Η ιστορική Τριπολιτσά τίμησε τους πολιούχους της Αγίους Νεομάρτυρας Δημήτριον και Παύλον
Υπό Αιδεσιμόλ. Δημητρίου Λυμπεροπούλου
Εφημερίου Ιερού Ναού Προφήτου Ηλιού – Αγίων
Νεομαρτύρων Δημητρίου και Παύλου Τριπόλεως.
«Των Μαρτύρων οι σύναθλοι
εκκλησίας το στήριγμα,
άνθη τα μυρίπνοα Θείας Πίστεως,
των χαρισμάτων του Πνεύματος,
η βρύσις η δίκρουνος, ορθοδόξων η χαρά,
η δυάς η περίδοξος, ανυμνείσθω μοι,
των στερρών του Χριστού Νεομαρτύρων.
Ο Δημήτριος και ο Παύλος Πελοποννήσου βλαστήματα»
Μέσα στο προχώρημα του αείρου χρόνου υπάρχουν περίοδοι και περιστατικά που έχουν γραφεί με ανεξίτηλα χρυσά γράμματα εις τας δέλτους της Ιστορίας, μη δυναμένη η αχλύς του πανδαμάτορος χρόνου να τα θέση στη φθορά.
Είναι αι σημαντικαί περίοδοι που στέκουν ορόσημο και οδοδείκται για τις γενεές που ακολουθούν.
Η ιστορία συνιστά άσκησιν μνήμης, μέσω της οποίας, το παρελθόν μεταφέρεται στο παρόν, και επεκτείνεται στο μέλλον. Η ιστορική μνήμη αποτελεί στοιχείον της Εθνικής ταυτότητος ενός λαού.
Η ιστορία του Έθνους μας είναι το μνημείον επί του οποίου κεχαραγμένα υπάρχουσι τα κατορθώματα η αρετή, οι θυσίες των προγόνων μας.
Είναι το κάτοπτρον εις ό ενοπτριζόμενοι οι μεταγενέστεροι τα μεν καλά οφείλουσι να μιμώνται και προάγουσιν, να αποφεύγουσιν δε τα εναντία.
Ειδικώτερον όμως σπουδαιότερον ρόλον επέδειξε και επιδεικνύει ή Εκκλησιαστική ιστορία.
Όταν ανατρέξει κανείς εις τας δέλτους των Μαρτυρολογίων και Συναξαρίων της Ορθοδόξου Χριστιανικής Ελλαδικής Εκκλησίας, θα διαπιστώση να γέμουσι βίων παλαιών τε και νέων Μαρτύρων, ανδρών τε και γυναικών, νέων και νεανίδων που έκαμαν το σώμα τους «κόσκινο» και έχυσαν το αχνιστό αίμα των δια του Χριστού την πίστιν την Αγίαν.
Μέσα σε αυτήν την λεγεώνα εξέχουσαν θέσιν καταλαμβάνουν οι Νεομάρτυρες Δημήτριος και Παύλος, κλέος και Θησαύρισμα της Ιστορικής Τριπολιτσάς, πρώην «εξωμόται» αρνηταί του Χριστού.
Νυν χαίρει η Τρίπολις υμάς
Πολιούχους Πλουτούσα, και αντιλήπτορας
και εορτάζει φαιδρώς την μνήμην υμών
την παμφαή Παύλε και Δημήτριε.
Από των πρώτων χρόνων της αποκαλύψεως του Χριστιανισμού, η τότε πανίσχυρος ειδωλολατρική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία φοβουμένη μήπως χάσει την οντότητά της και την ισχύ της, εξαπέλησε ανηλεή διωγμόν κατά της νέας θρησκείας της αγάπης και τους ελέους.
Φανατικοί διώκται Αυτοκράτορες των Χριστιανών υπήρξαν: Νέρων, Σεβήρος, Διοκλητιανός, Μαξιμιανός, Μαξέντιος.
Από τα νήπια της Βηθλεέμ που είναι η απαρχή του Μαρτυρίου παραδίδεται η σκυτάλη στον Αρχιμάρτυρα Ιησού στον Πρωτομάρτυρα Στέφανο για να προχωρήση στην εποχή των κατακομβών και να φθάση εις τους Νεομάρτυρας.
