«Το διορατικό δόγμα» - του Ανδρέα Θ. Λυκουρέντζου*
Με εντελώς ανεύθυνο τρόπο, ο οποίος αποκαλύπτει ασυγχώρητη άγνοια των ιστορικών γεγονότων και προκλητική περιφρόνηση της Ευρωπαϊκής πολιτικής και κυρίως οικονομικής πραγματικότητος, αναζωπυρώθηκε η συζήτηση για τη θέση της Ελλάδος στη
διεθνή κοινότητα. Υπό το βάρος της ιδιαίτερα κρίσιμης σημερινής πραγματικότητας για την πατρίδα μας και της αμφίβολης έκβασης της περαιτέρω ευρωπαϊκής της πορείας, αποκτά ιδιαίτερη ένταση στο δημόσιο διάλογο η σύγκρουση μεταξύ των υπερασπιστών της ισότιμης συμμετοχής της Ελλάδος στη μεγάλη δημοκρατική οικογένεια της Ευρώπης και των προπαγανδιστών των τυχοδιωκτικών επιλογών της δραχμής και του καταστροφικού απομονωτισμού.
Τίθεται, δυστυχώς, εκ νέου το ερώτημα σε ποιο συνασπισμό οφείλει να ανήκει ή να μην ανήκει η χώρα μας και για ποιούς λόγους;
Η απάντηση θα μπορούσε να αναζητηθεί με τη μεθοδολογία της αξιολόγησης ορισμένων θεμελιωδών κριτηρίων, όπως αυτών της γεωγραφικής θέσης, των δεσμών οι οποίοι εδράζονται στο πεδίο του πολιτισμού αλλά και των οικονομικών σχέσεων, οι οποίες αναπτύσσονται μεταξύ των επιχειρηματικών κύκλων γειτονικών λαών. Αποτελούν, ωστόσο, τα αναφερόμενα κριτήρια την ικανή και αναγκαία συνθήκη ώστε μια χώρα να συνδέσει τη τύχη της με έναν συνασπισμό κρατών-μελών χωρίς η ταύτιση αυτή να αποτελεί εθνικό στρατηγικό δόγμα, το οποίον εξυπηρετεί μακροπρόθεσμα και μονίμως τα συμφέροντα ενός λαού;
Προφανώς η ψυχρή αποτίμηση αυτών των κριτηρίων και μόνον αυτών, απεκδύεται το σημαίνοντα ρόλο της πολιτικής ηγεσίας αλλά και την πολιτική βαρύτητα μιας καθοριστικής σημασίας εθνικής επιλογής, η οποία θα αποδειχθεί και ως η κορυφαία διορατική εξέλιξη. Εν προκειμένω, η ένταξη της Ελλάδος στην Ε.Ο.Κ. των δέκα κρατών-μελών την 28η Μαΐου 1979 δεν αποτέλεσε τη φυσική συνέπεια για τη χώρα μας, ως έχουσα μια εξαιρετικά σημαντική γεωπολιτική θέση, μια πολιτιστική ενότητα κοινών αξιών και μια οικονομική δυναμική σε τομείς συγκριτικών πλεονεκτημάτων, όπως η ναυτιλία, ο τουρισμός και η ποιότητα των ελληνικών αγροτικών προϊόντων. Όλα τα παραπάνω αποτελούσαν και αποτελούν φυσικά ένα πλαίσιο, το οποίον ανταποκρίνεται στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Ικανοποιητικό δεδομένο, για να ξεκινήσει μια οποιαδήποτε διαδικασία διαπραγμάτευσης αλλά δεν επαρκεί αυτό, για να καθορίσει το μέλλον μιας χώρας και ενός λαού. Αντιθέτως, οι ηγέτες οδηγούν τους λαούς και τιθασεύουν την ιστορία. Και αυτή η σχέση των ηγετών με την ιστορία κατατάσσει ολίγους εκ των πολιτικών στην κατηγορία των εθνικών ηγετών και πολλούς άλλους στην κατηγορία προέδρων κομμάτων, οι οποίοι δεν τέμνουν αλλά ακολουθούν την πορεία των εξελίξεων. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με ακριβή αίσθηση της εθνικής ιστορικής εμπειρίας διατύπωσε το δόγμα: «Ανήκομεν εις την δύσιν» έχοντας υπ’ όψιν, αφενός τις δυνατότητες της Ελλάδος και αφετέρου τις απειλές και τη ρευστότητα της ευρύτερης περιοχής. Διέθετε την ισχυρή βούληση να επιτύχει την ισότιμη θέση της χώρας μεταξύ των φιλελεύθερων δημοκρατιών της Δύσης και ειδικότερα της Ευρώπης.
