Γεμάτο Μαλλιαροπούλειο για τη μουσικοχορευτική εκδήλωση «Μάχου Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» της Μητρόπολης Μαντινείας και Κυνουρίας (vd)
- Κατηγορία Αρκαδία
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 25 Μαρτίου, το απόγευμα, στο Μαλλιαροπούλειο Θέατρο της Τρίπολης η μουσικοχορευτική εκδήλωση «Μάχου Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» της Ιεράς Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας, για την διπλή εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και της Επαναστάσεως του 1821.
Σε ένα κατάμεστο θέατρο ο ομιλητής κ. Αντώνιος Κουτεντάκης, καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης και Υποψήφιος Διδάκτωρ του ΕΚΠΑ, απέδωσε με λόγο μεστό το χρονικό από την στιγμή της Αλώσεως της Κωνσταντινούπολης έως και την ίδρυση του ελληνικού κράτους, τονίζοντας την σημασία της εθνικής αλλά και πνευματικής ελευθερίας.
Εν συνεχεία, πραγματοποιήθηκε η μουσικοχορευτική παράσταση «Μάχου Υπέρ Πίστεως και Πατρίδος». Μία παράσταση, η οποία μέσα από τις αφηγήσεις λόγων των ηρώων της Επαναστάσεως, την απόδοση ύμνων και τραγουδιών, υμνήθηκε η Παναγία Μητέρα και εξυμνήθηκαν τα κατορθώματα των αγωνιστών της Επαναστάσεως στον Μωριά και ιδιαίτερα στην Αρκαδία.
Την εκδήλωση έκλεισε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας κ.κ. Επιφάνιος, ο οποίος εξέφρασε την χαρά για την επιτυχή εκδήλωση και την ανταπόκριση του κόσμου, έδωσε το μήνυμα της Εθνικής Εορτής της 25ης Μαρτίου και ευχαρίστησε τους συντελεστές της εκδήλωσης.
Η Ιερά Μητρόπολις Μαντινείας και Κυνουρίας συγχαίρει και ευχαριστεί θερμά τα μέλη της Θεατρικής Ομάδας Τρίπολης : κ. Μαρίνο Δελή, κ. Μαριάννα Φιλοπούλου, κ. Παναγιώτη Σμυρνιώτη και την κ. Γιούλα Παράσχου ως υπεύθυνη παρασκηνίων, τον Βυζαντινό Χορό του Ι.Ν. Αγίας Βαρβάρας Τριπόλεως υπό την διεύθυνση του πρωτοψάλτου κ. Χαρίλαου Τσαρούχη, τις χορευτικές ομάδες του Λυκείου Ελληνίδων Τριπόλεως και του Χορευτικού Ομίλου Τριπόλεως, τους μουσικούς που πλαισίωσαν την παράσταση με τραγούδια ιστορικά : τον Δημήτρη Καραχάλιο (τραγούδι), την Μαρία Σούπου, μαθήτρια του Μουσικού Σχολείου Τρίπολης (τραγούδι), τον Βασίλη Βήλο (κλαρίνο), τον Παναγιώτη Ρουσάκο (λαούτο), τον Παναγιώτη Τσιλιμίγκρα (βιολί) και τον Χρήστο Λυκουρέτζο (κρουστά). Τέλος, ευχαριστίες στην κ. Θεοδώρα Σπανού, καθηγήτρια Φιλόλογος και Ερευνήτρια Κοινωνικής Λαογραφίας και Νεότερης Ιστορίας για την επιμέλεια των κειμένων και τον συντονισμό της εκδήλωσης.
Εκ της Ιερά Μητροπόλεως
-----------------------------------------
Η ΟΜΙΛΙΑ ΚΟΥΤΕΝΤΑΚΗ
«Μέγισται δόξαι διὰ θυσιῶν κτῶνται»
Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Μαντινείας καὶ Κυνουρίας, ἐντιμότατοι ἄρχοντες, ἐνδοξότατοι στρατηγοί, ἀξιότιμοι ἐκπρόσωποι τῶν πολιτειακῶν καὶ λοιπῶν ἀρχῶν, σεβαστοὶ πατέρες, ἀγαπητοί μου συνέλληνες.