Επί τρεις και πλέον, αιώνες μυριάδες αθώοι και άγιοι άνθρωποι εσφαγιάζοντο, εστρεβλούντο, παρεδίδοντο εις βοράν αγρίων θηρίων εις τα αμφιθέατρα, εκαίοντο ζώντες, και συνεχώς εξευρίσκοντο βασανιστήρια εναντίων των, μετά σατανικής επιτηδειότητος, με αποκορύφωμα το Κολοσαίον της Ρώμης. Το έτος 312 μ. χ. με την υπογραφήν του Διατάγματος των Μεδιολάνων έπαυσαν οι διωγμοί.
Προϊόντος του χρόνου άρχισε η περίοδος της Εικονομαχίας, συνεχίστηκαν αι Σταυροφορίαι των Λατίνων, που κατέπνιξαν στο αίμα τους Χριστιανούς της Κωνσταντινουπόλεως.
Διέρευσαν 11 περίπου αιώνες, έως την αποφράδα εκείνη ημέρα της μαύρης Τρίτης της 29ης Μαϊου του 1453, τότε που ακούστηκε η κραυγή: «Εάλω η πόλις και η Βασιλεύουσα», η πόλις των Αγίων, των Αυτοκρατόρων και των Θρύλων πέρασε στην Κατοχή του Οθωμανού δυνάστη. Έτσι άρχισε η Τουρκοκρατία.
Ο ιστορικός Γεώργιος Φρατζής που είδε από κοντά τις φρικιαστικές στιγμές γράφει: «Τις διηγήσεται τους τε κλαθμούς και θρήνους; Ει και εκ ξύλου άνθρωπος ει και εκ πέτρας ήν, ούκ ηδύνατο μη θρηνήσαι!» ώ φρίξον ήλιε! Ω στενάξον γη!
«Εάλω η πόλις….»
Ομολογείται μετά κύρους ότι επί δώδεκα αιώνες δηλαδή εφ’ όσον χρόνον διήρκησε το Βυζάντιον, η Εκκλησία υπήρξεν η μεγάλη προστάτης του Ελληνισμού. Ότε δε το Βυζάντιον έπεσεν, η Εκκλησία παρέσχεν εις τον Ελληνισμόν υπηρεσίαν ακόμη ανωτέραν. Αύτη διεφύλαξεν ομού με την θρησκείαν την Ελληνικήν εθνότητα καθι την Ελληνικήν Παιδείαν.
Τας αληθείας αυτάς καλόν είναι να μην λησμονώμεν οι Ορθόδοξοι Έλληνες τον τελευταίον τούτον καιρό. Ύστερα από την Άλωσιν της Βασιλεύουσας την ίδια τύχη είχε το Γένος των Ελλήνων και η Εκκλησία.
Μέσα στα 400 ολόκληρα χρόνια πικρής δουλείας θλίψεων και οδύνης υπό των Αγαρηνών, που τα πάντα τα’ άσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Ο τυραννούμενος Ορθόδοξος Ελληνικός λαός δεν εδείλιασεν δεν εκάμφθη. Αντεστάθη με την πίστην και την αγάπην, για τη χιλιοβασανισμένη Πατρίδα του.
«Με τονα χέρι στο σπαθί και τα’ άλλο στο Βαγγέλιο». Έτσι ήταν η μοίρα αυτού του Έθνους.
Τα χρόνια αυτά για την Εκκλησία που μέσα της κρύβει και θάλπει το Έθνος είναι χρόνια μαρτυρικά.
Πάντα η ζωή της Εκκλησίας είναι μαρτυρία Ιησού μα πολύ περισσότερο στον καιρό του διωγμού.
Η Εκκλησία επί τέσσαρες αιώνες συνεκράτησεν τον υπόδουλον Ελληνισμόν από τον κίνδυνον του, εξισλαμισμού, παρωτρύνοντας τον να εμμένη εις την πίστην του και τον Εθνισμόν του.
Τα εχέγγυα που κράτησαν το Γένος στη ζωή και το ώθησαν να αναζητήση την ελευθερία του ήσαν: «το αδούλωτο φρόνημα, ο δυναμισμός του, η αρετή του, η ευσεβείιά του, η πίστης στο Θεό, η δύναμίς του, η αγάπη προς την ελευθερίαν, η προσήλωσίς του στις παραδόσεις της φυλής».
«Μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερον εστίν η Πατρίς».
Πεφωτισμένος Ιεράρχης μας λέγει:
Η φιλτάτη υμών Πατρίς, αν και διήλθεν υπό βάναυσον δουλείαν τεσσάρων αιώνων επεβίωσεν ως Έθνος, ωφείλεται εις την Κιβωτό του Γένους Εκκλησία.
Οι διδάσκαλοι του Γένους, η Εκκλησία, οι Έλληνες λόγιοι, και η πίστις της Ελληνικής φυλής στις αιώνιες αξίες της ζωής, ήσαν αι δυνάμεις που κράτησαν την ψυχήν του ραγιά. «στητή κι ολόρθη» στα μαύρα εκείνα χρόνια της μακράς και ασέληνης νύχτας.
Για το αδούλωτο φρόνημα των Ελλήνων διεκήρυσσε το έτος 1803 ενώπιον Γαλλικού ακροατηρίου ο Αδαμάντιος Κοραής:
«Η μεγάλη μάζα των Γραικών ησθάνοντο ως αιχμάλωτοι πολέμου, και ουδέποτε ως δούλοι».
Η Εκκλησία ήταν αναγκασμένη να σηκώνη δύο βάρη. Ένα δικό της κι ένα εκείνο του Έθνους. Να ομολογή και να κηρύττει δύο αναστάσεις. Την Ανάστασιν του Ιησού και την ανάστασιν του Γένους. Τα ένωσε λοιπόν και τα δύο σε ένα. Έκαμε την Πίστην Πατρίδα και την Πατρίδα Πίστιν κι ο διωγμός της κι ο αγώνας της έγινε υπέρ Πίστεως και Πατρίδος.
Ο Κλήρος υπήρξε και ο οδηγός της φυλής και το στήριγμα της. Οι αυτοθυσιασθέντες χάριν του Εθνικού καθήκοντος Κληρικοί, καθ’ όλην την περίοδο της Τουρκοκρατίας αποτελούν ηρωϊκήν λεγεώνα. Ο Ελληνισμός διετηρήθη και ανεζησεν εμβολιασθείς εις την καλλιέλαιον Εκκλησίαν.
Καθ’ όλον τον χρόνον της δουλείας ως και κατά την διάρκειαν του αγώνος, Ιεράρχαι, Κληρικοί, και Μοναχοί εγένοντο οι ενθουσιώδεις σημαιοφόροι της Εθνικής Ιδέας.
Ηγούμενοι, συμμετέχοντες μαχών και αγώνων υφιστάμενοι διωγμούς και μαρτύρια, κρατούντες εις την μία χείρα τον Σταυρόν του Κυρίου και εις την άλλην την Πυρφόρον δάδαν της Αναστάσεως του Έθνους ανεδείχθησαν Εθνικοί ήρωες, άξιοι Πανελληνίου στεφάνου.
Προσερχόμενοι εις το μαρτύριο έλεγον:
Ω δήμιοι τι στοχάζεσθε; Μικρά δι’ ημάς είναι ταύτα τα κολαστήρια. Καύσατέ μας τας σάρκας, συντρίψατέ μας τα οστά, κάψατέ μας τα μέλη, αποκεφαλίσατέ μας, όλα θέλομεν τα υποφέρει μετά χαράς, και δεν πωλώμεν την ευσέβειαν εις την μανίαν της ασέβειας. Είμαστε Κληρικοί της Εκκλησίας των μαρτύρων. Ποιμένες του λαού, Μαθηταί του Χριστού.
Έρχεται ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και μέσα στο νέον «Μαρτυρολόγιον» συνταχθέν, ερανισθέν υπ’ αυτού και εκδοθέν για πρώτην φοράν εν Βενετία το έτος 1799 θέτει ως χρονικόν όριον των μετά την Άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως το έτος 1453 κατά διαφόρους καιρούς και τόπους μαρτυρισάντων Χριστιανών αποκαλώντας αυτούς με τον όρον «Νεομάρτυρες».
