Μια προσωπική μαρτυρία για τον Γιάννη Ρίτσο
Σαν σήμερα το 1990 έφυγε ο Γιάννης Ρίτσος. ΄Εβρεχε καταρρακτωδώς τη μέρα της κηδείας του στη Μονοβάσια. Πολλά έχουν γραφτεί για τον ίδιο και το έργο του. Κάποιοι απομόνωσαν ένα του τμήμα για να τον εμφανίζουν ως τον "ποιητή της εργατικής τάξης", έτσι τους βόλευε.
Και άλλοι έμειναν σ΄ αυτή την εικόνα και χωρίς να γνωρίζουν το σύνολο του έργου του, πίστεψαν ότι ήταν μόνο αυτό ήκυρίως αυτό. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει. Οικουμενικός, πανανθρώπινος, πάσχιζε για την ευτυχία του ανθρώπου, ονειρευόταν μια κοινωνία αλληλεγγύης και ανθρωπιάς, στην οποία το άτομο θα ανέπτυσσε όλες τις ικανότητές του και δεξιότητές του και τα καλύτερα των αισθημάτων του.
Θεωρώ τον εαυτόν μου πολύ μα πολύ τυχερό, που για πέντε (5) ολόκληρες ώρες τον γνώρισα από κοντά. ΄Ηταν το καλοκαίρι του 1984; (αν πέφτω έξω ένα χρόνο) και ήταν καλεσμένος στην Τρίπολη για εκδηλώσεις του «Αρκαδικού Φεστιβάλ» που οργάνωνε η τότε Νομαρχία Αρκαδίας με τον Δημήτρη Ταλαγάνη και με την αφορμή αυτή οργάνωσε εκδήλωση προς τιμήν του και ο Δήμος Τρίπολης. Οι οργανωτές, τού είχαν προτείνει να τον μεταφέρουν στην Τρίπολη με πολυτελές όχημα. Τους είχε απαντήσει ότι θα έρθει με δικό του μέσον. ΄Ηθελε να το αναλάβει αυτό το κόμμα του, ήθελε να δείξει ότι έχει συντρόφους του, που το διεκπεραιώνουν και δεν χρειαζόταν κάτι άλλο.
Φύγαμε πρωϊ – πρωϊ από την Τρίπολη εγώ και ο Νίκος, με το Φίατ – Ρίτμο που είχε, ο Νίκος που το διέθετε πάντα για οποιαδήποτε ανάγκη. Εγώ 27 χρόνων, τότε. Φτάσαμε στο σπίτι του στον ΄Αγιο Νικόλαο της Αθήνας. Ξεκινήσαμε για την Τρίπολη. Ο παλιός δρόμος ακόμα, ο οδηγός δεν πήγαινε και πολύ γρήγορα - από σεβασμό, μάλλον. Κάναμε και μια στάση για αρκετή ώρα στου Αρδάμη, πριν τον κωλοσούρτη, οπότε διήρκεσε το ταξίδι 5 ώρες. Ορεξάτος πολύ και καλοδιάθετος. Δεν κουραζόταν να συζητάμε, και με μεγάλη ευχαρίστηση απαντούσε σε οτιδήποτε. Εγώ είχα βρει μοναδική ευκαιρία!!. Αισθάνθηκα ότι βρίσκομαι με έναν πραγματικά σοφό άνθρωπο!!!. Και δεν έπεσα έξω, γιατί ναι μεν τότε σχετικά νεαρός ήμουν και χωρίς πολλές προσλαμβάνουσες, ίσως, αλλά και σήμερα, που στο μεταξύ έχω γνωρίσει αρκετούς ανθρώπους από όλους τους χώρους και της επιστήμης και της τέχνης, εξακολουθώ να τον θεωρώ τον πιο σοφό άνθρωπο που γνώρισα. Γνώσεις απεριόριστες, εντυπωσιακές, για οτιδήποτε. Σκέψη άμεση, ευθύβολη και όχι περί διαγραμμάτων. Πραγματικός χείμαρρος συναισθημάτων. (Εγώ απορούσα, πώς αυτός ο άνθρωπος είχε γράψει 2-3 ποιήματα συνθηματολογικά μάλλον, σαν τα παιδιά της ΚΝΕ, αλλά από σεβασμό δεν τον ρώτησα). ΄Ηταν ξεκάθαρο πώς σαν να είχε απελευθερωθεί με τις αλλαγές - ανοίγματα που γίνονταν στη Σοβιετική ΄Ενωση, των οποίων ήταν υπέρμαχος. Είχαν εκδοθεί ήδη και κάποια από τα πεζά του, για τα οποία απορούσαν όσοι δεν ήξεραν. Ας αναφέρω δύο από τα πολλά που μου έμειναν: 1) Να αγαπάμε τους ανθρώπους, ήθελε να τους αγαπάει και να τους εκτιμάει. Πρόσθεσε όμως ότι χρειάζεται για να το πετύχεις αυτό και μια σχετική απομόνωση - απόσταση, έτσι έκανε ο ίδιος, όχι η καθημερινή τριβή (και σκεπτόμουν το καβαφικό "τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς"). 2) Πρέπει να είναι κανείς συνεπής με αυτό που κάνει, που αναλαμβάνει. Είναι άξιος κάθε εκτίμησης, όποιος, ακόμα και το πιο απλό επάγγελμα να κάνει, αποδίδει πραγματικά έργο και δείχνει συνέπεια και αγάπη σ΄ αυτό. Αυτό είναι το κύριο, είπε και έφερνε παραδείγματα ενός τσαγκάρη ή ενός αγρότη καλλιεργητή που αγαπούσαν αυτό που έκαναν.
