Δράση Στεμνιτσιωτών στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες
Στην μάχη του Σκουλενίου έλαβε μέρος και ο Στεμνιτσιώτης αγωνιστής Δημήτριος Σφήκας ως εκατόνταρχος και επικεφαλής πλαγιοφυλακής 50 ιππέων, ο οποίος γράφει στις " ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΝ ΔΑΚΙΑ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΤΟΥ 1821": « Ο Ηλίας Μίγκλερης, Πελοποννήσιος εκ της επαρχίας Καρυταίνης, από την κωμόπολη Στεμνίτσαν, ευρέθη εις την Βασσαραβίαν της Ρουσσίας, διοικητής πολιτικής δουλεύσεως, μαζί δε μ’ αυτόν συνευρέθησαν και άλλοι πατριώτες και συγγενείς, δηλαδή ο αυτάδελφός του Βασίλειος Μίγκλερης, ο εξάδελφός του Δημήτριος Σφήκας, βοηθός του εις τη δούλευσιν, υποδιοικητής με δίπλωμα, εξετέλει και αυτός τα ίδια με εκείνον καθήκοντα και διοικητικά έργα.- Φέρω τα ονόματα και των λοιπών πατριωτών, που συνευρέθησαν μαζί μας, δηλαδή ο Ιωάννης Πυργάς, ο Νικόλαος Ροϊλός, ο Αργύρης Νικολετόπουλος»… «Κατά τις 7 του Ιανουαρίου του 1821 ήρθε μία διαταγή από το Κισνόβι, από τον υψηλό γενεράλη, λέγοντας: ο καπετάν Μίγκλερης με τον βοηθό του να παρευρεθή εις το Κισνόβι την ίδιαν στιγμήν.
Ανεχωρήσαμε και μετά τέσσερις ημέρας, εφθάσαμεν… εκεί μόλις εφθάσαμεν στη σάλα έφτασε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και τόση χαράν έλαβε ως είδε τον Ηλία Μίγκλερη, ώστε πολλή ώραν στάθηκαν χειροκρατούμενοι λέγοντες τον ασπασμόν της Εταιρείας μυστικά, όπου προ πολλού είχον. Εις την ίδιαν στιγμήν μας έμπασε εις μίαν κάμαραν, όπου ήτον ο Εσταυρωμένος και εκαίγονταν δύο κεριά αναμμένα. Τότε άρχισε ο διδάσκαλός του και εδιάβασεν τον όρκον, αφού εβάλαμε εμείς τα χέρια μας εις το ιερόν Ευαγγέλιον και τα δύο μας δάκτυλα υψώσαμεν.Τελειώνοντας τον όρκο κας είπε το μυστικό και στη στιγμή ο διδάσκαλος έγραψε το δίπλωμα του καπετάν Ηλία Μίγκλερη διορίζοντάς τον συνταγματάρχη.Τότε ρώτησε και δι εμέ τι είμαι.