Οι Νεομάρτυρες είναι ανακαινισμός όλης της Ορθοδόξου Πίστεως, διότι ο χρόνος και ο καιρός έχει φυσικά τούτο το ιδίωμα. Τα μεν νέα και καινούργια πράγματα να τα κάνει παλαιά, τα δε παλαιά να ρίπτη με την πολλήν του παράτασιν, εις έναν βυθόν απιστίας και αλησμονησίας, και τοσούτον να τα γηράσκει και να αφανίζει, ωσάν να μην έγιναν ολότελα. «Το παλαιούμενον και γηράσκον εγγύς αφανισμού (Εβραίους 4, 13)»
«Οι Νεομάρτυρες λάμπουν ως ήλιοι λαμπροί εν νυκτί της δουλείας, ως άγκυραι στερραί εν καιρώ τρικυμίας» σημειώνει ο Άγιος Νικόδημος και συνεχίζει:
«Είναι ένα θαύμα να βλέπη τινάς μέσα εις την καρδίαν του χειμώνος εαρινά άνθη και Τριαντάφυλλα, και ήλιον μέσα στο ψηλαφητόν σκότος, φώτα λαμπρότατα, αύτη η δύναμις είναι του Θεού».
Οι πολύαθλοι Νεομάρτυρες κατέχουν μίαν ιδιάζουσαν θέσιν μέσα στο πολύφωτο νοητό στερέωμα της Εκκλησίας μας, οι οποίοι στη μακράν και ασέληνη νύχτα του Εθνικού μας βίου, ανεδείχθησαν τα έμψυχα εκείνα λυχνάρια που εφώτισαν την ζωή των ραγιάδων.
Το αίμα τους το αχνιστό καθώς επότιζε κάθε τόσο και σε κάθε τόπο το χώμα κρατούσε ζεστή την θρησκευτική πίστι και ζωογονούσε το Εθνικό φρόνημα των ραγιάδων. (Ο Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιος)
«Οι Νεομάρτυρες ενδυναμώνουν, αναθάλλουν και ανακαινίζουν την γηραλέαν πίστιν των Χριστιανών, όπως η νέα βροχή αναθάλλη τα δέντρα τα εξηραμένα, όπως δευτέρα ανάληψις των πτερών, ανακαινίζη τον γηράσαντα αετόν» (Συναξαριστής Νεομαρτύρων σελίς 14)
Υπέρ της πίστεως μέγαν αγώνα διεξήγουν οι Νεομάρτυρες, Μαρτυρικοί Πατριάρχαι, ο Εθνομάρτυς απαγχονισθείς Γρηγόριος ο Έ, Μητροπολίται ο Κορίνθου Ζαχαρίας, Σεραφείμ Φαναρίου, ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, ο Εθναπόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός (Πατροκοσμάς)
Νεομάρτυρες χαρακτηρίζουμε το ανυπολόγιστον πλήθος των μαρτύρων, που κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ανεδείχθησαν νέοι Πρωτομάρτυρες Στέφανοι, μέσα από τους κόλπους του Ελληνισμού που για: «του Χριστού την πίστιν την αγίαν», βασανίσθηκαν και πέθαναν μέσα σε φρικτούς πόνους.
Νεομάρτυρες είναι πολλοί, στρατιά αναρίθμητος από κάθε τόπο της σκλαβωμένης ελληνικής γης, ο Μωριάς, η Μακεδονία, η Θράκη, η Ρούμελη, η Μικρά Ασία, τα νησιά (Κρήτη, Κύπρος) που έχυσαν το αίμα τους για να γίνη πορφύρα δόξης στην Ελλάδα και σπονδή αγία στο βωμό της πίστεως του Χριστού.
Είναι οι μετά ζωηράς πίστεως, συνεχισταί των ηρωικών αγώνων των μαρτύρων της πρώτης εκκλησίας, που εκόσμησαν την πινακοθήκην των Αγίων Μαρτύρων.