Ἦταν 11 Μαΐου τοῦ 330, ὅταν ὁ πρῶτος χριστιανὸς αὐτοκράτορας, ὁ ἰσαπόστολος καὶ θεόστεπτος βασιλεὺς μέγας Κωνσταντῖνος, ἐγκαινιάζει τὸ παλλάδιο τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου, τὴν πρωτεύουσα τῆς ἀνατολικῆς ῥωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, τὴν πρωτεύουσα τῆς οἰκουμένης, τὸ κόσμημα, τὴν Πόλι, τὴν μόνη πόλι, τὴν Κωνσταντινούπολι, τὴν ὁποία ἱδρύει στὸ κέντρο τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου, ὅπως ἀκριβῶς αἰῶνες πρὶν ὁ δημιουργὸς Θεὸς στὸ κέντρο τοῦ κόσμου δημιούργησε τὸν παράδεισο.
Καὶ ὄντως οἱ κάτοικοι αὐτῆς τῆς πόλεως, δηλαδὴ οἱ πρόγονοι μας, ζοῦσαν τὴν καθημερινότητά τους ἀκριβῶς ὅπως οἱ πρωτόπλαστοι ἐντὸς τοῦ παραδείσου. Γιὰ 1123 συναπτὰ ἔτη ὁ βυζαντινὸς πολιτισμὸς μεγαλουργεῖ καὶ διαδίδει γράμματα, τέχνες, πολιτισμὸ καὶ φιλοσοφία, σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ ὅλοι οἱ γύρω λαοὶ εἴτε ἐποφθαλμιοῦν αὐτὴν τὴ δόξα τῆς Κωνσταντινουπόλεως, εἴτε μὲ δολίους τρόπους προσπαθοῦν -πάντοτε βέβαια ἀποτυχημένα- νὰ γίνουν κοινωνοὶ ἢ κάτοχοι αὐτῆς τῆς δόξας.
Δυστυχῶς ὅμως οἱ ἡμέρες οἱ ὄμορφες γιὰ τοὺς προγόνους μας κάποια στιγμὴ τελείωσαν. Ἀπατῶνται περιμένοντας βοήθεια ἀπὸ τοὺς δυτικούς - λησμονώντας ὅτι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ 249 ἔτη πρὶν εἶχαν ἀλώσει, βεβηλώσει καὶ ταπεινώσει μὲ τὸν ἀθλιότερο καὶ πλέον μισάδελφο τρόπο τὴν Βασιλεύουσα. Ἀπατῶνται λοιπόν, όπως κάποτε ἠπατήθη ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα ἀκούγοντας τὸν ὄφι. Καὶ ἔτσι -κρίμασιν οἷς οἶδεν Κύριος- τὰ ξημερώματα τῆς Τρίτης 29 Μαΐου τοῦ 1453 ἡ Πόλις ἐάλω.
Ἐάλω ἡ πόλις ἀπὸ ἀνθρώπους ἀπίστους, ἀμορφώτους μὲ τὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, νομάδες, οἱ ὁποῖοι τὸ μόνο ποὺ γνώριζαν εἶναι νὰ πολεμοῦν. Οὐδεμία σχέσι εἶχαν μὲ τὸν πολιτισμό, τὰ γράμματα ἢ τὶς τέχνες, γι’ αὐτὸ καὶ οὐδέποτε μπόρεσαν νὰ ἀξιολογήσουν καὶ ἐκτιμήσουν αὐτὸ τὸ ὁποῖο βρῆκαν. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε καὶ ὡς κατακτητὲς σφαγιαστὲς ἔπεσαν ὅπως τὰ ζῶα νὰ κατασφάξουν καὶ νὰ κατασπαράξουν ό,τι βρέθηκε στὸν δρόμο τους.
