Ὁ Θεός τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ «θεοί» τοῦ Νεοειδωλολατρικοῦ κινήματος τῆς ἐποχῆς μας
(Κείμενο ἀπό τό ἔντυπο
«Ὀρθοδοξία καί αἵρεσις» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μαντινείας καί Κυνουρίας, τεῦχ. 112, Ἰούλ. - Σεπτ. 2020).
Ἡ πανανθρώπινη ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ
Τό ἐρώτημα περί τοῦ Θεοῦ ἀνήκει στά μεγάλα πανθρώπινα ἐρωτήματα, πού ἀπασχολοῦν διαχρονικά τόν ἄνθρωπο, Ἴσως εἶναι τό μεγαλύτερο ἀπό αὐτά. Ἀκόμη κι ἄν ὁ ἄνθρωπος ἐπιχειρεῖ νά τό ἀποφύγει, ἀκόμη καί ὅταν τό περιφρονεῖ, αὐτό ὀρθώνεται ἀπαιτητικά μπροστά του. Μέ πολλούς καί διάφορους τρόπους ὅλοι ἀναγκαζόμεθα νά λάβουμε θέση ἔναντι τοῦ Θεοῦ, θετική ἤ ἀρνητική. Ὑπάρχει Θεός ἤ δέν ὑπάρχει; Τί εἶναι ὁ Θεός; Πῶς εἶναι; Ποιά ἡ σχέση Του μέ μᾶς; Ποιά ἡ σχέση Του μέ τόν κόσμο; Ἀκόμη καί οἱ ἄθεοι, ἀκόμη καί οἱ ἄπιστοι, ἀκόμη καί οἱ ἀδιάφοροι ἔχουν ἤδη λάβει μιά θέση ἔναντι τοῦ Θεοῦ (ἀρνητική, βέβαια). Ἀλλά καί ὁ τρόπος, μέ τόν ὁποῖο ζοῦμε, εἶναι μιά στάση ἔναντι τοῦ Θεοῦ. Ἡ φιλοσοφία ἀπό τήν πρώτη ἐμφάνισή της μέχρι σήμερα ἀσχολεῖται ἔντονα μέ τό ζήτημα. Κατ’ ἐξοχήν, βέβαια, ἀναφέρονται σ’ αὐτό οἱ θρησκεῖες. Ἡ θρησκεία ἀποτελεῖ πανανθρώπινο φαινόμενο, ὅπως χαρακτηριστικά διατυπώνει τήν ἀλήθεια αὐτή ὁ Πλούταρχος (46-127 μ.Χ.): «Περιφερόμενος, μπορεῖ νά βρεῖς πόλεις χωρίς τεῖχη καί φρούρια, πόλεις μέ κατοίκους ἀγραμμάτους, πόλεις χωρίς βασιλεῖς, πόλεις χωρίς σπίτια, πόλεις πού δέν ἔχουν ἀνάγκη ἀπό χρήματα καί νομίσματα, πόλεις χωρίς θέατρα καί γυμναστήρια. Πόλη, ὅμως, χωρίς θεούς καί ἱερά, πόλη χωρίς προσευχές, πόλη πού δέ χρησιμοποιεῖ ὅρκους ἤ μαντείες ἤ θυσίες γιά τήν ἐπίτευξη τῶν καλῶν καί γιά τήν ἀποτροπή τῶν κακῶν, κανείς δέν εἶδε, οὔτε πρόκειται νά δεῖ» (Πρός Κωλώτην, 31, 1125). Μόνο ὁ σύγχρονος εὐρωπαϊκός πολιτισμός κατά μέγα μέρος καί κατ’ ἐξαίρεση ἀρνήθηκε τήν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ καί ἄσκησε σκληρότατη κριτική στή θρησκεία. Ἀλλά κι αὐτό, ὅπως προαναφέραμε, εἶναι μιά στάση ἔναντι τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό Ὀρθόδοξη ἄποψη ἡ κατάσταση αὐτή (ἡ πανανθρώπινη ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ καί ἡ καθολική ἐμφάνιση τοῦ φαινομένου τῆς θρησκείας), ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει δημιουργηθεῖ γιά νά βρίσκεται σέ συνεχή σχέση καί κοινωνία μέ τόν Θεό. Ὅταν ὑπάρχει αὐτή ἡ κοινωνία, ὅπως στήν περίπτωση τῶν Πρωτοπλάστων στόν Παράδεισο, τότε ὁ ἄνθρωπος λειτουργεῖ σωστά, εἶναι ἀπόλυτα ὑγιής καί αἰσθάνεται ὁλοκληρωμένος. Ὅταν ἡ κοινωνία μέ τόν Θεό διακόπτεται, ὅπως συνέβη μέ τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων, τότε ὁ ἄνθρωπος παύει νά λειτουργεῖ ὀρθά, ἀσθενεῖ βαρύτατα («κατηρρώστησεν ἡ ἀνθρώπου φύσις», κατά τόν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας), εἶναι πλέον ἐλλιπής καί αἰσθάνεται μιά ἀπουσία, ἕνα τεράστιο κενό. Ὁ μεταπτωτικός ἄνθρωπος, ἀγνοώντας τόν ἀληθινό Θεό καί μή δυνάμενος ὁ ἴδιος νά Τόν ἀνακαλύψει, ἐπιχειρεῖ νά καλύψει τό κενό τῆς ἀπουσίας Του, θεοποιώντας ὅσα τόν περιβάλλουν ἤ λατρεύοντας τά κατασκευάσματά του ἤ ἐπινοώντας ἀνύπαρκτους «θεούς» μέ τή λογική καί τή φαντασία του. Ἔτσι προῆλθαν οἱ θρησκεῖες. Αὐτές, ἄν καί πηγάζουν ἀπό μιά φυσική ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελοῦν συστήματα πλάνης, γιατί ὁδηγοῦν σέ ψευδεῖς καί ἀνύπαρκους «θεούς» καί, ὁπωσδήποτε, μακράν τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ὁ μεταπτωτικός ἄνθρωπος, συστηματικά πλέον καί χωρίς καμμία σχεδόν ἐξαίρεση, λατρεύει «τήν κτίσιν παρά τόν Κτίσαντα». Μέ τόν ὅρο «λατρεία» πρέπει νά ἐννοήσουμε καί κάθε μορφή ἀπολυτοποίησης, ὅπως ἀπολυτοποιήσεις πίστεων, φρονημάτων, ἰδεολογιῶν, ἰδεολογικῶν συστημάτων, θελήσεων, ἐπιθυμιῶν, ἀλλά καί ἀκραίων ἀνθρωπίνων παθῶν! Ἡ πλεονεξία, γιά παράδειγμα, εἶναι εἰδωλολατρία, κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο (Κολ. 3,5).
Ἡ ἀρχαία ἑλληνική ἀντίληψη περί Θεοῦ
Ὁ ἀρχαῖος Ἑλληνισμός δέν μποροῦσε νά εἶναι ἔξω ἀπ’ αὐτή τή διαδικασία ἀναζήτησης τοῦ Θεοῦ. Ὅπως γνωρίζουμε, ὅλοι οἱ πρωτόγονοι λαοί λάτρευαν τή φύση καί τά φυσικά φαινόμενα (Παγανισμός), πίστευαν δέ στήν ὕπαρξη ὄχι ἑνός, ἀλλά πολλῶν «θεῶν». Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τούς ἀρχαίους Ἕλληνες. Ἐκεῖνοι, βέβαια, ἀνέπτυξαν ἐπιστήμη, φιλοσοφία, τέχνη καί πολιτισμό, μέ τά ὁποῖα ἐπεξεργάστηκαν ἰδέες τοῦ ἀρχέγονου Παγανισμοῦ πρός τήν κατεύθυνση ἑνός φιλοσοφικοῦ μονοθεϊσμοῦ. Ὡστόσο, στοιχεῖα τῆς πρωτόγονης παγανιστικῆς κοσμοθεωρίας ἐπέζησαν καί κατέχουν κεντρική θέση στή σκέψη τους.