Ο Καισάριος Δαπόντες (1714-1784) λόγιος Μοναχός, υπολογίζει τους Νεομάρτυρας πλέον των χιλίων. Χαρακτηριστικά αναφέρει: «οι νεοφανείς Άγιοι Μάρτυρες είναι δε υπέρ τους χιλίους και περισσότεροι, των οποίων τα ονόματα άγνωστα είς εμέ, γνωστά δε παρά τω Θεώ τω πάντα γινώσκοντι»
Ο πολιτικός και ο ιστοριογράφος Σπυρίδων Τρικούπης, αναφέρει ότι μετά την Εθνική Παλιγγενεσίαν του 1821 «μόνη τη Κωνσταντινουπόλει εθυσιάσθησαν έως δεκακίσχιλιοι Χριστιανοί, πολλοί εξορίσθησαν και πάμπολοι κατέφυγαν υπό την γενναίαν και φιλόχριστον περίθαλψιν της Ρωσίας εις ξένην γη» (Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως)
Μέσα σε αυτήν την λαμπράν χορείαν των Νέομαρτύρων, ως αστέρες πρώτου μεγέθους σελαγίζουν στο νοητό στερέωμα της Εκκλησίας μας, οι τοπικοί μας Άγιοι Νεομάρτυρες Δημήτριος και Παύλος, οι οποίοι εστεφανώθησαν υπό τον Ιησού με αθανάτον διάδημα.
Κατ΄έτος αυτήν την μυροβόλον και αγιωτάτην περίοδο της Αναστάσιμης χαράς, η τοπική μας Εκκλησία εορτάζει την φωτοφορον μνήμη των και καλεί όλους μας να γίνωμε μέτοχοι της Πανδήμου αυτής ευλογίας και πνευματικής χαράς.
Η Ηρωοτόκος και αγιοτόκος Τριπολιτσά αγάλλεται και χαίρει, γιατί θάλπει εις τους κόλπους της τα δύο νεαρά παλληκάρια και πρώην εξωμότας, τον Νεομάρτυρα Δημήτριον και τον Οσιομάρτυρα Παύλον, που προσέφεραν την ζωή των ως πυρικαύστον θυμιατήριον γενομένοι εθελόθυτα θύματα υπό των Αγαρηνών.
Ο ηρωισμός των δύο νεαρών βλαστών, η φλόγα της καρδιάς των, η θυσία των, μας ενώνουν μυστικά με το αίμα των, και τα ιερά λείψανα των, μας κρατούν σφιχτά δεμένους μαζί τους. Ολίγα τινά περί του βίου των.
Το έτος 1779 σε ένα ταπεινό σπίτι στη Λιγούδιστα, σημερινή χώρα Τριφυλίας, γεννήθηκε ο Δημήτριος Καψαρίδης γυιος του Ηλία, ορφανός από μητέρα. Ελθών εις ηλικίαν ξενιτεύτηκε αναζητώντας καλύτερη ζωή. Αφού έφτασεν εις Τρίπολιν, υπηρέτησε σε τούρκικο σπίτι. Η συναναστροφή με τους Τούρκους τον ώθησε σύντομα να αρνηθή την πίστη του.
Ενεδύθη Τούρκικη ενδυμασία, και έλαβε το όνομα, Μεχμέτ. Ελεχθείς από τας τύψεις της συνειδήσεως του εγκατέλειψεν την Τρίπολη, με σκοπό να συναντήσει πνευματικόν να εξομολογηθεί το ατόπημα που υπέπεσεν. Έφτασε εις Μαγνησίαν και εις Κυδωνίες εις την Ιεράν Μονήν του Τιμίου Προδρόμου. Εξομολήθην εις τον Ηγούμενον, που τον συνεβούλευσε να συναντήσει τον Άγιο Μακάριο Νοταρά, πρώην Επίσκοπον Κορίνθου, που εφησύχαζε στην Χίο. Φθάσας ο Δημήτριος εξομολόγηθη την απόφασιν του να μαρτυρήση για να ξεπλύνη το αμάρτημα του.
Φθάνει στο Άργος και κατόπιν εις Ιερά Μονή της Παναγίας Γοργοεπηκόου Κηπιανών (Νεστάνη). Κατόπιν στο χωριό Μερκοβούνι, να αναπαυθεί ολίγον.
Ηταν Δευτέρα του Θωμά, όταν ο Δημήτριος εισήλθεν εις την τουρκοκρατουμένη Τριπολιτσά και χαιρέτησε το πρώην αφεντικό του με το «Χριστός Ανέστη».
Ακούσαντες οι Τούρκοι εξαγριώθησαν και τον οδήγησαν εις τον Κριτή. Η απόφασις ήταν ο αποκεφαλισμός.