Προς επιβεβαίωση των ανωτέρω, προσφέρεται το περιεχόμενο μιας εκ των πολλών ομιλιών του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Βουλή των Ελλήνων, σε συζήτηση επιπέδου Αρχηγών Κομμάτων, την οποίαν ο ίδιος είχε προκαλέσει, την 12η Ιουνίου 1976, τρία χρόνια πριν τη μεγάλη ώρα της υπογραφής, της Εντάξεως της Ελλάδος στην Ε.Ο.Κ. στο Ζάππειο Μέγαρο, στην οποία με ειλικρίνεια και αποφασιστικότητα, αναφέρει: «Θα προσθέσω λίγα τινά επί του θέματος της εξωτερικής μας πολιτικής…..
»Πρώτον, η Ελλάς – και θα το επαναλάβω, παρόλον ότι γνωρίζω ότι θα ενοχλήσω τον Πρόεδρο του ΠΑ.ΣΟ.Κ.- πολιτικά, αμυντικά, οικονομικά, πολιτιστικά ανήκει στην δύσιν.
»Δεύτερον, διαπραγματεύεται την ένταξή της εις την Ηνωμένην Ευρώπην, γιατί με την ένταξη αυτήν κατοχυρώνει την δημοκρατίαν της, ενισχύει την ασφάλειάν της και επιταχύνει την οικονομικήν και κοινωνικήν της ανάπτυξη…
»Η πολιτική αυτή, που ανταποκρίνεται στα πάγια συμφέροντα του Έθνους, είναι σαφής και σταθερά και δεν επιδέχεται παρερμηνείες την διεκήρυξα, αφ’ ης επέστρεψα εις την Ελλάδα και την ενέκρινε η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Και την πολιτικήν αυτήν την ασκούμε με αίσθημα αξιοπρεπείας και με πνεύμα εθνικής ανεξαρτησίας».
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πέτυχε το δόγμα του να αποτελέσει εθνική στρατηγική. Να αποτελέσει ελπιδοφόρο όραμα για τον ελληνικό λαό. Δεν αρκούσε, όμως, το όραμα για την επίτευξη του τελικού σκοπού ούτε η θέση της Ελλάδος μπορούσε μονοδιάστατα να το εξασφαλίσει. Ο ίδιος το μετέφρασε για τον εαυτό του ως εκπλήρωση υπέρτατου εθνικού καθήκοντος και αγνόησε εκείνους, οι οποίοι εισηγούντο με πάθος, τυχοδιωκτικές επιλογές. Έχει ιδιαίτερη σημασία να επισημάνουμε ότι ο Ανδρέας Γ. Παπανδρέου και οι μαχητικοί λαϊκιστές του ΠΑ.ΣΟ.Κ. της «αλλαγής» συκοφαντούντες την Ευρώπη ως κοινότητα των μονοπωλίων και φωνασκούντες: «Ε.Ο.Κ. και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», αντιπρότειναν την ένταξη της Ελλάδος στο Κίνημα των Αδεσμεύτων, το οποίο συγκροτούσαν κράτη του τρίτου κόσμου, στην πλειοψηφία τους με μονοκομματικά και αυταρχικά καθεστώτα.
Χωρίς τον Κωνσταντίνο Καραμανλή θα μπορούσε η Ελλάδα να έχει συνδέσει το μέλλον της με την Δύση, να αποτελεί ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Θα μπορούσε στη παρούσα εφιαλτική περίοδο, να τύχει της στήριξης των Ευρωπαϊκών θεσμών και μηχανισμών στη μεγαλύτερη κρίση την οποία αντιμετώπισε στην ιστορία της;
Ευτυχώς ο ελληνικός λαός στις εκλογές του Νοεμβρίου 1977 υπερψήφισε τη Νέα Δημοκρατία και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και επέτρεψε την κατάκτηση, της νίκης της εντάξεως στην Ε.Ο.Κ., κατόπιν των άοκνων και ακάματων προσπαθειών του.