Θρῆνος μέγας ξέσπασε στὴν Πόλι ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, ὅπως τὸν διασώζει ἡ λαϊκὴ μοῦσα. «Σήμερον κλαῖνε τὰ βουνά, κλαῖνε καὶ τὰ λαγκάδια, κλαίει καὶ ἡ Ἁγιὰ Σοφιά, τὸ μέγα μοναστῆρι. Πῆραν τὴν Πόλιν, πῆραν την, πῆραν τὴ Σαλονίκη. Καὶ ὁ θρῆνος αὐτὸς μόνον μὲ τὸν θρῆνο τοῦ πρωτοπλάστου Ἀδὰμ μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ, μετὰ τὴν ἔξωσί του ἀπὸ τὸν παράδεισο, ὅπως μᾶς τὸν διασώζει ἡ ὑμνολογία τῆς Κυριακῆς τῆς ἀποτυρινῆς. Οἴμοι! οὐ φέρω λοιπὸν τὸ ὄνειδος· ὁ ποτὲ βασιλεὺς τῶν ἐπιγείων πάντων κτισμάτων Θεοῦ, νῦν αἰχμάλωτος ὤφθην [ ] καὶ ὁ ποτὲ δόξαν ἀθανασίας ἠμφιεσμένος, τῆς νεκρώσεως τὴν δορὰν ὡς θνητὸς ἐλεεινῶς περιφέρω. Οἴμοι! τίνα τῶν θρήνων συνεργάτην ποιήσομαι;
Ὑπόδουλος ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα πλέον στὸν θάνατο καὶ τὸν διάβολο, ὑπόδουλο ὅμως καὶ τὸ ἑλληνικὸ γένος στοὺς βαρβάρους, οἱ ὁποῖοι ἀπ’ ὅπου περνοῦσαν σκορποῦσαν μόνον θάνατο καὶ φρίκη. Βάσανα, σκοταδισμός, παιδομάζωμα, χαράτσι. Τί νὰ πρωτοθυμηθοῦμε καὶ πόσα δὲν πρέπει νὰ ἀπαριθμήσουμε. Κατὰ καιροὺς πολλὲς μικρὲς ἐπαναστάσεις ξεσποῦν, οἱ ὁποῖες ὅμως κάθε φορὰ καταπνίγονται στὸ αἷμα. Στὸ αἷμα τὸ ὁποῖο προέρχεται ἀδιακρίτως ἀπὸ ἐνόπλους, ἁρματωλούς, γυναῖκες, παιδιά, ἀμάχους. Δὲν εἶχαν εὐαισθησίες οἱ Ὀθωμανοί. Δὲν ξεχώριζαν. Οὐδένα οἶκτο ἔδειχναν. Μὲ πολλὴ γλαφυρότητα τὴν καθημερινότητα τῶν ὑποδούλων καταγράφει ὁ ἐθνικός μας ποιητής, Διονύσιος Σολωμός, στὸ μνημειῶδες ἔργο του, τὸν Κρητικό, λέγοντας πὼς
Τ' ἀδέλφια μου τὰ δυνατὰ οἱ Τοῦρκοι μοῦ τ' ἁρπᾶξαν.
Τὴν ἀδερφή μου ἀτίμησαν κὶ ἀμέσως τὴν ἐσφάξαν.
Τὸν γέροντα τὸν κύρη μου ἐκάψανε τὸ βράδυ
καὶ τὴν αὐγὴ μοῦ ῥίξανε τὴ μάνα στὸ πηγάδι.
Εἶτε λοπὸν ἦταν κάποιος ἔνοπλος, εἴτε ἦταν παιδί, εἶτε ἦταν γυναίκα τὸ μόνο τὸ ὁποῖο μποροῦσε νὰ περιμένει ἀπὸ τοὺς κατακτητὲς ἦταν ἡ σφαγή καὶ ὁ θάνατος.
Ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια, τὰ περίπου 400, τί εἶναι αὐτὸ τὸ ὁποῖο κρατᾷ ἀλήθεια τὸν ἑλληνισμό; Εἶναι ἄραγε οἱ μεγάλες δυνάμεις; Εἶναι ἡ βοήθεια τὴν ὁποία περίμεναν πάντοτε χωρὶς νὰ ἔρθει ποτέ; Μὰ σαφῶς καὶ ὄχι. Ἐκεῖνο ποὺ μᾶς κράτησε γιὰ 4 αἰῶνες -ὅσο καὶ ἂν κάποιοι τὸ ἀποσιωποῦν καὶ σὲ κάποιους ἄλλους δὲν ἀρέσει, ὅμως ἡ ἱστορία ἔχει γραφεῖ καὶ οὔτε διαγράφεται, οὔτε ξαναγράφεται- ἐκεῖνο λοιπὸν ποὺ κράτησε τοὺς προγόνους μας ἦταν ἡ πίστι τους στὰ ἰδανικὰ καὶ ἡ συνοχή τους γύρω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἡ προσφορὰ τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξε σπουδαῖα, καταλυτικῆς σημασίας καὶ πολυποίκιλη. Τὰ μοναστήρια διέθεσαν τὴν περιουσία τους στὸν ἀγῶνα, ἔγιναν καταφύγια γιὰ τοὺς ἀγωνιστές, ἐνῷ ὁ κάθε ναὸς ἔγινε τὸ κρυφὸ σχολειό, ὅπου ὁ ἱερέας μὲ μόνα βιβλία τὸ Ψαλτῆρι καὶ τὰ λοιπὰ λειτουργικὰ βιβλία μάθαινε στὰ παιδιὰ τὰ κολλυβογράμματα καὶ τοὺς ἐνέσπειρε τὴν ἐλπίδα ὅτι τίποτα δὲν χάθηκε, ἀλλὰ πρέπει νὰ προσδοκοῦν τὴν ὥρα ποὺ ἐλεύθεροι θὰ ξαναμποῦν στὸν παράδεισό τους, δηλαδὴ τὴν Πόλι τους.
Ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου (Γαλ. δ΄ 4.), μετὰ ἀπὸ 361 ὁλόκληρα μαῦρα ἔτη σκλαβιᾶς καὶ πραγματικῆς κόλασης ἱδρύεται ἡ Φιλικὴ Ἑταιρεία στὴν Ὁδυσὸ τὸ 1814 ἀπὸ τρεῖς ἀνθρώπους˙ τὸν Νικόλαο Σκουφᾶ, τὸν Ἐμμανουὴλ Ξάνθο καὶ τὸν Ἀθανάσιο Τσακάλωφ, ὥστε νὰ γίνει ἡ Ὁδυσσὸς δεύτερη Ναζαρέτ. Ὅπως δηλαδὴ τότε στὴν Ναζαρὲτ ὁ Γαβριὴλ ἀπεστάλη πρὸς τὴν Θεοτόκο θέτοντας σὲ ἐφαρμογὴ τὸ σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, δηλαδὴ τῆς ἀπελευθέρωσης τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀπὸ τὴν δουλεία τοῦ θανάτου καὶ τοῦ διαβόλου, ἔτσι καὶ στὴν Ὁδυσσὸ ἐξυφαίνεται τὸ σχέδιο γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσι τοῦ ἑλληνικοῦ γένους ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ὀθωμανικῆς σκλαβιᾶς.
Στὴν Φιλικὴ Ἑταιρεία σταδιακὰ θὰ μυηθοῦν ἔμποροι, μικροαστοί, Φαναριῶτες, κοτζαμπάσηδες, κληρικοί, δηλαδὴ ἄνθρωποι κάθε κοινωνικῆς τάξεως, γεγονὸς τὸ ὁποῖο ἀποδεικνύει ἀδιαμφισβήτητα ὅτι ἡ ἑλληνικὴ ἐπανάστασι οὐδέποτε ὑπῆρξε κοινωνικὴ ἢ ταξικὴ ἐπανάστασι, ὅπως δηλαδὴ οἱ ὑπόλοιπες ἐπαναστάσεις τῆς Εὐρώπης ὰλλὰ εἶναι μία θρησκευτικὴ καὶ ἐθνικὴ ἐπανάστασι, ὅπως ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Κολοκοτρώνης μαρτυρεῖ. Τὴν ἀρχηγεία τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας θὰ ἀναλάβει ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης, ὁ ὁποῖος καὶ θὰ ἐκδώσει τὴν προκήρυξί της στὶς 24 Φεβρουαρίου τοῦ 1821 στὸ Ἰάσιο τὴς Μολδοβλαχίας, σημερινῆς Ῥουμανίας, μὲ τίτλο καὶ ἐπικεφαλίδα «Μάχου ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος». Δηλαδὴ καλεῖ τοὺς συνέλληνές του νὰ ἐπαναστατήσουν ὥστε νὰ ἐλευθερώσουν καὶ ἀποκαταστήσουν πρωτίστως τὴν πίστι τους καὶ δευτερευόντως τὴν πατρίδα τους, ἀφοῦ ξέρει πολὺ καλὰ ὅτι αὐτὰ τὰ δύο πᾶνε μαζί, καθὼς καὶ ὅτι πίστι χωρὶς πατρίδα μπορεῖ νὰ ὑπάρξει, ὅπως ὑπῆρξε κατὰ τὴν περίοδο τῶν μεγάλων διωγμῶν. Πατρίδα ὅμως χωρὶς πίστι εἶναι ἕνας τραγέλαφος. Καὶ ἀλίμονο σὲ ἐκείνους ποὺ διαχρονικὰ ὀνειρεύονται ἢ ἀκόμη χειρότερα κατεργάζονται μιὰ πατρίδα χωρὶς πίστι, ἀφοῦ ὀνειρεύονται μιὰ πατρίδα μὲ ἡμερομηνία λήξης!
