Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὁ ἁγιορείτης γιά τήν Ἐκκλησία καί τούς κληρικούς - τοῦ ἀρχιμ. Ἰακώβου Κανάκη
Ἀγαπητοί μου, ἄς εὐχαριστήσουμε τόν Θεό πού ἀκόμα καί στίς μέρες μας, σέ μιά ὁμολογουμένως δύσκολη ἐποχή, ἀναδεικνύει ἁγίους ὅπως ὁ ὅσιος γέροντας Παΐσιος ὁ ἁγιορείτης. Τό πρόσωπό του θά προσπαθήσουμε νά προσεγγίσουμε.
Εἶναι ὅμως δύσκολο ἐγχείρημα αὐτό καί τολμηρό θά ἔλεγα. Γιατί δύσκολο καί τολμηρό; Γιατί ἁπλά ὁ ἅγιος καταλαβαίνει τόν ἅγιο. Ἔτσι ἀφοῦ ἁγιότητα ἐκ μέρους μας δέν ὑπάρχει, βρισκόμαστε μπροστά σέ ἕνα σταυροδρόμι ἐπιλογῆς: σιγή ἤ προσπάθεια; Διαλέξαμε τό δεύτερο. Πράγματι, μιά ἐσωτερική ἐπιθυμία μᾶς προτρέπει νά ἀναφερθοῦμε στόν ἅγιο καί μάλιστα ὄχι μέ τόν συνηθισμένο τρόπο. Τί ἐννοῶ; Ὅταν κάποιος καλεῖται νά μιλήσει γιά κάποιον ἀναφέρεται σέ περιστατικά πού ἔζησε μαζί του.
Ἡ γνωστή ἐρώτητη εἶναι: «τόν γνωρίσες; τί σοῦ εἶπε;». Προσωπικά δέν εἶχα αὐτήν τήν μεγάλη τιμή καί εὐλογία, ἀλλά σήμερα δέν ἤθελα νά ποῦμε γενικά πῶς βλέπω ἐγώ ἤ ἄλλοι τόν ὅσιο γέροντα, ἀλλά τί ἔχει πεῖ ὁ ἴδιος, τί πίστευε ὁ ἴδιος γιά δύο σημαντικά θέματα. Γιά τήν Ἐκκλησία καί γιά τούς κληρικούς. Ἔτσι, δέν πρόκειται νά ἀναφερθοῦμε σέ θαύματα καί σημεῖα, πού διά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ὄντως ἐπιτελοῦσε ὁ ἅγιος γέροντας. Τέτοια ὑπάρχουν ἄπειρα σέ βιβλία πού ἔχουν ἐκδοθεῖ. Μάλιστα σέ τέτοιο σημεῖο γίνεται ἡ καταγραφή θαυμάτων, ὅπου ὁ γέροντας παρουσιάζεται ὡς κάποιος φοβερός μέν θαυματοποιός ἀλλά χωρίς νά ἀναφέρονται γι᾽αὐτόν τόσες ἄλλες πτυχές τῆς ζωῆς του, ἀκόμα δέ καί ὁ τρόπος πού ἔφθασε στήν ἀπόκτηση τῶν πολλῶν χαρισμάτων του ἤ πιό ἁπλά ὁ τρόπος πού ἔφθασε στήν ἁγιότητα.