Άγοντας τον εις τον τόπον του Μαρτυρίου, εις το ψαροπάζαρον της Τριπολιτσάς, ο δήμιος με τρία χτυπήματα απέτεμε την ιεράν του κεφαλήν.
Ήτο ημέρα Τρίτη της εβδομάδας του Θωμά 14η Απριλίου έτους 1803 άγων το 28ον έτος της ηλικίας του.
Πλήθος Χριστιανών θεωρούντες από μακρόθεν το γενόμενον, έτρεξαν θλιβόμενοι και δακρυροούντες και έκοπτον από το ματωμένο υποκάμισον του τεμάχιον, λίγες τρίχες από την κεφαλήν του ως ιερά λείψανα προς θεραπείαν ασθενών.
Έμεινεν το Ιερόν λείψανον άταφον επί τριήμερον. Εδόθη εντολή να καυθή. Με την προσφορά όμως ικανών χρημάτων από Χριστιανούς, το ιερόν λείψανον ερρίφθη έξω του Κάστρου εις τόπον λεγόμενον «ΚΡΕΜΑΛΑ»
Τη νύχτα ο πατήρ Αντώνιος παρέλαβε την ιεράν Κάραν και την εναπόθεσεν υποκάτω της Αγίας Τραπέζης του Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου Τριπόλεως όπου σήμερα φυλάσσεται εις τον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Αγίου Βασιλείου Τριπόλεως.
Το παντιμον σώμα του Μάρτυρος μετεκομίσθη υπό Χριστιανών εις την ιεράν μονήν του Αγίου Νικολάου, την επωνομαζομένην της «Βάρσης» (Βαρσών) και ετάφη πανεντίμως.
Την ιστορίαν του Οσιομάρτυρος Παύλου έγραψε ο αείμνηστος Ιερομόναχος Ιάκωβος, Ο Αγιορείτης. Ο οσιομάρτυς Παύλος κατήγετο από το χωρίον Σοπωτόν Καλαβρύτων, αργότερα μετονομασθέν Άγιος Παύλος και νυν Αροανία.
Το πρότερον ονομάζετο Παναγιώτης Πανουτσόπουλος του Ιωάννου και της Αντώνας, που μετά από 15 χρόνια από το μαρτύριο του Δημητρίου έγινε μιμητής του:
Έφθασεν εις Πάτρας και έμαθε την τέχνη των Τσαγκάρηδων (υποδηματοποιών). Επέστρεψε εις Καλάβρυτα εις ιδικόν του εργαστήριον επί ενοικίω.
Ηρνήθη να πληρώσει την αύξησιν. Τούρκος να γίνω εάν δώσω περισσότερα. Ενεδύθει τούρκικα ενδύματα λέγων ότι είναι Αγαρηνός.
Κατόπιν ελθών εις εαυτόν για το κακόν που έπραξε, προσεπάθη να ξεπλύνη την αμαρτία του. Φθάνει εις Άγιον Όρος και λαμβάνει το Μέγα και Αγγελικό Σχήμα μετονομασθείς Παύλος. Είδε εις ενύπνιον τον Νεομάρτυρα Δημήτριον και του είπε: «Χαίρε συναθλητά Παύλε, σπούδασον να υπάγης εις την Τρίπολη να τελειώσης τον υπέρ πίστεως αγώνας σου, δια να στεφανωθής εις την επουράνιον βασιλείαν και να συνεφρανθώμεν των πνεύματι».
Αναχωρήσας από το Άγιον Όρος έφθασεν εις Μέγα Σπήλαιον και κατόπιν εις Τρίπολιν.
Παρουσιάσθη ενώπιον του Μουφτή και του εξήγησε ότι νεαρός επλανήθη και χωρίς να το καταλάβει αντήλλαξε την αληθινή θρησκείαν με την βδελυράν Μωαμεθανικήν πίστιν και εδήλωσεν ευθαρσώς ότι εγώ εγεννήθην Χριστιανός και επιθυμώ να αποθάνω Χριστιανός.
Οργισθείς ο Μουφτής προσέταξε τον αποκεφαλισμίν του. Ήτο δε η 22α Μαϊου, του 1818.
Το Ιερόν Λείψανον παρέμεινεν επί τριήμερον άταφον. Κατόπιν το έρριψαν εις τον τόπον των ακαθαρσιών του ηγεμόνος, εν ω παρέμεινεν επί 20 ημέρες. Δυο φίλοι του Αγίου το ανευρον ως και την Αγίαν Κάραν, τα έπλυναν και τα ενεταφίασαν πλησίον του ιερού Ναού Παμμεγίστων Ταξιαρχών και μετέπειτα εις την γεραράν Ιεράν Μονήν Αγίου Νικολάου Βαρσών, όπου φυλάσσωνται εις πολυτελή αργυρά Λειψανοθήκη.
Η κατ΄έτος και κατ΄έθος πανδήμως λατρευτική εκδήλωσις αφιερούται εις την μνήμην των δυο Νεομαρτύρων, ως ευώδες μνημόσυνον και ως έκφρασις της προσφοράς τιμής και του δικαίου επαίνου, στα δυο νεαρά παλληκάρια που βροντοφονούσαν μπροστά στον κριτή: «Χριστιανός εγεννήθηκα, Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να αποθάνω».
«Χαίρεις πανευκλεής δυάς Νεομαρτύρων, Δημήτριε Θεόφρον και Παύλε Θεοφόρε, Τριπόλεως οι Πρόβολοι».
Δυάς Αγία Νεομαρτύρων, επάρατε τας σεπτάς χείρας υμών προς την Αγία Τριάδα Και να αναπέμψατε εκτενείς ικεσίας, όπως λυτρωθώμεν εκ πάσης επηρείας. Δυάς Αγία, Δημήτριε και Παύλε, με την Χύσιν τιμίου υμών αίματος διαφυλάσσεται αυτήν την αγιοτόκον Τριπολιτσά από πάσης απειλής, όπως βιώνομεν βιον ήρεμον και ησύχιον.
«Δυας Μαρτύρων νεοφανών, Δημήτριε και Παύλε, οι την αγίαν τριάδα δοξάσαντες και την καλή ομολογία οικείοις αίμασι σφραγίσαντες. Δυάς Θεοδόξαστε, Νεομαρτύρων Χριστού, Θεόφρον Δημήτριε και Παύλε Μάρτυς στερρέ, ημών αγαλλίασμα, ρύσασθε πάσης βλάβης, και παντοίας ανάγκης πάντας τους προσιόντας τη υμών προστασία».
«Αι χορείαι των Τριπολιτών, αγαλλωμένη καρδία εορτάζουσι την λαμπράν υμών μνήμη, Δημήτριε και Παύλε, την πλήρη δωρεών ουρανίων». Δεύτε οι χοροί Τριπολιτών άσμασιν ενθέοις συμφώνως πανηγυρίσωμεν μνήμην την χαρμόσυνον των αθλητών του Χριστού Δημητρίου του Μάρτυρος και Παύλου του Θείου.
Η Ιερά μας Μητρόπολις με πρωτεργάτην τον Υφαντουργόν της αγάπης, Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Μαντινείας και Κυνουρίας Κύριον Αλέξανδρον ανέλαβε τα της Μεγάλης εορτής. Ο Σεβασμιώτατος ανέλαβε προθύμως φιλαδέλφως και φιλοφρόνως, αυτόν τον κόπο, το να φιλοξενή επί τη τελέσει των ιερών ακολουθιών αδελφούς Αρχιερείς..
Μητροπολίτην Μονεμβασιάς και Σπάρτης κ. Ευστάθιον Μητροπολίτης Πατρών κ. Χρυσόστομον Μητροπολίτην Ιερισσού Αγίου Όρους και Αρδαμερίου κ. Θεόκλητον.
Μητροπολίτην Φωκίδος κ. Θεόκτιστον Επίσκοπον Κερνίτσης κ. Χρύσανθον.
Την παραμονήν της εορτής το απόγευμα την 21ην Μαϊου τα Ιερά Λείψανα των Νεομαρτύρων μετεφέρθησαν από την Ιεράν Μονήν Αγίου Νικολάου Βαρσών, συνοδεία Ιερέως και μελών της Ελληνικής Ομάδας διάσωσις Αρκαδίας εν πομπή, εις το ανακαινισθέν Ιερόν Παρέκκλησιον του Οσιομάρτυρος Παύλου. Εκεί εψάλη σύντομος Οιερά Ακολουθία, και εν συνεχεία εν Ιερά πομπή μετά των αγίων Αρχιερέων μετεφέρθησαν εις τον πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό Προφήτου Ηλιού – Αγίων Νεομαρτύρων Δημητρίου και Παύλου.