Ὑπ' αὐτὲς τὶς συνθῆκες λοιπὸν ξεκινάει ὁ μεγάλος ἀγώνας. Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Γεώργιος Καραϊσκάκης, Γιάννης Μακρυγιάννης, Ἀθανάσιος Διάκος, Ῥῆγας Φεραῖος, Παπαφλέσσας, Κωνσταντῖνος Κανάρης, Νικηταρᾶς, Μᾶρκος Μπότσαρης, Ὁδυσσέας Ἀνδροῦτσος, Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, Μαντὼ Μαυρογένους. Ἐλάχιστα μόνο ἀπὸ τὰ ὀνόματα ὅλων ἐκείνων οἱ ὁποῖοι δὲν ἐφείσθησαν ἑαυτῶν ἀλλὰ ῥίχτηκαν στὸ πεδίο τῆς μάχης βάζοντάς τα ἀφενὸς μὲ μία αὐτοκρατορία, τὴν ὀθωμανική, καὶ ἀφετέρου μὲ ὅλες τὶς μεγάλες δυνάμεις καὶ τὴν ἱερὰ συμμαχία, οἱ ὁποῖες μεγάλες δυνάμεις ἦταν εναντίον ὁποιασδήποτε ἐπαναστάσεως ἐπὶ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ἐδάφους.
Κὶ ὅμως οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ πάλεψαν ὄχι γιατὶ ἦταν ὑπεράνθρωποι. Ὄχι γιατὶ ἀπὸ πίσω τους εἶχαν ἑτέρους ἢ ἐγγυητὲς ποὺ τοὺς στήριζαν καὶ τοὺς κατηύθυναν, ἀλλὰ γιατὶ εἶχαν πίστι στὸν Θεὸ καὶ ὅραμα γιὰ τὸ μέλλον τους.
Θὰ πεῖ χαρακτηριστικὰ ὁ πρωτεργάτης τῆς ἑλληνικῆς ἐπανάστασης, ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: «Εἶναι θέλημα Θεοῦ. Εἶναι κοντά μας καὶ βοηθάει, γιατὶ πολεμᾶμε γιὰ τὴν πίστι μας, γιὰ τὴν πατρίδα μας, γιὰ τοὺς γέρους, γιὰ τὰ ἀδύνατα παιδιά μας, γιὰ τὴ ζωή μας, τὴ λευτεριά μας. Καὶ ὅταν ὁ δίκαιος Θεὸς μᾶς βοηθάει, ποιὸς ἐχθρὸς ἠμπορεῖ νὰ μᾶς κάνει καλά;» Ἐνῷ στὸ ἴδιο ἀκριβῶς πνεῦμα ἀναφέρεται καὶ ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης λέγοντας ὅτι Ὅταν σηκώσαμε τὴ σημαία ἐναντίον τῆς τυραννίας ξέραμε ὅτι εἶναι πολλοὶ αὐτοὶ καὶ μαχητικοὶ καὶ ἔχουν καὶ κανόνια καὶ ὅλα τὰ μέσα. Ἐμεῖς σὲ ὅλα εἴμαστε ἀδύνατοι, ὅμως ὁ Θεὸς φυλάει καὶ τοὺς ἀδύνατους. Κὶ ἂν πεθάνομε, πεθαίνομε γιὰ τὴν πατρίδα μας, γιὰ τὴ θρησκεία μας καὶ πολεμοῦμε ὅσο μποροῦμε ἐναντίον τῆς τυραννίας, καὶ ὁ Θεὸς βοηθός!
Μὲ αὐτὸ ἀκριβῶς λοιπὸν τὸ πνεῦμα, οἱ πρόγονοί μας τὰ ἔβαλαν μὲ ἕνα θηρίο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης θυμίζοντας τὰ λόγια τους αὐτὸ τὸ ὁποῖο αἰῶνες πρὶν ὁ προφητάναξ Δαυὶδ εἶχε πεῖ: «Οὗτοι ἐν ἅρμασι καὶ οὗτοι ἐν ἵπποις, ἡμεῖς δὲ ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα. Αὐτοὶ συνεποδίσθησαν καὶ ἔπεσον, ἡμεῖς δὲ ἀνέστημεν καὶ ἀνορθώθημεν.» (Ψαλμ. ιθ΄ 8-9) Δηλαδὴ, ὅ,τι κὶ ἂν ἔχουν αὐτοί, ἐμεῖς ἔχουμε τὸν Θεό, κὶ αὐτὸ μᾶς ἀρκεῖ, ἀφοῦ «οὐκ ἀδυνατίσει παρὰ τῷ Θεῷ πᾶν ῥῆμα» (Λουκ. α΄ 37), ὅπως καὶ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ εἶχε πεῖ πρὸς τὴν Θεοτόκο κατὰ τὸν εὐαγγελισμό. Ἔτσι λοιπὸν ἀγωνίσθηκαν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ μὲ αὐτοθυσία. Καὶ ἀγωνίσθηκαν γνωρίζοντας πολὺ καλὰ ὄχι ὅτι θὰ νικήσουν, ἀλλὰ ὅτι θὰ πεθάνουν. Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται τὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς τους. Ὁμοιάζει ἡ θυσία τους -τηρουμένων πάντοτε τῶν ἀναλογιῶν καὶ δεδομένης τῆς ἀσυγκρίτου διαφορᾶς θείου καὶ ἀνθρωπίνου- μὲ τὴν θυσία τοῦ Χριστοῦ, Ἐκείνου ὁ ὁποῖος ἐνεσαρκώθη ἀκριβῶς σὰν αὐτὴν τὴν ἡμέρα, θυσιάσθηκε καὶ πέθανε γιὰ νὰ ζήσουν οἱ ἑπόμενες γενιὲς μετὰ ἀπὸ Αὐτόν, χάριν σὲ Αὐτόν. Κατὰ παρόμοιο λοιπὸν τρόπο καὶ οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ ’21 θυσιάσθηκαν καὶ πέθαναν γιὰ νὰ ζήσουμε ἐμεῖς.