τ.
Αναρτώ κείμενό του:
Γιάννης Ρίτσος (1909-1990)
<<Όσο περνάν τα χρόνια τόσο οι παλιοί γνωστοί μας απομακρύνονται ο ένας απ’ τον άλλον. Οι άνθρωποι γίνονται περισσότερο κοινωνικοί και λιγότερο ανθρώπινοι. Χάνουν τις ιδιομορφίες τους, τα ιδιαίτερα προτερήματα και τα ελαττώματά τους· σχεδόν ισοπεδώνονται. Οι φιλίες μαραίνονται.
(…)
Και το περίεργο είναι πως εξωτερικά, στη συμπεριφορά τους, οι άνθρωποι μοιάζουν περισσότερο (ακόμη και στα κοστούμια τους και στη χτενισιά τους), σα να καταργηθήκανε οι διαφορές τους, κι όμως τώρα ακριβώς νιώθεις πως οι διαφορές τους αυξήθηκαν, κι όλοι τους χωρισμένοι με διαδοχικά κάθετα στρώματα τυπικότητας κι ευγενικής ψυχρότητας. Όπως άλλωστε και τα σπίτια. Οι όμορφες εκείνες μονοκατοικίες με τις γύψινες γιρλάντες, με τους καπνοδόχους, τ’ ανθέμια, τους κήπους, τα πηγάδια, καθεμιά τους με το δικό της γούστο, τη δική της φυσιογνωμία, απορία, ή και αδεξιότητα, δόθηκαν με αντιπαροχή κι υψώθηκαν τα πολυώροφα, μονότονα, απρόσωπα, τσιμεντένια κουτιά, κρύβοντας τον Παρθενώνα, τον Αϊ-Γιώργη του Λυκαβηττού, σφαγιάζοντας τα δεντράκια μας, πιπεριές, μουριές, γαζίες, τις παιδικές μας αναμνήσεις, τους χαρταϊτούς, τα σκοινιά της μπουγάδας, τ’ αστέρια, τις ξιπόλητες ποδοσφαιρικές ομάδες, τις βραδινές κουβεντούλες από παράθυρο σε παράθυρο, από αυλή σε αυλή με τις μυρωδιές του βασιλικού και του δυόσμου, με τον μητρικό νουθετικό ουρανό, με το φεγγαράκι μια φέτα δροσερό πεπόνι, – ω, πάνε, πάνε και τα πλανόδια επαγγέλματα, παγοπώλες, γιαουρτάδες, γαλατάδες, ομπρελάδες, γανωτζήδες, παπλωματάδες, τροχιστές, καρεκλάδες, ιχθυοπώλες, μανάβηδες με τα γαϊδουράκια τους ή τα χειραμάξια τους και μοσκοβόλαγαν οι γειτονιές ροδάκινα, ντομάτες, αχλάδια και τριαντάφυλλα κι οι κότες κακάριζαν θριαμβευτικά δοξάζοντας κάτι άγνωστο και οικείο, λευκό και σφαιρικό κι αδιαμφισβήτητο, κι ούτε χρειάζονταν καν ξυπνητήρια ή ρολόγια, γιατί, απ’ τη μια τ’ αστέρια, απ’ την άλλη τα κοκόρια είχαν αναλάβει τη χρονική και μετεωρολογική μας ενημέρωση, με ακρίβεια και με κάποια εύθυμη πονηρία, κάπως διφορούμενη. Κι οι άνθρωποι στριμωχτήκανε φαμίλιες και φαμίλιες μέσα σε τούτα τα κουτιά, κοντά κοντά, πλάι πλάι, κι ούτε γνωρίζονται κι ούτε βλέπονται ούτε χαιρετιούνται, κι αντίς για δέντρα έχουν κεραίες τηλεοράσεων, και μονάχα οι ολόσωμοι καθρέφτες των ασανσέρ κάτι κρατούν από μνήμες ερωτικών δωματίων…
(…)
Κι όχι να πεις πως σήμερα δεν κουβεντιάζουν οι άνθρωποι – λόγια, άλλο τίποτα, άφθονα λόγια – μα δε συνομιλούν, δε λένε τίποτα δικό τους, προσωπικό, ιδιωτικό, ιδιαίτερο (και γι’ αυτό καθολικό), μόνο λόγια, ξένα, μηχανικά, δημοσιογραφικά, γενικού ενδιαφέροντος, μεγάλοι τίτλοι εφημερίδων, γιατί, πράγματι, ξεφυλλίζουν πολλές εφημερίδες διαβάζοντας μόνον τα κεφαλαία γράμματα και τα εγκλήματα και τις αυτοκτονίες, ακούν επίσης τις ειδήσεις των 9 ή και των 12 απ’ την τηλεόραση (έγχρωμη τώρα) – άνθρωποι επαρκώς ενημερώμενοι, πολύ π α ρ ό ν τ ε ς (εδώ και σήμερα), κι εντελώς α π ό ν τ ε ς απ’ τον εαυτό τους, απ’ το παρελθόν τους, το μέλλον τους και, φυσικά, απ’ το παρόν τους, μακριά απ’ τους άλλους…
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ “ΙΣΩΣ ΝΑ ‘ΝΑΙ ΚΙ ΕΤΣΙ”
Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ>>
Τρίπολη 11 Νοεμβρίου 2013
Νίκος Δελφάκης - δικηγόρος