλι ο ιερός αυτός χώρος.
Βασίλειος Μυλωνάς,
εκπαιδευτικός θεολόγος
Τροπαίων Γορτυνίας