Του είπε ο καπετάν Ηλίας, ότι είμαι εξάδελφός του και μου έχει εμπιστοσύνη και είμαστε μαζί στη δούλεψη. Έγραψε και δι εμέ εν δίπλωμα διορίζοντάς με εκατόνταρχον και με είπε να συνάξω τους εκατό στρατιώτας και η πατρίς θα με βραβεύση… στις 16 Ιουνίου ήλθαν οι Τούρκοι στο Γιάσι (Ιάσιο) 8 χιλιάδες, μας εδόθη η είδηση αμέσως, ο Κατακουζηνός και άλλοι πολλοί πήγαν στο Σκουλένι και άρχισαν κι έκαναν ένα φράγμα από άδεια βουτσιά και τάβλες και έριχναν χώμα απάνου, όχι όμως σε ασφαλισμένο μέρος, αλλά αντικρύ εις την Καραντίναν. Απ’ όλα τα μέρη μας πολεμούσανε. Εις τας 16 ήλθαμε εις ακροβολισμούς με τους εχθρούς και πολλούς εθανατώσαμε. Εφονεύφθησαν και δύο εξ΄ημών και ηχμαλωτίσθη και ο Δημήτριος Σφήκας, πληγωθείς εις το ποδάρι με ξίφος και εις το αριστερό χέρι με ντουφέκι. Συλληφθείς τον έφεραν εις το Γιάσιον (Ιάσιο) και τον ρώτησε ο Πασάς, ποιος είναι εκείνος που είχε τα βραβεία και τον κόκκινο γιακά και πώς τον λένε και πούθε είναι; Του είπε την αλήθεια, ότι καπετάν Ηλία τον λένε και είναι Μωραϊτης. Είπε: Θέλω να τον φέρει ζωντανό, όπως κι εσένα. Τη νύχτα έφυγα μπουσουλώντας και ήρθα στη Στίγκα… Άμα ξημέρωσε στας 17 Ιουνίου επήγαμε να δούμε τι ταμπούρια είχαν ετοιμασμένα …
Ο αρχηγός επέρασε εις την Καραντίναν, σ’ εμάς καμία ελπίδα δε μένει παρά να εμψυχώσουμε τους στρατιώτες να εκδικηθούν για την αγάπη της πατρίδας και εμείς να κάνουμε τον ασπασμό τον τελευταίον, ότι ως πληροφορούμεθα από τον Σφήκα οι εχθροί είναι πολλοί και εμείς πολλά ολίγοι αλλά γενναίοι, άλλοι Λεωνίδαι, Θεμιστοκλείς, Μιλτιάδαι και Φιλοποίμενες Μεγαλοπολίται και λοιποί ήρωες της πατρίδας μας, να μετρήσουμε πόσοι είμαστε σύντομα , ότι οι εχθροί επλησίασαν. Τότε ο Τρύφωνας Κλήρης εμέτρησε και ήταν όλοι 248 με τους αρχηγούς και πληγωμένους. Ο δε Μίγκλερης έβγαλε λόγο: " Αδελφοί συστρατιώται, Έλληνες και λοιποί, οι εχθροί έρχονται, δεχθήτε τους γενναία, σταθήτε άνδρες, μιμηθήτε τους προγόνους μας, μη φοβηθήτε τον αριθμό τους αλλά ούτε τα όπλα τους, ως λέοντες ορμάτε και έχομεν τον τίμιο σταυρό βοηθό". – Τότε ο δεινός Τρύφωνας Κλήρης ορμήσας κατά του εχθρού πολλάκις, αβλαβής επέστρεφε. Έδωκε και στους άλλους καλό παράδειγμα.
Ο πόλεμος άρχισε…Ήρθε ο καπετών Ηλίας (Μίγκλερης) πληγωμένος καβαλλάρης και του είπε ο Νικόλας Ροϊλός: "Κατέβα να δέσουμε την πληγή σου" και αποκρίνεται: " Ε, ε, δειλέ, την γιαίνει η πατρίς…" έστρεψα τα μάτια μου και είδα τη μεγάλη ορμή του εχθρού και τους Έλληνες, οι οποίοι πιάστηκαν στα γούμενα του γεφυριού. Έκοψαν οι Τούρκοι τα γούμενα κι έπεσαν στον ποταμό και πνίγηκαν, οι δε λοιποί ήρθαν χέρια με χέρια, καθώς και ο καπετάν Μίγκλερης, όπου τον έκαμαν κομμάτια από τη λύσσα τους, κατ’ αυτών όμως εξεδικήθη ως άλλος Λεωνίδας. Εφονεύθη και ο αδελφός του Βασίλης, ο Νικόλας Ροϊλός, ο Αργύρης Νικολέτος και άλλοι πολλοί, τα ονόματά τους δεν τα ενθυμούμαι, ότι επέρασε καιρός…»
« …κοινωνήσαντες των Αχράντων Μυστηρίων επερίμενον την των Τούρκων επίθεσιν, χαίροντες και ύμνους ηρωικούς ψάλλοντες και εκ του προχείρου οχυρωθέντες εις τι μέρος και όχι το καλίτερον… έδειξας ανδρείας τεράστια κατορθώματα» και τέλος πάντες σχεδόν δια του τιμίου αίματος αυτών του Προύθου τα ρείθρα έβαψαν...
Ιωάννης Π. Λαγός