Από ώρας 7:30 μ.μ. Εψάλη Μέγας Πολυαρχιερατικός Εσπερινός χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ιερισσού Αγίου Όρους και Αρδαμερίου κ. Θεόκλητου, όστις κήρυξε τον Θείον Λόγον.
Την κυριώνυμον ημέραν της εορτής Τρίτην 22ας Μαϊου και από ώρας 7ης π.μ. Εψάλη η Ακολουθία του Όρθρου μετ΄αρτοκλασίας, χοροστατούντος του επιχωρίου Μητροπολίτου κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, και εν συνεχεία Πολυαρχιερατικόν Συλλείτουργον Προεξάρχοντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μοναμβασίας και Σπάρτης κ. Ευσταθίου.
To Εσπέρας της εορτής και από ώρας 7ης εψάλη Αρχιερατικός Εσπερινός χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Πατρών κ. Χρυσοστόμου.
Μετά το πέρας του Εσπερινού επηκολούθησε η καθιερωμένη επίσημος Ιερά Λειτανία ανά την πόλιν, με την επιστροφήν των Ιερών Λειψάνων εις τον Ιερόν Ναόν του Προφήτου Ηλιού.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας έμπροσθεν του προνάου απήυθηνε λόγια στοχαστικά.
Αδελφοί μου,
Ο Αναστάς Κύριος μας ηξίωσε δια μια εισέτι φοράν να συνεορτάσωμεν την Ιεράν μνήμην των Πολιούχων μας. Των δυο νεαρών παλληκαριών που για την «Πίστιν και το Γένος» έγιναν τα εθελόθυτα θύματα των Αγαρηνών και με το τίμιον αίμα τους έβαψαν τα χώματα της τότε Τουρκοκρατούμενης Τριπολιτσάς.
Τρία είναι τα απαραίτητα εχέγγυα και εφόδια, να κρατάμε σφιχτά μέσα στην αγκαλιά μας την τόλμη, την αρετή και την αυτοθυσία.
«Εύχομαι να είναι οι Νεομάρτυρες οι πρεσβευταί προς τον Ουράνιον πατέρα, για την αναγέννησιν του Γένους μας, καθ΄ότι οι κίνδυνοι ελοχεύουν από παντού.
Τας προσευχάς ημών τας θερμάς, ως θυμίαμα εύοσμον και ως μύρον πολύτιμον αναπέμπομεν εκτενώς προς τον πατέρα και Πλάστην τη Πρεσβεία των Αγίων Νεομαρτύρων, όπως κρατύνη την Ιστορικήν Τριπολιτσά, την Αρκαδική γη και το Γένος ημών μακράν παντός δυλίου υποκειμένου».
Οφειλετικώς εκφράζομεν εκ μέσης καρδίας τας θερμάς ευχαριστίας, προς τους Αγίους αδελφούς Αρχιερείς, που ανταποκρίθηκαν στην πρόσκλησιν μας και λάμπρηναν με τη συμμετοχή τους τας Ιεράς Ακολουθίας.
Εύχομαι το μήνυμα της σημερινλης εορτής να πληρώση μετ΄ευφροσύνης τας καρδίας της Νεολαίας μας, του Στρατού μας, Σωμάτων Ασφαλείας, Πολιτικών και Εκαπιδευτικών Αρχών και πάντων των εν Χριστώ αδελφών.
Η όλη θρησκευτική εκδήλωσις τελείωσε με το ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ υπό του Σεβασμιωτάτου.
Των Ιερών Ακολουθιών μετείχε ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Τεγέας κ. Θεόκλητος. Βλάστημα και καύχημα της ημών Ιεράς Μητροπόλεως. Το δικό μας παιδί.
Τα Ιερά Λείψανα παρέμειναν εις τον Ιερόν Ναόν του Προφήτου Ηλιού επί τριήμερον, τελεσθησομένων Ιερών Ακολουθιών και τέλος πήραν τον δρόμο συνοδεία Ιερέως δια την Ιεράν Μονήν Αγίου Νικολάου Βαρσών.