Σήμερα θά προσπαθήσουμε νά γίνουμε ὁ ἀναμεταδότης τῶν ὅσων μέ ἐγκυρότητα ἐμπιστεύθηκε ὁ ἴδιος στίς μοναχές στό μοναστήρι τῆς Σουρωτῆς, πού καθοδηγοῦσε πνευματικά.[2]Ἔλεγε: «Μία μάνα ἡ φυσική, μία ἡ Παναγία καί μία ἡ Ἐκκλησία». Καί ἔτσι εἶναι βεβαίως διότι ὅτι λέγεται γιά τήν Παναγία λέγεται καί γιά τήν Ἐκκλησία[4] Σημείωνε: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας δέν ἔχει καμμία ἔλλειψη. Ἡ μόνη ἔλλειψη πού παρουσιάζεται, εἶναι ἀπό μᾶς τούς ἴδιους, ὅταν δέν ἀντιπροσωπεύουμε σωστά τήν Ἐκκλησία… Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί Αὐτός τήν κυβερνάει. Δέν εἶναι ναός πού κτίζετε μέ πέτρες, ἄμμο καί ἀσβέστη ἀπό εὐσεβεῖς καί καταστρέφεται μέ φωτιά βαρβάρων, ἀλλά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός…».[6] Παράλληλα εἶχε ἀναφέρει: «Νά προσέχουμε νά μή δημιουργοῦμε θέματα στήν Ἐκκλησία οὔτε νά μεγαλοποιοῦμε τίς μικρές ἀνθρώπινες ἀταξίες πού γίνονται, γιά νά μή δημιουργοῦμε μεγαλύτερο κακό καί χαίρεται ὁ πονηρός. Ὅποιος γιά μικρή ἀταξία ταράσσεται πολύ καί ὁρμάει ἀπότομα μέ ὀργή, δῆθεν νά τήν διορθώση, μοιάζει μέ ἐλαφρόμυαλο νεωκόρο πού βλέπει νά στάζει τό κερί καί ὁρμάει ἀπότομα, μέ φόρα, γιά νά τό διορθώση δῆθεν, ἀλλά παίρνει σβάρνα ἀνθρώπους καί μανουάλια, καί δημιουργεῖ μεγαλύτερη ἀταξία τήν ὤρα τῆς λατρείας. Δυστυχῶς στήν ἐποχή μας ἔχουμε πολλούς πού ταράσσουν τήν Μητέρα Ἐκκλησία».[8]
Παράλληλα πίστευε αὐτό πού εἶχε ἀναφέρει ὁ μεγάλος θεολόγος ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς ὅτι δηλαλή μέ τήν πνευματική πρόοδο κάθε πιστοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας ὀμορφαίνει ὅλη ἡ Ἐκκλησία. Τόνισε ὅτι «Ὅλα τά χαρίσματα ἐν τῆ Ἐκκλησία, ὅλαι αἱ διακονίαι, ὅλοι οἱ Διδάσκαλοι, οἱ Ἐπίσκοποι, οἱ ἱερεῖς, οἱ Λαϊκοί ἀποτελοῦν ἕν σῶμα, τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλοι αὐτοί εἶναι ἀναγκαῖοι εἰς κάθε ἕνα καί ὁ καθένας εἶναι ἀναγκαῖος εἰς ὅλους. Ὅλους αὐτούς ἐνώνει εἰς ἕν καθολικόν καί θεανθρώπινον σῶμα τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό Πνεῦμα τῆς κοινωνίας καί οἰκοδομῆς τῆς Ἐκκλησίας.»[10]ἀποκαλύπτεται στούς ἀνθρώπους ὅλη ἡ Οἰκονομία τῆς σωτηρίας δηλαδή τό «Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί».[12]Ἄλλες παρόμοιες θέσεις ἀναφέρουν: «Ἐκκλησία εἶναι ὁ Θεάνθρωπος,[14]
Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία ἔλαβε μέ κεφαλή της τόν Θεάνθρωπο ὅλες τίς θεῖες καί μεταμορφωτικές θεοποιές δυνάμεις της. Εἶναι φοβερό ὅτι ἡ ἴδια ἡ ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἔγινε ἡ αἰώνια ὑπόσταση τῆς Ἐκκλησίας. Μέσω τῆς Ἐκκλησίας ὡς τοῦ θεανθρωπίνου σώματός Του ὁ Κύριος ἕνωσε ὅλα τά ἀγγελικά καί ἀνθρώπινα ὄντα καί ὅλα τά κτίσματα σέ ἕνα αἰωνίως ζῶντα ὀργανισμό.[16] Καί ὁ Ἱερός Καβάσιλας προσθέτει γιά τήν Ἐκκλησία ὅτι: «σημαίνεται δέ ἡ Ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις, οὐχ ὡς ἐν συμβόλοις, ἀλλ᾽ ὡς ἐν καρδία μέλη, καί ὡς ἐν ρίζη τοῦ φυτοῦ κλάδοι, καί καθάπερ ἔφη ὁ Κύριος, ὡς ἐν ἀμπέλω κλήματα (Ἰω. 15, 1-5)».[18] Γι’ αὐτήν προορίζονταν τά πάντα, «διά τήν Ἐκκλησίαν ὁ οὐρανός, οὐ διά τόν οὐρανόν ἡ Ἐκκλησία».[20] «Ἀρξαμένη ἀπό τῆς δημιουργίας τῶν πρωτοπλάστων, ἐπανιδρύθη ὁριστικῶς διά τοῦ Χριστοῦ. Ἀποτελεῖ ἕν σῶμα, τοῦ ὁποίου τό μέν Θεῖον στοιχεῖον εἶναι ἡ Κεφαλή, τό δέ ἀνθρώπινον εἶναι τά μέλη εἴτε ἔντιμα εἴτε μή».[22] Τίς παραπάνω πατερικές ἀναφορές γνώριζε ὁ ἅγιος καί τίς ἐξέφραζε συνολικά μέ τόν δικό του ἁπλό, γλαφυρό καί μοναδικό τρόπο.
Β´ Μ Ε Ρ Ο Σ
Ἀφοῦ ξεκινήσαμε ἀπό τήν Ἐκκλησία θά προχωρήσουμε στούς κληρικούς. Πάντοτε στά λεγόμενά μας κοθοδηγός μας εἶναι ὁ ἅγιος γέροντας Παΐσιος.
Ἐκτός λοιπόν ἀπό τήν Ἐκκλησία γενικά, μέ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον μιλοῦσε ὁ γέροντας στούς κληρικούς, τούς ὁποίους τιμοῦσε ὅλως ἰδιαιτέρως, στούς ὁποίους μάλιστα τόνιζε συχνά τήν μεγάλη τους εὐθύνη ἔναντι τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί τῶν ἀνθρώπων. Σημείωνε ὅτι ὁ κληρικός εἶναι τό παράδειγμα μέσα στήν κοινωνία ἐνῶ ἔθιγε καί τό ζήτημα τῆς ἐκκοσμίκευσης τοῦ κλήρου.[24]
Ὁ γέροντας ἀναφέρει, ὄχι τό τί θέλει ὁ Θεός ἀπό τούς κληρικούς διότι αὐτό δέν εἶναι κάτι ἁπλό ἀλλά τό τί θέλουν οἱ ἄνθρωποι. Ὅμως οἱ ἄνθρωποι, θά ἀναρωτηθεῖ κάποιος, ἔχουν τά κριτήρια αὐτά γιά νά διακρίνουν τόν εὐλαβή κληρικό; Λέει ὁ γέροντας: «Παλιά οἱ ἱερεῖς ἔκαναν ἄσκηση, εἶχαν ἀρετή, ἦταν ἅγιοι, καί οἱ ἄνθρωποι τούς εὐλαβοῦνταν. Σήμερα οἱ ἄνθρωποι θέλουν δύο πράγματα ἀπό τόν ἱερέα· νά εἶναι ἀφιλοχρήματος καί νά ἔχη ἀγάπη. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι βροῦν αὐτά σέ ἕναν ἱερέα, τόν θεωροῦν ἅγιο καί τρέχουν στήν Ἐκκλησία· καί ἀφοῦ τρέχουν στήν Ἐκκλησία, σώζονται. Μετά συγκαταβαίνει ὁ Θεός καί σώζει καί τόν ἱερέα. Ὁ ἱερεύς πάντως πρέπει νά ἔχη μεγάλη καθαρότητα».[26]
