Η εξομολόγηση ενός Εθνικιστή και Χρυσαυγίτη
- Κατηγορία Άρθρα
Με αφορμή το γνωστό reality big brother, έγινε αναφορά από μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, την οποία ο πρόεδρος διαβίβασε στο αρμόδιο Πειθαρχικό Όργανο, προκειμένου να ασκηθεί πειθαρχική δίωξη στη συμμετέχουσα δικηγόρο ,λόγω απρεπούς συμπεριφοράς και προσβολής του δικηγορικού λειτουργήματος.
Σε αυτή, επισημαίνεται ,ότι η συμμετοχή της δικηγόρου στο συγκεκριμένου reality είναι αντίθετη με τον κώδικα δεοντολογίας, ενώ τονίζεται πως ,ως δημόσιος λειτουργός , οφείλει να έχει αξιοπρεπή συμπεριφορά στον ιδιωτικό της βίο και να μην εκτελεί πράξεις που προσβάλλουν το κύρος του δικηγορικού επαγγέλματος.
Εν συνεχεία, ακούστηκαν φωνές άλλων συναδέλφων που διαφώνησαν (η πλειοψηφία ευτυχώς) και άλλων που συμφώνησαν με το επιχείρημα: « ...Η συμμετοχή σε reality και το να συναγελάζεσαι με όλους αυτούς που θα γελούσες μαζί τους σε ένα ακροατήριο, σαφώς και προσβάλλει το δικηγορικό σώμα...οι δικηγόροι έχασαν την αίγλη τους από την στιγμή που κατεβάσαμε οι ίδιοι το επίπεδο μας και επιτρέψαμε με "αναξιοπρεπείς" συμπεριφορές, εξισώσεις με ανόμοιες κοινωνικά (και ταξικά θα έλεγε κάνεις πιο ακραίος) ομάδες της κοινωνίας μας».
Στο πιο πάνω επιχείρημα είναι πρόδηλη η αυταπάτη στην οποία πέφτουν πολλοί δικηγόροι ,που μου θυμίζει αυτό που λέγεται για την Αμερική, ότι δηλαδή εκεί δεν μπόρεσε να βάλει πόδι ο σοσιαλισμός, γιατί το προλεταριάτο θεωρούσε ότι ήταν εκατομμυριούχοι με προσωρινή ταμειακή δυσχέρεια... Βέβαια ,ποιος θα το φανταζόταν σήμερα, με τις μεγαλειώδεις εξεγέρσεις, ότι η ελπίδα θα ερχόταν από εκεί!
Τώρα, για τους εγχώριους και συναδελφικούς Αντουανετισμούς ,θα ήταν ανάξιοι λόγου, αν δεν πρόδιδαν μια ελιτίστικη τάση ταύτισης των αναγκών τους με των ισχυρών, ώστε να «παραπονούνται» ανέξοδα για έλλειψη παιδείας, παραβλέποντας εσκεμμένα ότι η παιδεία δεν είναι ένα αυτονόητο δικαίωμα για όλους, αλλά κάτι απόλυτα ταξικό και πολιτικό κατά βάση.
Η πειθαρχική δίωξη της συναδέλφου που συμμετέχει σε reality ήταν, άραγε, η σωστή αφορμή να αναρωτηθεί ο κλάδος μας γιατί οι δικηγόροι σήμερα απαξιώνονται από την κοινωνία και τις εκάστοτε κυβερνήσεις;
Λες και χρειάζεται ειδική αφορμή, ειδικά για εμάς,να μας απαξιώσει η κυβέρνηση, όταν για την υπόλοιπη κοινωνία:
Σε ένα κόσμο συγκλονιστικών αντιθέσεων, εκείνο που σε εξανθρωπίζει είναι με ποια μεριά συντάσσεσαι. Και όποιος δεν είναι με τη μία, τότε αναγκαστικά είναι με την άλλη! Κι σε αυτήν την πάλη το απολίτικο και η ουδετερότητα, με όσους ιντελεκτυέλ μανδύες κι αν ενδύονται, ισοδυναμεί με οπισθοπορεία και συντήρηση, με παθητικότητα κι άκαπνη μάχη, ώστε να συνεχιστεί ο παραλογισμός να εμφανίζεται σαν «κανονικότητα» η δυστοπία ενός κόσμου, όπου τα θησαυροφυλάκια 8 Κροίσων ξεπερνούν τα υπάρχοντα του μισού πληθυσμού της Γης.
Ειδικώς, η αποστροφή «με αυτούς που θα γελούσες» δείχνει ,όχι μόνο ότι είμαστε απέναντι και μάλιστα κοροϊδευτικά στη κοινωνία, αλλά και μια άγνοια της ιστορικής συνέχειας, όταν φαντάζεσαι τη σημερινή εργατική τάξη σαν τον μεταλλωρύχο με την αξίνα του και δεν συμπεριλαμβάνεις σε αυτήν τις στρατιές από καλοντυμένους επιστήμονες μπροστά στον υπολογιστή τους ή τους μαέστρους πολύπλοκων γραμμών βιομηχανικής παραγωγής υψηλής τεχνολογίας.
Στο εμβληματικό βιβλίο του «Η ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών», ο Χάουαρντ Ζιν αναφέρει μια φράση που θα έλεγε κανείς πως μπορεί άψογα να συνοψίσει τον συνδυασμό της αντικειμενικής ματιάς που οφείλει να έχει ένας ιστορικός απέναντι στα πράγματα και της πολιτικής οπτικής που μετουσιώνει την Ιστορία σε έναν καμβά συγκεκριμένων συμπερασμάτων: «Η κραυγή των φτωχών δεν είναι πάντα δίκαιη αλλά αν δεν την έχεις ακούσει, δεν θα καταλάβεις ποτέ τι σημαίνει Δικαιοσύνη». Μέσα από αυτό το απόφθεγμα, ο μεγάλος ιστορικός κάνει μια διπλή και εξόχως εύστοχη παρατήρηση. Αφενός, λέει πως η έννοια της Δικαιοσύνης δεν μπορεί να καθοριστεί έξω από την ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας, λες και το δίκαιο είναι ένας αντικειμενικός «διαιτητής» ενός αγώνα που παίζεται σε ένα ουδέτερο γήπεδο: το γήπεδο του καπιταλισμού δεν είναι ουδέτερο και ως εκ τούτου, το δίκαιο οφείλει να οριστεί με γνώμονα τους ριγμένους της κατάστασης. Αφετέρου, ο Ζιν επισημαίνει κάτι που πολλές φορές, εξαιτίας ενός φανατισμού που τείνουμε να αποκτούμε σε συζητήσεις που έχουν να κάνουν με το σύστημα και τις αδίκιες του, τείνουμε και να ξεχνάμε: η συνειδητοποίηση της καταπίεσής μας και η «γέννηση» της ανάγκης να αντισταθούμε σε αυτή, δεν συνεπάγεται αυτόματα και μια αυταπόδεικτη αλήθεια.
Η πιο πάνω αναφορά κατά της συμμετέχουσας δικηγόρου και οι υποστηρικτικές φωνές είναι υποκριτικές και βαθιά αντιδραστικές. Γιατί ,στην ουσία, αναπαράγεται μια ολόκληρη, εντελώς συντεχνιακή και άσφαιρη συζήτηση για τα φαινόμενα «αντιδεοντολογικής» συμπεριφοράς των δικηγόρων. Σαν η δικηγορική ιδιότητα να είναι ένας αυθύπαρκτος θεσμός, που δεν συγχωρεί «αντιδεοντολογικές» παραβιάσεις! Ομως, ο χώρος των δικηγόρων δεν είναι ένας «όμορφος κόσμος, ηθικός, αγγελικά πλασμένος»... Η οσμή της σαπίλας αναδίδεται και εδώ. Στο φως της δημοσιότητας έχουν έρθει πάμπολλες περιπτώσεις δικηγόρων, που είναι μπλεγμένοι σε κυκλώματα μαφίας, δωροδοκούν, εκβιάζουν. Κι ας κάνουν ορισμένοι τους ανήξερους...
Επομένως, μια πραγματικά ουσιαστική συζήτηση για το ρόλο των δικηγόρων δεν μπορεί να γίνεται στο κενό, χωρίς να εξετάζεται πρώτα και κύρια το περιεχόμενο της δραστηριότητάς τους. Και σίγουρα, δεν μπορεί να γίνεται εις βάρος των αδυνάτων, για θέματα που αφορούν την προσωπική τους ζωή, όταν αφενός αφήνεις στο απυρόβλητο συμπεριφορές που είναι πασπαλισμένης με την χρυσόσκονη της ταξικής «υπεροχής» και του Κωστοπουλικού lifestyle και αφετέρου αφήνεις ατιμώρητες σοβαρές υποθέσεις που άπτονται της επαγγελματικής δραστηριότητας.
Φυσικά, έχει προηγηθεί ο εξευτελισμός των θεσμών, για να πίνεται ξεροσφύρι η φαιδρότητα ορισμένων «συλλειτουργών».
Δικαστές που αποκαλούνται από δικηγόρους σε απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες με παρατσούκλια – ο Ψηλός, ο γυαλάκιας, ο Παναθηναϊκάκιας, λες και είναι μέλη συμμορίας κλεπταποδόχων - πολιτικοί που πλασάρουν σε νυχτερινές εκπομπές telemarketing προϊόντα για αφελείς ή θρησκόληπτους, δημοσιογράφοι που βάζουν ερωτήσεις από σκονάκια που τους δίνει υποψήφιος Πρωθυπουργός, είναι βούτυρο στο ψωμί της φαιδροποίησης κάθε κοινωνικού θεσμού.
Τα έχουμε ξαναπεί και στην υπόθεση Τοπαλούδη. Γι αυτό κι αυτή η αναφορά για αντιδεοντολογική συμπεριφορά μιας συμμετέχουσας συναδέλφου σε reality, προβάλλει τόσο ντροπιαστική και υποτιμητική για τη νοημοσύνη μας , από τη στιγμή που τα συνδικαλιστικά μας όργανα δεν έχουν αρθρώσει ένα λόγο για πιεστικά κοινωνικά ζητήματα όπως η γυναικοκτονία, ο βιασμός, η κακοποίηση.
Πότε παρενέβη ο δικηγορικός σύλλογος, όταν συνάδελφοί μας «ξέσκιζαν» και στοχοποιούσαν θύματα βιασμών, βεβήλωναν τη μνήμη τους και ενίσχυαν, αδιάντροπα, την κουλτούρα βιασμού; Όταν θεωρούσαν ότι είναι επιτρεπτό και δεοντολογικό να απευθύνουν στα θύματα ερωτήσεις του στυλ τι εσώρουχα φορούσε, πόσους σεξουαλικούς συντρόφους είχε, αν είχε πιει, αν είπε αρκετά δυνατά το όχι ή απλά έκανε τη δύσκολη, γιατί κυκλοφορούσε τη νύχτα, γιατί είχε πιει, γιατί φορούσε προκλητικά ρούχα, γιατί βγήκε μόνη της και άλλες ων ουκ έστι αριθμός.
Πιστός στον «νομικό μας πολιτισμό» και στην «δικηγορική δεοντολογία» και σαν «συλλειτουργός της Δικαιοσύνης», ο συνήγορος υπεράσπισης στην πιο πάνω δίκη αναφωνούσε «βιασμό με στηθόδεσμο δεν μπορώ να φανταστώ»...
Οι δικηγόροι αυτοί έκαναν απλώς τη δουλειά τους κι ο ΔΣΑ αισθάνεται υπερήφανος για τα μέλη αυτά που αποτελούν την πλειοψηφία;
Πολλώ δε μάλλον, όταν και οι γυναίκες, μαχόμενες δικηγόροι αντιμετωπίζουμε πλείστα όσα περιστατικά σεξισμού, έμφυλης ανισότητας και ,πολλές φορές, πλήρους αορατότητας, μέσα στον επαγγελματικό μας χώρο και όχι σε ένα τηλεπαιχνίδι.
Μια πόλη χωνεμένη στα βουνά της σιωπής. Ολόγυρα τη βρέχουν επιθανάτιοι ρόγχοι. Άνθρωποι την κατοικούν μα άνθρωποι που δε μοιάζουν με άλλους ανθρώπους. Πόλη γιομάτη από φυλές. Πόλη που αιμορραγεί . Πληγή χαίνουσα. Αλλόκοτη πόλη. Ανάμεσα σε εκείνους προεξέχουν στους πρόποδες ενός βουνού που κοιτάζει την Ανατολή, οι Φιλισταίοι της τέχνης. Σε αυτούς είναι υπόδουλοι κι ευγνώμονες οι συνήθεις ύποπτοι. Οι καταναλωτές της τέχνης, φυλή λιγότερο επικίνδυνη. Κι όμως ολόγυρα εκείνων κι εκείνων καιροφυλακτούν αδίστακτοι δημιουργοί. Άπληστοι θιασώτες που κατασκευάζουν τέχνη σαν μηχανές. Είναι η υποκουλτούρα της πόλης. Δάνειο στους ανύποπτους κι εφησυχασμένους. Το δικό τους άλλοθι. Κι οι άνθρωποι. Αχ! Οι άνθρωποι. Στοιβαγμένοι μέσα σε αστραφτερά ιλουστρασιόν χρωματιστά περιτυλίγματα. Επικίνδυνοι νάρκισσοι. Και ακίνδυνοι τυχοδιώκτες της σε ομηρία αμειβόμενης τέχνης. Κονιορτοποιημένες ψυχές που δεν οσμίζονται καν της τέχνης τις παρυφές. Φτιασιδωμένοι αρλεκίνοι με παραφουσκωμένα μυαλά. Που ξέρουν να κρύβουν καλά το βελουδένιο πουγκί με τα τριάντα αργύρια.. ντεκορατέρ έργων τέχνης. Άγαρμποι πιονέροι του τίποτε. Κοιμούνται και ξυπνούν με το ίδιο όνειρο. Από την Ανατολή ως τη Δύση. Να γελάσουν μαζί και να προδώσουν την εφηβεία τους. Τη μόνη αλήθεια τους. Και κάπου εκεί κοντά, οι μαικήνες της τέχνης, σκαρώνουν μαριονέττες. Πλήθος. Από μαριονέττες που πλέον σιτίζονται μνήμες. Μνήμες νεκρές. Σπαράγματα που αθροίζονται σε κακοφτιαγμένα κολλάζ . είναι εκείνοι που δεν ξέρουν ούτε να επιβιώσουν ούτε να πεθάνουν. Μόνο κοιτούν καθρέφτες. Οξειδωμένους. Ανάξιοι εραστές ανεστραμμένων ειδώλων.
Μόνοι να αποθεώνουν το τίποτε
Κείνο που μετά από πενήντα χρόνια
Δε θα έχει υπάρξει ποτέ
Γιατί κανείς δε θα το θυμάται
Γένοιτο
Γ.Δ. Αναγνώστου , ποιητής
Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2020