Ἔτσι, κατά τήν ἀρχαία ἑλληνική ἀντίληψη, στό τρίπτυχο Θεός - ἄνθρωπος - κόσμος προτεραιότητα ἔχει σαφῶς ὁ κόσμος καί ὄχι ὁ Θεός. Αὐτός εἶναι αἰώνιος καί ἀδημιούργητος. Ὑπῆρχε πάντοτε καί δέν τόν δημιούργησε κάποιος «θεός» ἤ ἄνθρωπος. Ἡ ἔννοια τῆς δημιουργίας, καί μάλιστα ἀπό τό μηδέν («ἐξ οὐκ ὄντων»), εἶναι ἄγνωστη στόν ἀρχαῖο Ἑλληνισμό, τό δέ φιλοσοφικό ἀξίωμα «τίποτε δέν προέρχεται ἀπό τό μηδέν» («ex nihilo nixil est») ἔχει καί ἐδῶ ἀπόλυτη ἰσχύ. Ὅπου γίνεται λόγος γιά «δημιουργία», αὐτή νοεῖται ὡς διάπλαση ἀπό προϋπάρχουσα ὕλη καί μέ βάση αἰώνια πρότυπα («ἰδέες», κατά τόν Πλάτωνα), δηλαδή πρόκειται στήν οὐσία γιά διαμόρφωση ἤ διακόσμηση τοῦ κόσμου. Ὁ κόσμος μας διέπεται ἀπό αἰώνιους καί ἀκατάλυτους νόμους, πού κανένας δέν μπορεῖ νά τούς παραβεῖ, εἶναι δέ στό σύνολό του τελειότητα καί ἁρμονία.
Βέβαια, ὑπάρχουν «θεοί», πολλοί ἤ ἕνας «θεός» κατά τή μεταγενέστερη ἀντίληψη μεγάλων φιλοσόφων. Αὐτοί, ὅμως, δέν βρίσκονται ἐκτός, ἀλλά ἐντός τοῦ κόσμου καί ἀποτελοῦν μέρος του. Ἐπιπλέον, ὑπόκεινται στούς ἴδιους αἰώνιους φυσικούς νόμους, στούς ὁποίους ὑπόκεινται καί οἱ ἄνθρωποι. Οἱ «θεοί», ὅπως καί οἱ ἄνθρωποι, εἶναι δέσμιοι τῆς «μοίρας», τῆς «ἀνάγκης» ἤ τῆς «εἱμαρμένης», πού κυβερνᾶ τόν κόσμο, καί ὀφείλουν νά ἐνεργοῦν σύμφωνα μέ τή «μοίρα» τους («κατά μόρον» καί ὄχι «ὑπέρ μόρον»). Εἶναι γνωστό, ἄλλωστε, τό ἀρχαῖο ρητό «ἀνάγκα τε καί θεοί πείθονται» («στήν ἀνάγκη - μοίρα ὑποτάσσονται ἀκόμη καί οἱ θεοί»!). Αὐτό σημαίνει ὅτι πραγματική ἐλευθερία δέν ὑπάρχει οὔτε στούς «θεούς», οὔτε στούς ἀνθρώπους.
Γενικότερα, οἱ «θεοί» τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἔχουν ἰδιότητες καί δυνάμεις, τίς ὁποῖες δέν ἔχουν οἱ ἄνθρωποι. Κατ’ ἐξοχήν χαρακτηριστικό τους εἶναι, βέβαια, ἡ ἀθανασία, τό γεγονός ὅτι δέν ὑπόκεινται στόν θάνατο, ὅπως οἱ ἄνθρωποι. Ὡστόσο, διακατέχονται ἀπό τά ἴδια πάθη καί ἀπό τίς ἴδιες ἀδυναμίες τῶν ἀνθρώπων καί ἐξευμενίζονται μέ θυσίες καί τελετές. Ἡ περί «θεῶν» ἀρχαία ἑλληνική ἀντίληψη εἶναι μᾶλλον προσωπική, δηλ. οἱ «θεοί» τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἔχουν προσωπικές ἰδιότητες, ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά, προσωπικά πάθη καί ἐπιθυμίες, ἔχουν διαφορές μεταξύ τους κ.λπ. καί δέν ἀποτελοῦν ἀπρόσωπες δυνάμεις. Περισσότερο ἀπρόσωπη εἶναι ἡ μεταγενέστρη μονοθεϊστική ἀντίληψη μεγάλων φιλοσόφων τῆς κλασικῆς ἐποχῆς (Πλάτωνα καί Ἀριστοτέλη), ὅπου ὁ «θεός» ἐκλαμβάνεται ὡς τό «ὄντως ὄν», τό «ὕψιστον ἀγαθόν», τό «πρῶτον κινοῦν» κ.λπ.