Ὁ γέροντας ἀναφέρει τί θά ἔκανε ἐάν ἦταν ὁ ἴδιος ἱερέας: «Ἄν ἤμουν στόν κόσμο ἱερεύς, δέν θά μποροῦσα νά κλείσω ποτέ τήν πόρτα μου. Θά ἔπρεπε νά ἀνταποκρίνωμαι πάντοτε, χωρίς διακρίσεις, σέ ὅ,τι μοῦ ζητοῦσαν ὅλοι. Πρῶτα θά φρόντιζα γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους τῆς ἐνορίας μου καί ἔπειτα, ὅ,τι περίσσευε, θά ἔδινα στούς ἄλλους πού θά μοῦ ζητοῦσαν νά τούς βοηθήσω. Θά ἐνδιαφερόμουν ὄχι μόνο γιά τούς πιστούς, ἀλλά καί γιά τούς ἀπίστους καί γιά τούς ἄθεους καί γιά τούς ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας. Ἤ, ἄν ἤμουν Πνευματικός καί μοῦ ἔλεγε ἕνας κάτι γιά ἕναν ἄλλον, θά φώναζα καί ἐκεῖνον, γιά νά βγάλω ἄκρη. Θά ἔπαιρνα τηλέφωνο, γιά νά δῶ τί κάνει ὁ ἄλλος πού εἶχε ἕναν πειρασμό, πού ἀντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα κ.λπ. Πῶς θά μποροῦσα νά ἡσυχάσω; Ὁ ἱερεύς πρέπει νά τραβάη μπροστά, γιά νά ἀκολουθοῦν οἱ πιστοί».[28]
Γιά τήν προετοιμασία τῶν ἱερέων γιά τήν Θεία Λειτουργία καί τήν μεταξύ τῶν κληρικῶν ἐπιβεβλημένη ἀγάπη ὁ γέροντας χρησιμοποίησε ἕνα θαυμαστό γεγονός: «Ἡ Θεία Κοινωνία θεραπεύει, ἁγιάζει αὐτόν πού ἀγωνίζεται. Ἕναν πού δέν ἀγωνίζεται, πῶς νά τόν βοηθήση; Τί νά ἀλλοιώση ὁ Χριστός, ἀφοῦ δέν ἀλλιώνεται ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος; Κάποτε, στήν σπηλιά τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου ἦταν ἕνας Γέροντας μέ δύο ὑποτακτικούς. Ὁ ἕνας ἦταν ἱερομόναχος καί ὁ ἄλλος ἱεροδιάκονος. Μιά μέρα λοιπόν πῆγαν οἱ ὑποτακτικοί του σέ ἕνα ἐξωκκλήσι, γιά νά λειτουργήσουν. Ὁ ἱερεύς ὅμως φθονοῦσε πολύ τόν διάκο, καί τόν ζήλευε, ἐπειδή ὁ διάκος ἦταν πιό ἔξυπνος καί ἐπιτήδειος σέ ὅλα· ἀλλά καί ὁ διάκος δέν βοηθοῦσε μέ τόν ἐγωιστικό του τρόπο. Ὁ ἱερεύς εἶχε προετοιμασθῆ ἐξωτερικά, διαβάζοντας τήν Θεία Μετάληψη καί κάνοντας ὅλα τά σχετικά τυπικά. Δυστυχῶς ὅμως δέν ἔκανε τό κυριώτερο, τήν ἐσωτερική προετοιμασία· δηλαδή νά ἐξομολογηθῆ ταπεινά, γιά νά διώξη τόν φθόνο καί τήν ζήλεια ἀπό τήν καρδιά του, τά ὁποῖα δέν φεύγουν μέ τό νά ἀλλάξουμε τά ροῦχα μας καί νά λούσουμε τό κεφάλι. Ἔτσι λοιπόν μέ τήν ἐξωτερική αὐτή προετοιμασία προχώρησε στό φοβερό θυσιαστήριο, γιά νά λειτουργήση. Μόλις ὅμως ἄρχισε νά προσκομίζη, τί συνέβη; Ἀκούστηκε ξαφνικά ἕνας μεγάλος κρότος καί εἶδε νά φεύγη τό ἅγιο Δισκάριο ἀπό τήν Προσκομιδή καί νά ἐξαφανίζεται. Ἑπόμενο ἦταν νά μήν μπορέσουν πιά νά λειτουργήσουν. Ἐάν δέν τούς ἐμπόδιζε ὁ Καλός Θεός μέ αὐτόν τόν τρόπο καί λειτουργοῦσε ὁ ἱερεύς μέ τήν ψυχική κατάσταση στήν ὁποία βρισκόταν, μοῦ λέει ὁ λογισμός ὅτι θά πάθαινε μεγάλο κακό».[30] κάτι πού φαίνεται καί ἀπό τίς διαπροσωπικές συναναστροφές μαζί τους ἀλλά καί μέσα ἀπό τίς ἐπιστολές του σέ ἱερατικά πρόσωπα. Γιά παράδειγμα ὁ γέροντας ἀπευθύνεται σέ ἐπιστολή του μέ μεγάλο σεβασμό πρός Μητροπολίτη. Ἀρχικά τοῦ λέει: «Σεβασμιώτατε Δέσποτα, προσκυνῶ· τήν δεξιά Σας ἀσπάζομαι. Ἔλαβα τήν ἐπιστολή Σας, ἐχάρηκα καί Σᾶς εὐχαριστῶ γιά ὅλα», καί κλείνει τήν ἐπιστολή ὑπογράφοντας: «Μέ σεβασμό, τό τέκνο Σας μοναχός Παΐσιος».[32]
Ἀπό τά παραπάνω εἶναι ξεκάθαρος ὁ ὀρθόδοξος τρόπος προσέγγισης καί βίωσης τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν λειτουργῶν της. Ὁ ἅγιος Παΐσιος εἶναι ἐκφραστής τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας γιατί καί ὁ ἴδιος ὑπῆρξε ἕνας ἐξ αὐτῶν. Ὁ λόγος του μᾶς δίνει ἀφορμή γιά πνευματική ζύμωση σκεπτόμενοι πράγματα καί καταστάσεις τῆς ἐποχῆς μας καί ταυτόχρονα ὡθεῖ σέ ἐγρήγορση καί ἀγώνα. Ἄς ἔχουμε τήν τόση ἀγάπη του γιά τήν Ἐκκλησία καί τό μεγάλο δέος του γιά τήν ἱερωσύνη. Ἄς εὐχαριστήσουμε τόν Θεό πού μᾶς ἔδωσε ἕναν τέτοιον ἅγιο στίς μέρες μας!
[2] Γέροντος Παϊσίου ἁγιορείτου, Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, Τόμος Α´, Ἱερόν ἠσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, σ. 323.
[4]Ἀρχιμ. Φοῦντα Ἰερεμίου, (νῦν μητροπολίτου Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως), Θυμίαμα, Ἀριθμ. Φύλ. 4, Ἰανουάριος 1991, Μάνδρα Ἀττικῆς, σσ. 140-141, 165.
[6] Γέροντος Παϊσίου ἁγιορείτου, Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, Τόμος Α´, Ἱερόν ἠσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, σ. 322.
[8] Γέροντος Παϊσίου ἁγιορείτου, Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, Τόμος Α´, Ἱερόν ἠσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, σσ. 323-324.
[10]Ἱεροῦ Χρυσοστόμου, Ὁμιλία 11, PG 62, 553 - 556.
[12]Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἐκδ. Ὀρθ. Πίστεως 3,1, PG. 94, 984B.
[14]Ἐφ. 1, 22-23.
[16] Γρηγορίου Θεολόγου, Ὁμ. 37, 8, PG. 36, 292B.
[18]Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὁμ. 20, 4, Εἰς Ἐφεσίους, PG 62, 140.
[20]Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὁμ. 3, 1, Εἰς Ἐφεσίους, PG 62, 75.
[22]Μαξίμου ὁμολογητοῦ, Μυσταγωγία, PG 91, 664D.
[24]Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Μυσταγωγία, PG 91, 627ABC: «Καί πάλιν κατ᾽ἄλλον τρόπον θεωρίας ἄνθρωπον εἶναι τήν ἁγίαν τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίαν ἔλεγε, ψυχήν μέν ἔχουσα τό ἱερατεῖον, καί νοῦν τό θεῖον θυσιαστήριον καί σῶμα τόν ναόν».
[26] Γέροντος Παϊσίου ἁγιορείτου, Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, Τόμος Α´, Ἱερόν ἠσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, σ. 310.
[28] Γέροντος Παϊσίου ἁγιορείτου, Μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, Τόμος Α´, Ἱερόν ἠσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, σ. 334.
[30]Ἡ σωστή ἐκκλησιολογική βάση ἀπαντᾶ σέ ὅλες τίς ἁγιασμένες μορφές τῆς ἐποχῆς μας, ὅπως αὐτή τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Κατρακούλη, ὁ ὁποῖος σημείωνε πρός τόν ἐπιχώριο ἀρχιερέα στόν ἐνθρονιστήριο λόγο του: «Ἡμεῖς, Σεβασμιώτατε, μέ τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ καί διά τῶν εὐχῶν Ὑμῶν, θά ἀρχίσωμεν τόν πνευματικόν ἀγῶνα ἀπό τάς πρακτικάς ἀρετάς….». (Ὁ πατήρ Δαμασκηνός, Ἱερά Μονή ἁγίου Ἰωάννου Μακρυνοῦ, Μέγαρα 2006, σ..). Καί στήν συνέχεια εἶπε: «…ἡ ἀδελφότης τίθεται ἐν ἀγάπη καί ὑπακοή στήν διάθεσι τοῦ ἐπιχωρίου ἐπισκόπου…» καί ἐν κατακλείδι εἶπε: «Διότι θά πρέπει νά γνωρίζωμεν ὅτι ὁ μοναχισμός, χωρίς καλήν ἐκκλησιολογικήν τοποθέτησιν, ὑπόκειται εἰς διάλυσιν καί οἱ μοναχοί διακινδυνεύουν τήν σωτηρίαν αὐτῶν». (Ὁ πατήρ Δαμασκηνός, Ἱερά Μονή ἁγίου Ἰωάννου Μακρυνοῦ, Μέγαρα 2006, σελ. 287). Ἀκόμα καί στήν προσευχή του ὁ γέροντας Δαμασκηνός ἔδειχνε τήν ὀρθή του ἐκκλησιολογία ἀφοῦ μετά τούς ἁγίους προσευχόταν ὡς ἐξῆς: «Κατόπιν πηγαίνω στόν Δεσπότη μας, στούς Πατριάρχας, Οἰκουμενικό, Ἱεροσολύμων, Ἀλεξανδρείας. Μετά κάνω κομποσχοίνι γιά τόν Ἀρχιεπίσκοπο, ἀκολούθως γιά τό Ἅγιον Ὄρος καί ὅλες τίς γνωστές μας μονές». (Ὁ πατήρ Δαμασκηνός, Ἱερά Μονή ἁγίου Ἰωάννου Μακρυνοῦ, Μέγαρα 2006, σελ. 402).
[32]Νικολάου Ζουρνατζόγλου, «Κείμενα – Ἐπιστολές Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου», 1924-1994, σ. 235.