Τι θα είχε συμβεί εάν το εκλογικό σώμα στις κρίσιμες εκλογές του Νοεμβρίου 1977 είχε εγκρίνει το πρόγραμμα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και της Αριστεράς; Ποιά θα ήταν η τύχη της χώρας εντός και εκτός του Κινήματος των Αδεσμεύτων; Ποιούς θα είχε σήμερα συμμάχους και σε ποίους θεσμούς θα συμμετείχε;
Είναι χρήσιμη η επαναξιολόγηση της πορείας μας των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών και επίκαιρος ο προβληματισμός για την τύχη της Ελλάδος διότι τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, η Αριστερά επιμένει και σήμερα να επαναλάβει τα ίδια και χειρότερα λάθη, όσων ως αντιπολίτευση το 1974 – 1981 και εν συνεχεία ως κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ., με ασυγκράτητη δημαγωγία χάριν του κομματικού τους συμφέροντος, έπραξαν και έβλαψαν τον τόπο. Σήμερα, οι κίνδυνοι είναι περισσότερο απειλητικοί για την αποδυναμωμένη από διεθνή ερείσματα, μετά την 25η Ιανουαρίου 2015 Ελλάδα και το ενδεχόμενο να οδηγηθεί εκτός των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ζώνης του Ευρω είναι υπαρκτό. Ο ανεύθυνος κύκλος των εισηγητών της εξόδου της χώρας από το Ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση ευτυχώς δεν είναι σε θέση να επηρεάσει τις τελικές αποφάσεις των ηγετών της Δύσης ακόμη και αυτής της Αριστερής σημερινής κυβέρνησης. Ανεξαρτήτως της αποφυγής του μοιραίου για τον Ελληνικό Λαό, η συζήτηση για την διεθνή θέση της χώρας, λειτουργεί σε βάρος των συμφερόντων του διότι καλλιεργεί κλίμα δυσπιστίας σε βάρος μας μεταξύ εταίρων, φίλων και συμμάχων αλλά και στο εσωτερικό εξάπτει τα πάθη, πλήττει την πολιτική ομαλότητα και καθιστά τις πολιτικές εξελίξεις απρόβλεπτες.
Η ευθύνη της Νέας Δημοκρατίας υπερβαίνει την οποιαδήποτε κομματική της στρατηγική. Την θέτει ενώπιον του μέλλοντος των νέων γενεών Ελλήνων. Έχει χρέος η παράταξη, την οποία ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, να υπερασπιστεί με σθένος το δόγμα «Ανήκομεν εις την δύσιν», το οποίον αναπόδραστα μεταφράζεται στη διασφάλιση της θέσης της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στη ζώνη του Ευρώ αλλά και την Ατλαντική Συμμαχία.
Έχει χρέος να υπερασπιστεί η Νέα Δημοκρατία, την ιστορία της και την προσφορά της στην πατρίδα. Επιπροσθέτως, διότι ουδείς έχει δικαίωμα να ακυρώσει ή να επιτρέψει να ακυρωθούν οι επωφελείς για τον ελληνικό λαό δεσμοί με την Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε με τις επιλογές του είτε με την ανοχή του.
* Ο Ανδρέας Θ. Λυκουρέντζος είναι Πολιτικός Επιστήμων και Πρώην Υπουργός.
Πηγή – Εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος»
Τίθεται, δυστυχώς, εκ νέου το ερώτημα σε ποιο συνασπισμό οφείλει να ανήκει ή να μην ανήκει η χώρα μας και για ποιούς λόγους;
Η απάντηση θα μπορούσε να αναζητηθεί με τη μεθοδολογία της αξιολόγησης ορισμένων θεμελιωδών κριτηρίων, όπως αυτών της γεωγραφικής θέσης, των δεσμών οι οποίοι εδράζονται στο πεδίο του πολιτισμού αλλά και των οικονομικών σχέσεων, οι οποίες αναπτύσσονται μεταξύ των επιχειρηματικών κύκλων γειτονικών λαών. Αποτελούν, ωστόσο, τα αναφερόμενα κριτήρια την ικανή και αναγκαία συνθήκη ώστε μια χώρα να συνδέσει τη τύχη της με έναν συνασπισμό κρατών-μελών χωρίς η ταύτιση αυτή να αποτελεί εθνικό στρατηγικό δόγμα, το οποίον εξυπηρετεί μακροπρόθεσμα και μονίμως τα συμφέροντα ενός λαού;
Προφανώς η ψυχρή αποτίμηση αυτών των κριτηρίων και μόνον αυτών, απεκδύεται το σημαίνοντα ρόλο της πολιτικής ηγεσίας αλλά και την πολιτική βαρύτητα μιας καθοριστικής σημασίας εθνικής επιλογής, η οποία θα αποδειχθεί και ως η κορυφαία διορατική εξέλιξη. Εν προκειμένω, η ένταξη της Ελλάδος στην Ε.Ο.Κ. των δέκα κρατών-μελών την 28η Μαΐου 1979 δεν αποτέλεσε τη φυσική συνέπεια για τη χώρα μας, ως έχουσα μια εξαιρετικά σημαντική γεωπολιτική θέση, μια πολιτιστική ενότητα κοινών αξιών και μια οικονομική δυναμική σε τομείς συγκριτικών πλεονεκτημάτων, όπως η ναυτιλία, ο τουρισμός και η ποιότητα των ελληνικών αγροτικών προϊόντων. Όλα τα παραπάνω αποτελούσαν και αποτελούν φυσικά ένα πλαίσιο, το οποίον ανταποκρίνεται στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Ικανοποιητικό δεδομένο, για να ξεκινήσει μια οποιαδήποτε διαδικασία διαπραγμάτευσης αλλά δεν επαρκεί αυτό, για να καθορίσει το μέλλον μιας χώρας και ενός λαού. Αντιθέτως, οι ηγέτες οδηγούν τους λαούς και τιθασεύουν την ιστορία. Και αυτή η σχέση των ηγετών με την ιστορία κατατάσσει ολίγους εκ των πολιτικών στην κατηγορία των εθνικών ηγετών και πολλούς άλλους στην κατηγορία προέδρων κομμάτων, οι οποίοι δεν τέμνουν αλλά ακολουθούν την πορεία των εξελίξεων. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με ακριβή αίσθηση της εθνικής ιστορικής εμπειρίας διατύπωσε το δόγμα: «Ανήκομεν εις την δύσιν» έχοντας υπ’ όψιν, αφενός τις δυνατότητες της Ελλάδος και αφετέρου τις απειλές και τη ρευστότητα της ευρύτερης περιοχής. Διέθετε την ισχυρή βούληση να επιτύχει την ισότιμη θέση της χώρας μεταξύ των φιλελεύθερων δημοκρατιών της Δύσης και ειδικότερα της Ευρώπης.
Προς επιβεβαίωση των ανωτέρω, προσφέρεται το περιεχόμενο μιας εκ των πολλών ομιλιών του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Βουλή των Ελλήνων, σε συζήτηση επιπέδου Αρχηγών Κομμάτων, την οποίαν ο ίδιος είχε προκαλέσει, την 12η Ιουνίου 1976, τρία χρόνια πριν τη μεγάλη ώρα της υπογραφής, της Εντάξεως της Ελλάδος στην Ε.Ο.Κ. στο Ζάππειο Μέγαρο, στην οποία με ειλικρίνεια και αποφασιστικότητα, αναφέρει: «Θα προσθέσω λίγα τινά επί του θέματος της εξωτερικής μας πολιτικής…..
»Πρώτον, η Ελλάς – και θα το επαναλάβω, παρόλον ότι γνωρίζω ότι θα ενοχλήσω τον Πρόεδρο του ΠΑ.ΣΟ.Κ.- πολιτικά, αμυντικά, οικονομικά, πολιτιστικά ανήκει στην δύσιν.
»Δεύτερον, διαπραγματεύεται την ένταξή της εις την Ηνωμένην Ευρώπην, γιατί με την ένταξη αυτήν κατοχυρώνει την δημοκρατίαν της, ενισχύει την ασφάλειάν της και επιταχύνει την οικονομικήν και κοινωνικήν της ανάπτυξη…
»Η πολιτική αυτή, που ανταποκρίνεται στα πάγια συμφέροντα του Έθνους, είναι σαφής και σταθερά και δεν επιδέχεται παρερμηνείες την διεκήρυξα, αφ’ ης επέστρεψα εις την Ελλάδα και την ενέκρινε η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Και την πολιτικήν αυτήν την ασκούμε με αίσθημα αξιοπρεπείας και με πνεύμα εθνικής ανεξαρτησίας».
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πέτυχε το δόγμα του να αποτελέσει εθνική στρατηγική. Να αποτελέσει ελπιδοφόρο όραμα για τον ελληνικό λαό. Δεν αρκούσε, όμως, το όραμα για την επίτευξη του τελικού σκοπού ούτε η θέση της Ελλάδος μπορούσε μονοδιάστατα να το εξασφαλίσει. Ο ίδιος το μετέφρασε για τον εαυτό του ως εκπλήρωση υπέρτατου εθνικού καθήκοντος και αγνόησε εκείνους, οι οποίοι εισηγούντο με πάθος, τυχοδιωκτικές επιλογές. Έχει ιδιαίτερη σημασία να επισημάνουμε ότι ο Ανδρέας Γ. Παπανδρέου και οι μαχητικοί λαϊκιστές του ΠΑ.ΣΟ.Κ. της «αλλαγής» συκοφαντούντες την Ευρώπη ως κοινότητα των μονοπωλίων και φωνασκούντες: «Ε.Ο.Κ. και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», αντιπρότειναν την ένταξη της Ελλάδος στο Κίνημα των Αδεσμεύτων, το οποίο συγκροτούσαν κράτη του τρίτου κόσμου, στην πλειοψηφία τους με μονοκομματικά και αυταρχικά καθεστώτα.
Χωρίς τον Κωνσταντίνο Καραμανλή θα μπορούσε η Ελλάδα να έχει συνδέσει το μέλλον της με την Δύση, να αποτελεί ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Θα μπορούσε στη παρούσα εφιαλτική περίοδο, να τύχει της στήριξης των Ευρωπαϊκών θεσμών και μηχανισμών στη μεγαλύτερη κρίση την οποία αντιμετώπισε στην ιστορία της;
Ευτυχώς ο ελληνικός λαός στις εκλογές του Νοεμβρίου 1977 υπερψήφισε τη Νέα Δημοκρατία και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και επέτρεψε την κατάκτηση, της νίκης της εντάξεως στην Ε.Ο.Κ., κατόπιν των άοκνων και ακάματων προσπαθειών του.
Τι θα είχε συμβεί εάν το εκλογικό σώμα στις κρίσιμες εκλογές του Νοεμβρίου 1977 είχε εγκρίνει το πρόγραμμα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και της Αριστεράς; Ποιά θα ήταν η τύχη της χώρας εντός και εκτός του Κινήματος των Αδεσμεύτων; Ποιούς θα είχε σήμερα συμμάχους και σε ποίους θεσμούς θα συμμετείχε;
Είναι χρήσιμη η επαναξιολόγηση της πορείας μας των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών και επίκαιρος ο προβληματισμός για την τύχη της Ελλάδος διότι τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, η Αριστερά επιμένει και σήμερα να επαναλάβει τα ίδια και χειρότερα λάθη, όσων ως αντιπολίτευση το 1974 – 1981 και εν συνεχεία ως κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ., με ασυγκράτητη δημαγωγία χάριν του κομματικού τους συμφέροντος, έπραξαν και έβλαψαν τον τόπο. Σήμερα, οι κίνδυνοι είναι περισσότερο απειλητικοί για την αποδυναμωμένη από διεθνή ερείσματα, μετά την 25η Ιανουαρίου 2015 Ελλάδα και το ενδεχόμενο να οδηγηθεί εκτός των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ζώνης του Ευρω είναι υπαρκτό. Ο ανεύθυνος κύκλος των εισηγητών της εξόδου της χώρας από το Ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση ευτυχώς δεν είναι σε θέση να επηρεάσει τις τελικές αποφάσεις των ηγετών της Δύσης ακόμη και αυτής της Αριστερής σημερινής κυβέρνησης. Ανεξαρτήτως της αποφυγής του μοιραίου για τον Ελληνικό Λαό, η συζήτηση για την διεθνή θέση της χώρας, λειτουργεί σε βάρος των συμφερόντων του διότι καλλιεργεί κλίμα δυσπιστίας σε βάρος μας μεταξύ εταίρων, φίλων και συμμάχων αλλά και στο εσωτερικό εξάπτει τα πάθη, πλήττει την πολιτική ομαλότητα και καθιστά τις πολιτικές εξελίξεις απρόβλεπτες.
Η ευθύνη της Νέας Δημοκρατίας υπερβαίνει την οποιαδήποτε κομματική της στρατηγική. Την θέτει ενώπιον του μέλλοντος των νέων γενεών Ελλήνων. Έχει χρέος η παράταξη, την οποία ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, να υπερασπιστεί με σθένος το δόγμα «Ανήκομεν εις την δύσιν», το οποίον αναπόδραστα μεταφράζεται στη διασφάλιση της θέσης της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στη ζώνη του Ευρώ αλλά και την Ατλαντική Συμμαχία.
Έχει χρέος να υπερασπιστεί η Νέα Δημοκρατία, την ιστορία της και την προσφορά της στην πατρίδα. Επιπροσθέτως, διότι ουδείς έχει δικαίωμα να ακυρώσει ή να επιτρέψει να ακυρωθούν οι επωφελείς για τον ελληνικό λαό δεσμοί με την Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε με τις επιλογές του είτε με την ανοχή του.
* Ο Ανδρέας Θ. Λυκουρέντζος είναι Πολιτικός Επιστήμων και Πρώην Υπουργός.
Πηγή – Εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος»