Λάδι, το χρυσάφι της ελληνικής γης σε όφελος του τόπου ή των κερδοσκόπων;
Του Παν. Βέμμου
Η προεκλογική περίοδος εξελίσσεται σε μια εξωλογική συζήτηση μακριά από τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας και των αιτιών της κρίσης της. Η μελέτη κάθε ζητήματος μπορεί να αποκαλύψει αφενός την υστερόβουλη και παραπλανητική συζήτησης που επιδιώκεται από τα κυρίαρχα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, αφετέρου να αναδείξει τις πολιτικές διεξόδου της κοινωνίας από την κρίση.
Η προεκλογική περίοδος εξελίσσεται σε μια εξωλογική συζήτηση μακριά από τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας και των αιτιών της κρίσης της. Η μελέτη κάθε ζητήματος μπορεί να αποκαλύψει αφενός την υστερόβουλη και παραπλανητική συζήτησης που επιδιώκεται από τα κυρίαρχα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, αφετέρου να αναδείξει τις πολιτικές διεξόδου της κοινωνίας από την κρίση.
Το λάδι αποτελεί οικονομικό πόρο, κύριο ή δευτερεύοντα, για εκατοντάδες χιλιάδες ελληνικές οικογένειες. Είναι δε προϊόν ιδιαίτερης διατροφικής αξίας που προσφέρει ως εξαγώγιμο πολλά στο ισοζύγιο των εμπορικών ανταλλαγών της χώρας. Γι’ αυτούς τους λόγους έχει ιδιαίτερη σημασία η αντιμετώπισή του.
Η ανασυγκρότηση της μεταπολεμικής Ελλάδας στηρίχθηκε ιδιαίτερα σ’ αυτό το προϊόν. Οι αγρότες μέσα από συνεταιρισμούς, πολλοί πρότυποι, μπόρεσαν να αυξήσουν την παραγωγή, να βελτιώσουν την ποιότητα και να διεκδικήσουν τιμές ασφαλείας. Η ίδρυση της Ελαιουργικής συνεταιριστικής ένωσης με την παρέμβασή της στην διακίνηση του λαδιού περιόρισε την ασυδοσία των μεγαλεμπόρων και εξασφάλισε σε ένα βαθμό το εισόδημα του αγρότη. Η χρηματοδότηση μέσω της δημόσιας Αγροτικής Τράπεζας βοήθησε σημαντικά συνεταιρισμούς και αγρότες. Η δημιουργία του ΟΓΑ (Οργανισμός γεωργικών ασφαλίσεων) και η κρατική αντιμετώπιση του ζητήματος της δακοκτονίας αποτέλεσαν θετικά στοιχεία στη βελτίωση της κατάστασης.
Αυτό το πλαίσιο προστασίας άρχισε σιγά-σιγά να ξηλώνεται από τη δεκαετία του ’80. Η κομματικοποίηση στην εκλογή των διοικήσεων των συν/κων οργανώσεων οδήγησε στον κυβερνητικό έλεγχο της οικονομικής και συνδικαλιστικής δράσης τους. Η διοίκηση της Ελαιουργικής, στην πλειοψηφία της στελέχη του ΠΑΣΟΚ, στις αρχές της δεκαετίας, του ’90 αγόρασε σε υψηλές τιμές μεγάλες ποσότητες λαδιού και η τότε κυβέρνηση Μητσοτάκη με την απόφασή της να μην στηρίξει την τιμή του που κατέρρευσε, οδήγησε στη χρεωκοπία την συνεταιριστική οργάνωση. Λίγα χρόνια αργότερα, την εποχή Σημίτη, οδήγησε στην οριστική της διάλυση. Η επιδότηση του λαδιού και όχι μόνο αποτελεί ένα τεράστιο σκάνδαλο σε γνώση των ελληνικών κυβερνήσεων και κοινοτικών παραγόντων, που λειτουργεί ως καταλύτης στον εκφυλισμό της συνεργατικής ιδέας για τους συνεταιρισμούς. Η αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου των συνεταιρισμών και η εξομοίωσή της με