Χίος, Σοῦλι, Κάσος, Ψαρρά, Μεσολόγγι, Μανιάκι, Ἀρκάδι… Λίγα μόνο ἀπὸ τὰ μέρη ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα αἱματοβάφτηκαν, ὅπως ἀκριβῶς αἰῶνες πρὶν εἶχε βαφεῖ ὁ Γολγοθᾶς μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὸ αἷμα ἀκριβῶς αὐτῶν τῶν μαρτύρων, τῶν ἐθνομαρτύρων ἦταν τὸ αἷμα τὸ ὁποῖο πότισε τὸ δένδρο τῆς ἐλευθερίας, γιὰ νὰ εἴμαστε σήμερα ἐμεῖς ἐλεύθεροι, ἀσχέτως ἄν τὸ γνωρίζουμε ἤ ὄχι, ἄν τοὺς τὸ ἀναγνωρίζουμε ὴ ὄχι ἀναλογιζόμενοι τὸ ἰωάννιον «Μεγαλυτέραν ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰω. ιε΄ 13)
Τὸ Ἑλληνικὸ κράτος ἀποκτᾷ τὴν ἀνεξαρτησία του τὴν 22α Ἰανουαρίου τοῦ 1830. Ἕνα μικρὸ κράτος ἀρχικά, γιὰ τὸ ὁποῖο ὅμως ὁ μεγάλος Γολγοθᾶς συνεχίσθηκε προσαρτώντας λίγο κατ’ ὀλίγον τὰ ἐδάφη του μὲ τελευταία τὴν προσάρτηση τῶν Δωδεκανήσων, μόλις τὸ 1948. Δὲν καταφέραμε νὰ γίνουμε αὐτὸ ποὺ ἤμασταν. Πολὺ χαρακτηριστικὰ ἄλλωστε ἀναφέρει ἡ μεγάλη ἱστορικός, Ἐλένη Γλύκατζη-Ἀρβελέρ, ὅτι ἡ Ἑλλάδα ἀποτελεῖ τὸ μόνο ἔθνος τὸ ὁποῖο δὲν κατόρθωσε νὰ ἀπελευθερώσει τὴν πρωτεύουσά του, δηλαδὴ τὴν Κωνσταντινούπολι, ἀπὸ τὴν ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία.
Ὄντως, πολλὰ ἐδάφη ἀφέθησαν στοὺς κατακτητὲς ἀποτελώντας μέχρι καὶ σήμερα τὶς ἀλησμόνητες πατρίδες, ἡ σκέψι τῶν ὁποίων μᾶς προκαλεῖ μὲν θλίψι καὶ πικρία, ἀλλὰ καὶ ἔλεγχο καὶ αἰσθήματα εὐθύνης ὄχι -φεῦ- γιὰ νὰ περιπέσουμε στη δίνη κάποιου ἄκριτου ἐπεκτατισμού -ξένου κατά πάντα με τα ιδανικά του γένους μας-, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀναπτύξουμε τὸ ἀπαραίτητο αἴσθημα εὐθύνης ὥστε νὰ διατηρήσουμε πάσῃ θυσίᾳ ὅ,τι τώρα ἔχουμε καὶ ὑπερήφανοι στηριζόμενοι στὸ ἔνδοξο παρελθόν μας καὶ ἀντιλαμβανόμενοι πλήρως τὸ παρόν, νὰ ἀτενίζουμε μὲ περισσὴ αἰσιοδοξία τὸ μέλλον.
Ἔρχεται λοιπὸν ἡ σημερινὴ ἡμέρα, αὐτὴ ἡ μεγάλη διπλῆ ἑορτὴ γιὰ ὅλους ἐμᾶς, ἑορτὴ γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους σημαίνουσα τὴν ἀπαρχὴ τῆς ἐλευθερίας μας ἀπὸ τὸν θάνατο, καὶ ἑορτὴ γιὰ τοὺς Ἕλληνες σηματοδοτοῦσα τὴν ἀρχὴ τῆς ἀπελευθερώσεώς μας ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς. Διαπιστώνουμε ὅμως ὅτι, ἐνῷ ὡς πρὸς τὸ θρησκευτικὸ γεγονὸς ἡ σημερινὴ ἐπέτειος εἶναι ὀρθή, αὐτὸ δὲν ἰσχύει ὡς πρὸς τὴν ἐθνικὴ ἐπέτειο, ἀφοῦ γνωρίζουμε ὅλοι πὼς ἡ Ἐπανάστασι ξεκίνησε πολὺ νωρίτερα ἀπὸ τὴν 25η Μαρτίου. Ὅμως, ἤξεραν πολὺ καλὰ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι θέσπιζαν τὴ σημερινὴ ἡμέρα ὡς ἐπέτειο τῆς ἐνάρξεως τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως ὅτι ἡ Παναγία ἦταν ποὺ ἔδιδε θάῤῥος καὶ δύναμι στοὺς Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι στὴν Παναγία εἶχαν ἀφιερώσει αὐτή τους τὴν νίκη. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς κὶ ἐμεῖς σήμερα ἑορτάζουμε αὐτὰ τὰ δύο γεγονότα μαζί.
Καὶ εἴμεθα τὸ μόνο ἴσως ἔθνος τὸ ὁποῖο δὲν τιμᾷ καὶ δὲν θυμᾶται τὴν ἡμέρα καθ’ ἥν τελειώνει νικηφόρως ὁ πόλεμος, ἀλλὰ πάντοτε ἑορτάζουμε τὴν ἡμέρα καθ’ ἥν ὁ πόλεμος ἄρχεται, διότι δὲν τιμοῦμε τὴν νίκη, ἀλλὰ τὴν θυσία. Δὲν τιμοῦμε τὸ ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ τὴν πρόθεσι. Δὲν τιμοῦμε ἁπλῶς τὸν ἡρωισμό, ἀλλὰ τὸ αἷμα ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι αὐτοθυσιαζόμενοι ἔπεσαν στὸ πεδίο τῆς μάχης γνωρίζοντας ὅτι θὰ πεθάνουν, ἀλλὰ γνωρίζοντας ἐπίσης ὅτι ὁ θάνατός τους θὰ σημάνει τὴν δική μας ζωή.
Ἐὰν θὰ θέλαμε νὰ ἀναλύσουμε τὸ περιεχόμενο τῆς σημερινῆς ἡμέρας ὑπὸ τὸ πρίσμα αἰτίου - ἀποτελέσματος, αὐτὴ ἡ ἀνάλυσι θὰ περιορίζετο σὲ δύο μόνον λέξεις. Θυσία καὶ ἐλευθερία. Ἤτοι, ἡ ἐνανθρώπησι τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ σταυρική του θυσία εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν πνευματική μας ἐλευθερία, ἐνῷ ἀντιστοίχως ἡ θυσία τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ ’21 εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἐθνική μας ἐλευθερία.
Καὶ ὅσον ἀφορᾷ τὸ αἴτιο, δηλαδὴ τὴν θυσία, αὐτὸ εἶναι δεδομένο καὶ ἀδιαμφισβήτητο. Τί γίνεται ὅμως μὲ τὸ ἀποτέλεσμα, δηλαδὴ τὴν ἐλευθερία; 2026 ἔτη μετὰ τὴν ἐνανθρώπησι καὶ 1992 μετὰ τὴν σταυρικὴ θυσία καὶ τὴν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ -τὴν ὁποία μάλιστα ἐγγίζουμε- κατὰ πόσο εἴμεθα πνευματικὰ ἐλεύθεροι; Κατὰ πόσο μπορεῖ νὰ εἶναι ἐλεύθερος ἕνας ἄνθρωπος ποὺ βαπτίσθηκε καὶ ἔκ τοτε οὐδέποτε ἀσχολήθηκε μὲ τὴν ψυχή του; Κάποιος ποὺ βλασφημεῖ, ποὺ ἀπιστεῖ, ποὺ εἶναι παραδεδομένος ἀμαχητὶ στὰ πάθη του, ποὺ δὲν ἐκκλησιάζεται ποτὲ ἢ ἐκκλησιάζεται ἐθιμοτυπικά; Ἐκεῖνος ποὺ δὲν μετέχει στα αγιαστικά μέσα και Μυστήρια της Εκκλησίας; Κατὰ πόσο εἶναι ἐλεύθερος ἕνας χριστιανὸς ποὺ μνησικακεῖ, ποὺ δὲν συγχωρεῖ, ποὺ παραμένει ἀμετανόητος; Ἐκεῖνος ποὺ ἐν ὀλίγοις ἀρνεῖται πεισματικὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πρόσκλησι γιὰ σωτηρία τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ; Ὁ καθεὶς ἐξ ἡμῶν ἀς ἀναλογισθεῖ ἐξάγοντας τὰ συμπεράσματά του.
Ὅσον ἀφορᾷ δὲ τὴν ἐθνική μας ἐλευθερία, 204 ἔτη μετὰ τὴν ἔναρξι τῆς ἐπανάστασης καὶ 195 ἔτη μετὰ τὴν ἵδρυσι τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους κατὰ πόσον εἴμαστε ἐθνικὰ ἐλεύθεροι; Κατὰ πόσο εἶναι ἐθνικὰ ἐλεύθερος ἐκεῖνος ποὺ ἀγνοεῖ παντελῶς τὴν ἱστορία του; Ἐκεῖνος ποὺ ἐπιδεικτικὰ περιφρονεῖ κάθε ἔκφανσι τοῦ ἐθνικοῦ βίου, ἤ ἐκεῖνος ποὺ ἀνέχεται νὰ καταπατῶνται τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια τοῦ γένους μας;
Σεβασμιώτατε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί.
Ἡ σημερινὴ ἡμέρα δὲν εἶναι εὐκαιρία γιὰ ὡραίους καὶ πομπώδεις λόγους καὶ γιὰ ἐκδηλώσεις ἐθιμοτυπικές. Εἶναι ἀφορμὴ ἀφυπνήσεως γιὰ οὐσιαστικὸ προβληματισμὸ καὶ βαθειὰ ἐνδοσκόπησι. Οἱ πρόγονοί μας ἐμάχησαν ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος. Ἐμεῖς εἴμεθα σὲ θέσι, ἐὰν τὸ ἀπαιτοῦσαν οἱ περιστάσεις, νὰ πράτταμε τὸ ἴδιο; Ἐὰν ὄχι, τότε «οὐκ ἔστιν ἡμῖν τῶν ἐκείνων ἀρετὴν μιμεῖσθαι, ἀλλ’ ἐκείνων τοῖς ὀνόμασι καυχᾶσθαι» κατὰ τὸν Δημοσθένη ἀποδεικνυόμενοι ἀπλῶς ἀνάξιοι ἀπόγονοι ἀξίων προγόνων. Σήμερα περισσότερο παρὰ ποτὲ ἄλλοτε ὀφείλουμε μὲ ὅλο μας τὸ εἶναι νὰ ἀγωνισθοῦμε ὑπὲρ μιᾶς πίστεως διωκομένης πανταχόθεν καὶ μιᾶς πατρίδος βαλλομένης πολλαχόθεν.
Κάθε σπιθαμὴ τῆς ἑλληνικῆς γῆς εἶναι ποτισμένη μὲ αἷμα. Αἷμα θεϊκὸ ἀπὸ τὶς θεῖες Λειτουργίες ποὺ ἀδιάκοπα τελοῦνται καὶ αἷμα ἡρωικὸ ὅλων ἐκείνων ποὺ ἔπεσαν στὰ πεδία τῶν μαχῶν διαχρονικά. Αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ αἵματα μᾶς κρατοῦν ἐλευθέρους καὶ μᾶς ὑπενθυμίζουν πὼς ἡ ἐλευθερία -πνευματικὴ καὶ ἐθνική- δὲν εἶναι ποτὲ δεδομένο ἀλλὰ πάντοτε ζητούμενο καὶ κυρίως στὶς ἡμέρες μας. Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ αἷμα μᾶς διακρατεῖ ἐλεύθερους, ἐνῷ ἀποτελεῖ τὴν πηγὴ ἐλπίδος μας γιὰ τὸ μέλλον. Συγχρόνως δὲ μᾶς ἐμπνέει νὰ διψοῦμε γιὰ ἀκόμη περισσότερη ἐλευθερία ἀναφωνώντας συνωδᾷ τῷ ἐθνικῷ ποιητῇ:
Κὶ ἐτάραζε τὰ σπλάχνα μου ἐλευθεριᾶς ἐλπίδα
κὶ ἐφώναζα: «ὦ θεϊκιά κὶ ὅλη αἵματα Πατρίδα!»
Σᾶς εὐχαριστῶ γιὰ τὴν ἀνοχὴ καὶ τὴν προσοχή σας!