Προφανῶς, στήν ἐποχή τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ ὁ Ἑλληνισμός εἶχε συνειδητοποιήσει τήν ἀνεπάρκεια τῆς θρησκείας του καί ἀναζητοῦσε κάτι καλύτερο. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι, ὅταν ἦλθε στήν Ἀθήνα, βρῆκε βωμό ἀφιερωμένο στόν «ἄγνωστο θεό» (Πραξ. 17,23), δηλαδή σέ κάποιον «θεό» πού λατρευόταν, προφανῶς ὡς ἀνώτερος καί τελειότερος ἀπό τούς γνωστούς «θεούς», ἐνῶ ἦταν ἄγνωστος. Ἀπό τό γεγονός αὐτό ἔλαβε ἀφορμή νά μιλήσει στούς Ἀθηναίους γιά τόν Χριστό.
Νεοειδωλολατρία καί «Νέα Ἐποχή»
Στήν ἐποχή μας τά τελευταῖα 25 χρόνια περίπου ἀναπτύσσεται ἕνα κίνημα μέ πολλές ἐπιμέρους ὁμάδες καί μέ κυρίαρχο αἴτημα τήν ἐπιστροφή στίς «ρίζες μας» καί, εἰδικότερα, στήν «πατρώα» πολυθεϊστική θρησκεία. Πρόκειται γιά τό κίνημα τῆς Νεοειδωλολατρίας ἤ Ἀρχαιολατρίας ἤ Νεοπαγανισμοῦ, μέ στοιχεῖα ἔντονα ἐχθρικά πρός τόν Χριστιανισμό, πρός τήν Ἐκκλησία καί πρός τό ἴδιο τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Στό πλαίσιο ἑνός συχνότατα ἐμφανιζομένου παραληρήματος φανατισμοῦ, μισαλλοδοξίας καί ἐθνικισμοῦ, ὁ ἀποκαλούμενος ἀπό τίς ὁμάδες αὐτές «Ἰουδαιοχριστιανισμός», παρουσιάζεται ὡς ὑπαίτιος κάθε κακοῦ πού ἔχει συμβεῖ ἤ συμβαίνει στόν κόσμο! Εἰδικότερα, θεωρεῖται «θανατική ποινή τῆς Ἑλλάδος», «σάββανο τοῦ Ἑλληνισμοῦ» κ.ἄ. Ὁμάδες τοῦ χώρου κάνουν λόγο γιά ἐνεργούμενο ἤδη «ἱερό πόλεμο», ὁ ὁποῖος «στό πρῶτο του στάδιο θά εἶναι καθαρά ἀντιχριστιανικός». Σέ κείμενα τῶν ὁμάδων ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός χαρακτηρίζεται «ἀσήμαντος ξυλουργός», «ψευτοθεός», «μιαρός», «ἀκάθαρτο καί βρωμερό πνεῦμα», «περιτετμημένος ἀγύρτης», «δολοφόνος», «κήρυκας μίσους, διχασμοῦ καί μισελληνισμοῦ» καί πολλά ἄλλα βλάσφημα καί ἀνιστόρητα. Ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου ἀποκαλεῖται «θεομίσητο σύμβολο», «ἐμετικό καί ἀηδιαστικό» κ.ἄ., πού πρέπει νά ἀποκαθηλωθεῖ ἀπό τούς δημόσιους χώρους. Οἱ Ἱερεῖς τῆς Ἐκκλησίας ἀποκαλοῦνται ἐπίσης «ἀγύρτες», «δήμιοι», «ἀνδράποδα», «στυγεροί πρωτογενίτσαροι», «ἀνθρωπόμορφα κτήνη», «πράκτορες τοῦ ξένου θεοῦ», «ἐνδεδυμένα μέ ράσα ἑρπετά» κ.ἄ. (βλ. Κυρ. Τσουροῦ, Σύγχρονες αἱρέσεις καί «Νέα Ἐποχή», ἔκδ. Ἔννοια, 2018, σ. 212-215, Ἀρσ. Βλιαγκόφτη, Οἰκουμενισμός, Νεοειδωλολατρία καί Νέα Ἐποχή, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 53-54 κ.ἄ.).