ανώνυμες εταιρείες καθώς και η κοινή αγροτική πολιτική με τις ποσοστώσεις που αποδέχθηκαν οι ελληνικές κυβερνήσεις, οδήγησε στον οικονομικό μαρασμό της υπαίθρου και στη χρεωκοπία της πλειοψηφίας των συν/κών οργανώσεων. Η χαριστική πώληση της Αγροτικής Τράπεζας και το πέρασμα της αγροτικής πίστης στις ιδιωτικές τράπεζες, στέρησαν από το κράτος την δυνατότητα άσκησης αγροτικής πολιτικής και όλα αφέθηκαν στις «αγορές». Η εξομοίωση του ΕΛΓΑ με τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες και η παραχώρηση της δακοκτονίας σε εργολάβους, συμπληρώνουν την ιδιωτικοποίηση της αγροτικής οικονομίας. Η «συμβολαιική γεωργία» αποτελεί ένα ακόμα βήμα στην κατεύθυνση ελέγχου του όγκου της παραγωγής και των τιμών των αγροτικών προϊόντων από τις πολυεθνικές εταιρείες. Αυτή την πολιτική την ονομάζουν «ελεύθερη οικονομία» και ο πρωθυπουργός Σαμαράς σε πρόσφατη συνάντησή του με την διοίκηση της πολυεθνικής εταιρείας τροφίμων Unileverτην διακήρυξε ως «εθνική πολιτική». Ας σημειώσουμε ότι η εταιρεία αυτή, στο παρελθόν έχει απορροφήσει την ΕΛΑΪΣ και διαχειρίζεται μεγάλες ποσότητες λαδιού.
Η πολιτική αυτή έχει και άλλες πλευρές για το λάδι. Το ελληνικό παρθένο ελαιόλαδο (πάνω από το 90% της συνολικής παραγωγής) είναι εξαιρετικής ποιότητας. Το προϊόν αυτό το αγοράζουν χύμα ιταλικές και ισπανικές εταιρείες για να βελτιώνουν τα τυποποιημένα δικά τους λάδια. Η πολιτική τυποποίησης με εξαγωγική κατεύθυνση δεν μπορεί να αναπτυχθεί με ιδιωτικά κριτήρια, αφού έρχεται σε αντίθεση με μεγάλα κοινοτικά συμφέροντα αλλά και ντόπιες μεσαίες επιχειρήσεις που βολεύονται ως μεταπράτες και διατηρούν υψηλά κέρδη από την διάθεση σε υψηλές τιμές στην εσωτερική αγορά και τη νοθεία του προϊόντος, όπως έδειξε στο παρελθόν η κρίση του ηλιέλαιου.
Η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας μπορεί να οδηγήσει, σε έξοδο από την κρίση απαιτεί, όμως, μια άλλη αγροτική πολιτική: Απαλλαγή από τις βασικές κατευθύνσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ποσοστώσεις, επιδοτήσεις, μεταποίηση και εμπορία των αγροτικών προϊόντων). Αλλαγή της συνεταιριστικής νομοθεσίας που να στηρίζεται στις αρχές του συνεργατισμού Δημιουργία κρατικής αγροτικής τράπεζας και ΕΛΓΑ. Ίδρυση δευτεροβάθμιας συνεταιριστικής οργάνωσης σε πανελλαδική κλίμακα που θα παρεμβαίνει στη συγκέντρωση, τυποποίηση και εμπορία του ελαιολάδου, συντονίζοντας ταυτόχρονα τη δράση των πρωτοβάθμιων και νομαρχιακών ελαιουργικών συν/κών οργανώσεων. Μια τέτοια οργάνωση μπορεί να διαχειρίζεται κρίσιμες ποσότητες ελαιολάδου, να έχει συνέχεια και να συνάπτει, συμφωνίες με το εξωτερικό και να αποτελεί εν τέλει τη βάση μιας άλλης εθνικής ελαϊκής πολιτικής.
Αυτή την πολιτική μπορεί ο αγρότης να την υλοποιήσει μέσα από ένα ενωτικό, μαζικό διεκδικητικό αγροτικό κίνημα ενταγμένο σ’ ένα ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο σωτηρίας του τόπου.