Το "Σάββατο των ψυχών"
Τό Σάββατο πρίν ἀπό τήν Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω ἀποκαλεῖται «Σάββατο τῶν Ψυχῶν» ἤΨυχοσάββατο. Εἶναι τό πρῶτο ἀπό τά δυό Ψυχοσάββατα τοῦ ἔτους (τό δεύτερο εἶναι τό Σάββατο πρίν ἀπό τήν Κυριακή της Πεντηκοστῆς).
Ὁ λόγος πού ἡ Ἐκκλησία μας καθιέρωσε τά Ψυχοσάββατα, παρ' ὅτι κάθε Σάββατο εἶναι ἀφιερωμένο στούς κεκοιμημένους, εἶναι ὁ ἑξῆς: Ἐπειδή πολλοί κατά καιρούς ἀπέθαναν ἄγνωστοι, σέ ἀκαθόριστο χρόνο, σέ τόπους ἄγνωστους, στή θάλασσα ἤ στά ὄρη καί τούς κρημνούς, ἤ ὅπου ἀλλοῦ, καί μερικοί, λόγω πτώχειας ἤ διαφόρων ἄλλων λόγων, δέν ἀξιώθηκαν τῶν διατεταγμένων Μνημοσύνων, «οἱ θεῖοι Πατέρες, φιλανθρώπως κινούμενοι, ἐθέσπισαν τό Μνημόσυνο αὐτό ὑπέρ πάντων τῶν ἀπ' αἰῶνος εὐσεβῶς τελευτησάντων Χριστιανῶν». Ἰδιαιτέρως δέ, ἐπειδή ἡ Κυριακή τῆς Ἀπόκρεω εἶναι ἀφιερωμένη στήν ἀνάμνηση τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καί οἱ κεκοιμημένοι μας ἀκόμη δέν ἐκρίθηκαν, τούς μνημονεύουμε σήμερα καί, ἐπικαλούμενοι τό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ, Τόν παρακαλοῦμε διά τοῦ Μνημοσύνου, τό ὁποῖο τελοῦμε, νά τούς χαρίζει τήν αἰώνιο ζωή. Συγχρόνως δέ ἐνθυμούμεθα κι ἐμεῖς τό βέβαιον τοῦ θανάτου καί «διεγειρόμεθα πρός μετάνοιαν».
Ἡ Ἐκκλησία μας διδάσκει ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἕνα καθολικό γεγονός καί ἵσταται μέ δέος στό ἄκουσμα αὐτοῦ. Στεκόμαστε πάντες μέ συγκίνηση ἐμπρός στούς τάφους τῶν νεκρῶν μας, τῶν νεκρῶν, πού εἶναι θαμμένοι στά Κοιμητήρια τῶν χωριῶν καί τῶν πόλεών μας. Ξέρουμε καλά ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας ἀποτελεῖται ἀπό δυό μέρη, πού συνιστοῦν ἕνα σῶμα, τήν Στρατευομένη καί τήν Θριαμβεύουσα.
Στρατευομένη Ἐκκλησία εἴμαστε ὅλοι ἐμεῖς οἱ ζῶντες καί Θριαμβεύουσα ὅλοι οἱκεκοιμημένοι ἀδελφοί μας, ἀπό τοῦ Ἀδάμ μέχρι καί τῆς σήμερον.
Αὐτούς, λοιπόν, τούς κεκοιμημένους, οἱ ὁποῖοι μέ διαφόρους τρόπους ἀπῆλθαν ἀπό τόν κόσμο τοῦτο, μνημονεύει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας, τήν ἡμέρα τοῦ Ψυχοσαββάτου, καί γι’ αὐτούς ἐμεῖς προσευχόμεθα ἀναξίως αὐτήν τήν ἡμέρα. Τόν κάθε ἄνθρωπο ὁΘεός τόν κάλεσε κοντά Τοῦ μέ ξεχωριστό τρόπο, καί μόνον Αὐτός γνωρίζει τούς βαθύτερους λόγους πρός σωτηρία ἑκάστου, νέο ἤ γέροντα, ἄντρα ἤ γυναῖκα, ἀσθενῆ ἤὑγιῆ, ἀπρόοπτα καί ἀναπάντεχα ἤ μέ φυσιολογικό θάνατο. Ὅλα αὐτά μᾶς κάνουν νά αἰσθανόμαστε τήν ἀνάγκη γιά προσευχή ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων καί ἰδίως γιά ἐκείνους τούς ὁποίους ἐλησμόνησαν ἀκόμη καί οἱ ἴδιοι οἱ συγγενεῖς τους καί δέν τελοῦν γι’ αὐτούς Μνημόσυνα.
Ὅμως κι ἐμεῖς οἱ ζῶντες, μέ τήν προσευχή γιά τούς κεκοιμημένους, προετοιμαζόμαστε γιά τήν ἡμέρα ἐκείνη τήν φοβερά, τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου μας. Αὐτή ἡ ἡμέρα εἶναι μοναδική εὐκαιρία νά κατανοήσουμε τό σύντομο τῆς ἐπίγειας παρουσίας μας, δηλαδή ὅτι ὅσοι γεννήθηκαν πέθαναν, ὅσοι ζοῦν θά πεθάνουν καί ὅσοι θά γεννηθοῦν καί αὐτοί θά πεθάνουν. Τή μνήμη, λοιπόν, τοῦ θανάτου ὑπενθυμίζει σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας σ' ἐκείνους πού παρευρίσκονται στήν Ἀκολουθία τοῦ Ψυχοσαββάτου.
Ὑποχρέωση κάθε Χριστιανοῦ εἶναι ἡ ἑτοιμασία γιά τό ἐπερχόμενο ταξίδι στήν αἰωνιότητα, ἡ συγχώρεση, ἡ ἐξομολόγηση καί ἡ μετοχή τοῦ Ἀχράντου Σώματος καί τοῦΤιμίου Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ὥστε, σύμφωνα μέ τήν εὐχή τῆς Ἐκκλησίας μας, τά τέλη τῆς ζωῆς μας νά εἶναι «χριστιανά, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικά» καί νά ἔχουμε «καλήν ἀπολογίαν τήν ἐπί τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ». Ἀμήν.
+ π.Ι.Σ.