Πολλοί πιστεύουν ὅτι πρόκειται γιά γνήσια ἑλληνικό κίνημα ἐπιστροφῆς σέ κάποιο ἔνδοξο παρελθόν. Στήν πραγματικότητα, ὅμως, ἀποτελεῖ μέρος τοῦ διεθνοῦς νεοπαγανιστικοῦ κινήματος καί εἶναι φαινόμενο ξενόφερτο καί ξενοκίνητο, ἐντασσόμενο στή γενικότερη ἀπόπειρα ἀναβίωσης τῶν ἀρχαίων πολυθεϊστικῶν θρησκειῶν κάθε λαοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ἑλληνικές ὁμάδες τοῦ κινήματος μετέχουν σέ διεθνεῖς νεοπαγανιστικές ὁμοσπονδίες, ὅπως τό «Παγκόσμιο Συνέδριο Ἐθνικῶν Θρησκειῶν» κ.ἄ.
Εἶναι ἐπίσης χαρακτηριστικό, ὅτι ὁ Νεοπαγανισμός ἐντάσσεται ἤ τουλάχιστον συνδέεται στενά μέ ἕνα ἄλλο εὐρύτερο κίνημα, τή «Νέα Ἐποχή». Αὐτό ἐμφανίστηκε στά μέσα περίπου τοῦ περασμένου αἰώνα, ἀντλώντας τά βασικά στοιχεῖα του ἀπό τόν Ἀποκρυφισμό («ἀπόκρυφο» σημαίνει δαιμονικό, κατά τήν Ὀρθόδοξη ἀντίληψη), ἀπό τήν Ἀστρολογία καί ἀπό τίς ἀνατολικές θρησκεῖες (Ἰνδουϊσμό καί Βουδισμό). Ἡ «Νέα Ἐποχή» ἔχει μιά ἰδιαίτερη ἀντίληψη περί Θεοῦ, ἡ ὁποία διαφέρει ριζικά ἀπό τή χριστιανική, ὁμοιάζει δέ μέ αὐτή τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν καί υἱοθετεῖται ἐν πολλοῖς ἀπό τό νεοπαγανιστικό κίνημα.
Κατά τό φρόνημα τῆς «Νέας Ἐποχῆς», δέν ὑπάρχει οὐσιαστική διαφορά μεταξύ Θεοῦ, ἀνθρώπου καί κόσμου. Βασικό δόγμα τοῦ κινήματος εἶναι ἡ ἄποψη ὅτι «Ὅλα εἶναι ἕνα» («Ἕν τό πᾶν», ἀπόλυτος πανθεϊστικός μονισμός). Ὁ «θεός» εἶναι μιά ἀπρόσωπη δύναμη, πού προσλαμβάνει διάφορες μορφές καί σχηματίζει τά πράγματα τοῦ κόσμου. Κάθε πράγμα ἔχει ἕνα θεῖο πυρήνα, κάθε τί εἶναι μέρος τῆς ἀπρόσωπης θεότητας, «θεός» καί κόσμος, τελικά, ταυτίζονται. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τόν ἄνθρωπο. Προορισμός ἤ «σωτηρία» του εἶναι ἡ ἀνακάλυψη τοῦ θείου πυρήνα, πού ὑπάρχει μέσα του, καί ἡ ταύτιση μέ τήν ἀπρόσωπη θεότητα. Μιά τέτοια «σωτηρία» προέρχεται ἀπό τόν ἴδιο (αὐτοσωτηρία - αὐτολύτρωση) καί δέν ἀπαιτεῖ κάποιον ἐξωτερικό λυτρωτή. Γιά τήν ἐπίτευξή της δέν εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἔνταξη σέ κάποια θρησκεία, ὡστόσο ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι «δρόμοι», πού ὁδηγοῦν στόν ἴδιο «θεό» (Πανθρησκεία). Οὔτε εἶναι ἀπαραίτητη ἡ τήρηση κάποιου ἠθικοῦ κώδικα, γιατί δέν ὑπάρχει διάκριση μεταξύ καλοῦ καί κακοῦ! Ἐπίσης, δέν ἐπαρκεῖ γι’ αὐτήν ἡ διάρκεια μιᾶς ζωῆς, ἀλλά χρειάζεται νά ἐπανέλθει κάποιος πολλές φορές στή ζωή μέ ἄλλο σῶμα (μετενσάρκωση).
Ἄς δοῦμε πῶς τέτοιες ἀντιλήψεις, ἐν πολλοῖς ξένες ὡς πρός τήν ἀρχαία ἑλληνική παράδοση, υἱοθετοῦνται, συμπλέκονται καί προβάλλονται ἀπό ὀργανώσεις τοῦ νεοειδωλολατρικοῦ κινήματος. Διαβάζουμε σέ ἔντυπά τους (ἀπό Ἀρσ. Βλιαγκόφτη, ὅ.π., σ. 60 ἑξ.): «Ἡ Ἐθνική Θρησκεία διατείνεται ὅτι ὁλόκληρο τό Σύμπαν εἶναι ἔμψυχο καί θεϊκό. Οἱ θεοί γεννιοῦνται καί βρίσκουν τήν ἀναγνώρισή τους μόνο ἐντός τοῦ Κόσμου καί διά τοῦ Κόσμου». «Ὁ κόσμος (εἶναι) αἰώνιος καί ἀγέννητος, ἀΐδιος, ἄνευ ἀρχῆς καί τέλους, αὐτογέννητος καί αὐτοπάτωρ, κύριος καί τροφεύς τοῦ ἑαυτοῦ του». «Οὐδέν ἄλλο τι καί ἀλλότριον τοῦ κόσμου ὑπάρχει ... Θεός ἐξωσυμπαντικός καί δημιουργός, ἤ δυνάμεις ἀγαθαί ἤ κακαί, ἐκτός τῆς ὅλης κοσμικῆς νομοτελείας, δέν ὑφίστανται». «Γιά μᾶς ὑπάρχει μόνον ὁ ρυθμός τοῦ Κόσμου καί ἡ κυριαρχία τοῦ ἀπροσώπου Νόμου. Δέν ὑπάρχει οὐδείς ἐξωκοσμικός θεός ... Ὄχι, ὑπάρχει μόνον ὁ λογικός καί ἀμετάβλητος φυσικός Νόμος, τοῦ ὁποίου τήν πραγματική καί ὄχι αὐθαίρετη δικαιοσύνη ὑπηρετοῦν οἱ Θεοί καί ὀφείλουμε νά ὑπηρετοῦμε καί ἐμεῖς συναπτόμενοι πρός τόν ρυθμό τοῦ Κόσμου, ὁ ὁποῖος μᾶς ὁδηγεῖ πάντοτε σύμφωνα μέ τόν Θεῖο Νόμο τῆς ἐξελίξεως πρός τήν τελείωσή μας».
«Κατά τήν πολυθεϊστικήν ἀντίληψιν ἅπαντα τά στοιχεῖα τοῦ Κόσμου εἶναι ἱερά καί θεῖα, ἐμψυχούμενα ὑπό Θείων Ὀντοτήτων». «Εἴμαστε λάτρεις τῆς Φύσεως». «Ἡ Μάνα-Γῆ ... θά σωθεῖ μονάχα ἀπό ἐκείνους πού θά τήν ἀγαπήσουν σάν μητέρα καί θά τήν λατρεύσουν ὡς θεά».
«Ἡ μετεμψύχωσις εἶναι τό θεμέλιον τῆς Ἑλληνικῆς Πνευματικότητος». «Ἡ μετεμψύχωσις ἦτοι κοινή πίστις τῆς θρησκείας τῆς Χρυσῆς Ἐποχῆς». «Ἐπανερχόμαστε (στή ζωή) γιά νά βαδίσουμε μέσα ἀπό αὐτές τίς συνεχεῖς παλιγγενεσίες στήν αὐτογνωσία καί τήν ἀποθέωσή μας, γιά τόν ἁπλό καί μόνο λόγο ὅτι σκοπός τοῦ σύμπαντος εἶναι ἠ δημιουργία συνειδήσεων, τῶν δέ συνειδήσεων ἡ τελείωση καί ἡ ἀποθέωσή τους μέσα ἀπό τή γνώση ὅλων τῶν ἀληθινῶν αἰτίων τῶν φαινομένων».
«Δέν πιστεύουμε στήν Ἑβραιοχριστιανική δυαδικότητα», δηλ. στή διάκριση μεταξύ καλοῦ καί κακοῦ! «Ἡ προσπάθειά μας εἶναι νά ξεφύγουν (οἱ ἄνθρωποι) ἀπό τόν διπολισμό τῶν ἐννοιῶν “Καλό” καί “Κακό”». «Ὁ πολυθεϊσμός ἀπελευθερώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό ὁποιονδήποτε ἠθικό νόμο. Βάζει τήν ἠθική του πάνω στή φύση καί πουθενά ἀλλοῦ. Δέν ἔχει τήν ἔννοια τοῦ Καλοῦ καί τοῦ Κακοῦ». «Ὁ ἄνθρωπος δέν ἀναγνωρίζει κανέναν ὡς Κύριό του. Οὐδείς σωτήρας προορίζεται νά τόν σώσει. Ἀρκεῖται στήν αὐτοσωτηρία του μέ βάση τίς προσωπικές του δυνάμεις». «Κάθε ἄνθρωπος ἔχει τή δυνατότητα νά προβάλλει τό Εἶναι του σέ θεό»!
Ἡ περί Θεοῦ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας
Εἶναι φανερό ὅτι ἡ περί «θεοῦ» ἤ περί «θεῶν» ἀντίληψη τοῦ νεοειδωλολατρικοῦ κινήματος, καθώς καί αὐτή τῆς «Νέας Ἐποχῆς», διακρίνονται ριζικά ἀπό τήν ἀντίστοιχη τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Γιά τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἔχει ἀπόλυτη σημασία τό νά εἶναι ὀρθή ἡ περί Θεοῦ ἀντίληψη. Ἡ ὀρθή ἀντίληψη ὁδηγεῖ στόν ἕνα, μοναδικό καί ἀληθινό Θεό. Ἡ ἔστω καί μικρή ἀλλοίωσή της ὁδηγεῖ σέ ἄλλους «θεούς», στούς «κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» (Ἐφ. 6,13). Νά γιατί ἡ Ἁγία Γραφή τονίζει ὅτι «πάντες οἱ θεοί τῶν ἐθνῶν δαιμόνια» (Ψαλμ. 95,5)! Νά γιατί οἱ ἅγιοι Μάρτυρες ἔχυναν τό αἷμα τους γιά νά μήν προσκυνήσουν τά εἴδωλα, ἔχοντας τήν ἀπόλυτη βεβαιότητα ὅτι μέσα σ’ αὐτά κατοικοῦσαν δαίμονες. Αὐτούς ἀκριβῶς τούς «θεούς» μᾶς καλοῦν νά προσκυνήσουμε οἱ ὀπαδοί τοῦ σύγχρονου νεοειδωλολατρικοῦ κινήματος.
Ποιός εἶναι, ὅμως, Θεός τῆς Ἐκκλησίας; Μήπως εἶναι ὁ Θεός τῶν φιλοσόφων; Εἶναι γεγονός, ὅτι ἐκεῖνοι ἀνακάλυψαν κάποιες γενικές ἀλήθειες περί Θεοῦ, ὅπως ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγαθός, ὅτι εἶναι δίκαιος κ.ἄ., ὡστόσο ὁ Θεός δέν ἀνακαλύπτεται μέ ἀνθρώπινα μέσα, ἀλλά γίνεται γνωστός μόνο ὅπου ἀποκαλύπτεται ἤ φανερώνεται ὁ Ἴδιος. Ἡ Παλαιά Διαθήκη μαρτυρεῖ ἀκριβῶς γιά τίς ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ στούς «Πατέρας», δηλ. στούς Προφῆτες καί στούς Δικαίους τῆς ἐποχῆς της. Ἡ Καινή Διαθήκη μαρτυρεῖ γιά τό γεγονός ὅτι ὁ ἀποκαλυπτόμενος στήν ἐποχή ἐκείνη Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, «ἐπί τῆς γῆς ὤφθη καί ἐν τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» (Βαρ. 3,38), δίδαξε, θαυματούργησε, σταυρώθηκε γιά τή σωτηρία μας, πέθανε στόν Σταυρό καί ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς. Ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μαρτυρεῖ γιά τό γεγονός ὅτι ὁ Ἀναστάς Κύριος ἀποκαλύπτεται στούς «καθαρούς τῇ καρδίᾳ» (πρβλ. «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται», Ματθ. 5,8), δηλ. στούς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας, μέχρι σήμερα. Οἱ Ἅγιοι ἀποκαλοῦνται «θεόπτες», ἀκριβῶς ἐπειδή βλέπουν τόν Θεό ἀπό τήν παροῦσα ἤδη ζωή.
Εἶναι φανερό, ὅτι ὁ Θεός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἕνα Πρόσωπο, εἶναι τό πανάγιο Πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι μιά ἀπρόσωπη ἐνέργεια ἤ δύναμη, ἀντίληψη πού θέλγει μέχρι σήμερα πολλούς ἀναζητητές μιᾶς γνησιότερης «πνευματικότητας». Γιά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἀπρόσωπος Θεός σημαίνει ἀνύπαρκτος Θεός. Ὡστόσο, διά τοῦ Χριστοῦ καί μόνο διά τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτονται ἄλλα δύο θεῖα Πρόσωπα, διακεκριμμένα μέν, ἀλλά καί ἑνωμένα μαζί Του ἀδιαχώριστα. Ἔτσι, διά τοῦ Χριστοῦ γνωρίζουμε τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος, δηλ. τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός εἶναι μία Φύση ἤ Οὐσία καί τρία Πρόσωπα ἤ Ὑποστάσεις, Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς διαβεβαίωσε ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ἡ μοναδική «ὁδός» πρός τόν Πατέρα (Ἰω. 14,6), ἀλλά καί Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος ἀποστέλλει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀπό τά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Υἱός (ὁ Χριστός) εἶναι τό πιό οἰκεῖο σέ μᾶς πρόσωπο.
Ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο μέσα στόν χρόνο καί ἀπό τό μηδέν. Ὡς Δημιουργός, προϋπάρχει, βέβαια, τοῦ κόσμου. Κατά τήν Οὐσία Του βρίσκεται παντελῶς ἐκτός τοῦ κόσμου (εἶναι «πανταχοῦ ἀπών»), ἀλλά κατά τήν Ἐνέργεια ἤ κατά τίς Ἐνέργειές Του εἶναι «πανταχοῦ παρών». Ὅλα μετέχουν σέ Ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ (τουλάχιστον στή Δημιουργική καί στήν Προνοητική θεία Ἐνέργεια), ἀλλά καί ὅλα διακρίνονται σαφῶς ἀπό τίς θεῖες Ἐνέργειες, ὡς «ἐνεργήματα» (ἀποτελέσματα Ἐνεργειῶν). Αὐτό σημαίνει, ὅτι μπορεῖ νά ὑπάρχει μετοχή τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ποτέ ταύτιση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο ἤ τόν κόσμο. Ἡ ὕψιστη μορφή μετοχῆς εἶναι ἡ μετοχή στήν ἄκτιστη Θεοποιό Ἐνέργεια ἤ Δόξα τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία μετέχουν οἱ Ἄγγελοι καί οἱ θεωμένοι ἄνθρωποι (οἱ Ἅγιοι). Ἡ κατάσταση αὐτή ἐπιτυγχάνεται μόνο διά τοῦ Χριστοῦ καί μόνο μέσῳ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ (τῆς Ἐκκλησίας). Ὅσοι φτάνουν στήν κατάσταση αὐτή τοῦ ἐν Χριστῷ δοξασμοῦ διατηροῦν ὅλα τά στοιχεῖα τῆς προσωπικότητάς τους, ἀλλά ταυτόχρονα μεταβάλλονται, ἀλλοιώνονται «ὀθνείαν ἀλλοίωσιν εὐπρεπεστάτην», γίνονται «ὅλοι φῶς», «ἐκλάμπουσιν ὡς φωστῆρες», καθίστανται «λάμποντες, ἀστράπτοντες, ἠλλοιωμένοι»!
Ἱερεύς Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας