Περί ἀγάπης κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος - Τοῦ Ἀρχιμ. Ἰακώβου Κανάκη
Τολμῶ σήμερα νά σᾶς μιλήσω γιά κάτι πολύ δύσκολο. Καί τό λέω αὐτό γιατί εἶναι πράγματι δύσκολο γιά κάποιον πού δέν ἔχει μυηθεῖ στήν Θεοκοινωνία, στήν ἕνωση δηλαδή μέ τόν Θεό, νά μιλάει γιά τό θέμα αὐτό. Ποιό εἶναι αὐτό τό θέμα; ἡ ἀγάπη! Ἀλήθεια, ποιός θά μποροῦσε νά μιλήσει γιά τήν ἀγάπη; Πολλοί θά μοῦ λέγατε.
Ὄχι, θά σᾶς ἀπαντοῦσα, γιατί δέν ἐννοῶ τήν ἀγάπη, τήν μεταπτωτική, τήν ἐμπαθῆ, τήν σαρκική πού γνωρίζουμε οἱ περισσότεροι ἀλλά γιά τήν Θεία ἀγάπη. Γι᾽αὐτήν μποροῦν νά μιλήσουν ὅσοι τήν γεύτηκαν καί αὐτοί εἶναι οἱ ἅγιοί μας ἄν καί οἱ ἅγιοι ὑπάρχουν πάντοτε ἀνάμεσά μας πιθανόν καί στό διπλανό διαμέρισμα. Πάντως, θά ἀνατρέξουμε γιά νά προσεγγίσουμε τό θέμα πολλά ἔτη στό παρελθόν καί θά συναντήσουμε τόν θεοφόρο λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος. Τόν ὀνόμασαν «τῆς κλίμακος», «τῆς σκάλας», γιατί ἔγραψε ἕνα μόνο ἀλλά ὑπέροχο βιβλίο, στό ὁποῖο ἀναφέρει τόν τρόπο πού μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό! Πόσα σκαλιά ἔχει αὐτή ἡ κλίμακα; Τριάντα! Θά ἀναφερθῶ μέ συντομία στό τελευταῖο, τό τριακοστό σκαλοπάτι.
Ὅταν λέμε νά μιλήσουμε γιά τήν ἀγάπη εἶναι ἰσοδύναμο νά μιλήσουμε γιά τόν Θεό, γιατί κατά τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη, ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί!(Α´Ἰω. 4,16). Ἀγάπη, λοιπόν, εἶναι ὁ Θεός καί ὅποιος προσπαθεῖ νά δώσει ὁρισμό τοῦ Θεοῦ μοιάζει μέ τύφλο ἄνθρωπο πού μετράει στήν ἄβυσσο τούς κόκκους τῆς ἄμμου. Ὅμως γιά κάτι πού δέν μποροῦμε νά ὁρίσουμε χρησιμοποιοῦμε εἰκόνες. Ἔτσι, γιά νά σκεφτοῦμε τήν θεϊκή ἀγάπη τόσο τοῦ Θεοῦ πρός ἐμᾶς ὅσο καί τήν δική μας πρός Αὐτόν θά φέρουμε στόν νοῦ μας τήν ἀγάπη τοῦ ἀνδρογύνου. Λέγει ὁ ἅγιος: «Μακάριος ἐκεῖνος πού ἀπέκτησε τέτοιο πόθο πρός τόν Θεόν, ὡσάν αὐτόν πού ἔχει ὁ μανιώδης ἐραστής πρός τήν ἐρωμένη του».(Κλίμαξ σ.374).Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη εἰκόνα καί ἡ δεύτερη εἶναι αὐτή τῆς προσκολλήσεως τοῦ βρέφους στήν μητέρα του κατά τήν ὥρα τοῦ θηλασμοῦ! Πράγματι, αὐτός πού ἔχει ἀγαπήσει πραγματικά ἔχει τόν νοῦ του πάντα στραμμένο στό πρόσωπο πού ἀγαπᾶ. Οὔτε ὕπνος μπορεῖ νά τόν πιάσει, οὔτε τίποτα, παρά μόνο σκέφτεται τό πρόσωπο αὐτό καί μάλιστα μυστικά τό ἀναγκαλίζεται αἰσθανόμενος ἡδονή. Ἔτσι συμβαίνει καί μέ αὐτούς πού ἔχουν τόν πνευματικό ἔρωτα!(Κλίμαξσ.375). Ἀκόμα, συμβαίνει καί τό ἄλλο• νά κοιμᾶσαι μέν ἀλλά ἡ καρδιά σου νά ἀγρυπνεῖ ἀπό τό πλῆθος τοῦ ἔρωτος ὅπως ἡ Ἁγία Γραφή ἀναφέρει: « Ἐγώ καθεύδω ἡ δέ καρδία μου ἀγρυπνεῖ». (Ἆσμ. 5,2). Αὐτό βέβαια τό ἀποκτοῦν μετά ἀπό κόπους ἀσκητικούς καί δάκρυα οἱ ἅγιοι οἱ ὁποίοι ὅμως βρίσκονται ἀνάμεσά μας καί μποροῦμε νά εἴμαστε καί ἐμεῖς. Αὐτοί «πληγώθηκαν» ἀπό τό βέλος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί τρέχουν σάν διψασμένα ἐλάφια νά πιοῦν αὐτό τό ἀθάνατο νερό. (Ψλ. 83,3)
Καί μιά ἄλλη εἰκόνα ἀναφέρεται στήν Κλίμακα. Ἐάν ἀγαποῦμε ἕνα πρόσωπο καί τό συναντήσουμε μπροστά μας ἐνῶ μπορεῖ νά εἴμασταν πρίν σκυθρωποί ἤ στεναχωρημένοι ἀμέσως γινόμαστε πασιχαρεῖς. Μπορεῖ δηλαδή τό πρόσωπο αὐτό νά μᾶς πάρει τήν λύπη καί νά πλημμυρίσουμε χαρά! Ἄν αὐτό ὅμως γίνεται μέ τήν συνάντηση ἑνός ἀνθρώπου, πόσο μᾶλλον ἰσχύει ἄν συναντήσουμε τόν Χριστό, ὅπως γίνεται στήν θεία Κοινωνία;
Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γιά τήν ὁποία μιλοῦμε, ἀγαπητοί ἀναγνῶστες, κατασκηνώνει σέ καθαρές καί ἁγνές καρδιές. Ἡ ἴδια καίει τά ἐναπομείναντα ρυπαρά πάθη τῆς σαρκός ὅπως καί ὁ ψαλμωδός σημειώνει «καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τάς σάρκας μου».(Ψλ.118,120). Ἄλλους ἀνθρώπους μάλιστα τούς κάνει λαμπερούς καί ὄμορφους ἐξωτερικά. Δηλαδή ἡ ἁγνότητα καί ἁγιότητά τους φαίνεται στό πρόσωπό τους, στό σῶμα τους. Εἶναι χαριτωμένοι, εἶναι ὄμορφοι οἱ πραγματικοί ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ μέ μιά ὀμορφιά ἀλλιώτικη. Καί πάλι ὁ ψαλμωδός σημειώνει « Ἐπ᾽αὐτῶ ἤλπισεν ἡ καρδία μου καί ἐβοηθήθην καί ἀνέθαλεν ἡ σάρξ μου». (Ψλ. 27,7). Παρόμοια ἑρμηνεύεται τό « Καρδίας εὐφραινομένης πρόσωπον θάλλει».(Πρμ. 15,13). Ἀκόμα καί σωματική ὑγεία ἔχουν οἱ ὅσοι ἀγαποῦν τόν θεό, ἀφοῦ πλημμυρίζει ἡ θεία Χάρις καί τό σῶμα τους. Αὐτό δέν συμβαίνει καί μέ τά λείψανα τῶν Ἁγίων; Ναί, ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πού κατακλίζει τήν ψυχή τους, ξεχυλίζει, θά λέγαμε καί ἀφθαρτοποιεῖ καί τό σῶμα.
Μιλήσαμε γιά τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό ἀλλά ἡ ἀγάπη αὐτή εἶναι ἀληθινή ὅταν προηγουμένως ἔχει περάσει ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον, πρός τόν ἀδελφό. Ἔτσι ἀποδεικνύεται ὅτι ἀγαποῦμε τόν Θεό γνήσια ὅταν ἀγαποῦμε τόν συνάνθρωπό μας.(Ἰω.13,15). Ὁ ἅγιος Ἰωάννης σημειώνει: « Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν πλησίον του, ποτέ δέν θά ἀνεχθῆ ἀνθρώπους πού κατηγοροῦν. Θά φύγη δέ μακρυά ἀπό αὐτούς σάν ἀπό φωτιά. Ἐκεῖνος πού λέγει ὅτι ἀγαπᾶ τον Κύριον καί συγχρόνως ὀργίζεται κατά τοῦ ἀδελφοῦ του, ὁμοιάζει μέ ἐκεῖνον πού τρέχει στόν ὕπνο του!» (Κλίμαξ.σ.377). Τήν ἴδια ἀλήθεια ἀνέφερε μέ ἁπλότητα ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: «τά πετούμενα θέλουν δύο φτερούγια γιά νά πετάξουν, μέ ἕνα δέν μποροῦν. Ἡ μιά φτερούγα λέγεται ἀγάπη πρός τόν Θεό καί ἡ ἄλλη ἀγάπη πρός τόν πλησίον».
Τέλος, τί προσφέρει στόν ἄνθρωπο ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τήν ὁποία μιλᾶμε; Ἡ ἀγάπη χορηγεῖ τήν χάρη τῆς προφητείας, παρέχει τήν δύναμη τῆς θαυματουργίας, ἀποτελεῖ τήν ἄβυσσο τῆς θείας ἐλλάμψεως. Ἀκόμα, ταπεινώνει καί καταρίπτει τήν ὑπερηφάνεια, τόν μεγαλύτερο ἐχθρό τῆς σωτηρίας μας, διασκορπίζει τά πάθη, ἑνώνει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό, κάνει τόν ἄνθρωπο Θεό! Ἄν ἀγωνιστοῦμε γι᾽ αὐτήν καί λάβουμε ἀπό τόν Θεό ἕστω ψήγματά της, τότε δέν θά ὑπάρχει μιά ἐμᾶς οὔτε φόβος, οὔτε κρίση, οὔτε θάνατος!
Ὅταν λέμε νά μιλήσουμε γιά τήν ἀγάπη εἶναι ἰσοδύναμο νά μιλήσουμε γιά τόν Θεό, γιατί κατά τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη, ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί!(Α´Ἰω. 4,16). Ἀγάπη, λοιπόν, εἶναι ὁ Θεός καί ὅποιος προσπαθεῖ νά δώσει ὁρισμό τοῦ Θεοῦ μοιάζει μέ τύφλο ἄνθρωπο πού μετράει στήν ἄβυσσο τούς κόκκους τῆς ἄμμου. Ὅμως γιά κάτι πού δέν μποροῦμε νά ὁρίσουμε χρησιμοποιοῦμε εἰκόνες. Ἔτσι, γιά νά σκεφτοῦμε τήν θεϊκή ἀγάπη τόσο τοῦ Θεοῦ πρός ἐμᾶς ὅσο καί τήν δική μας πρός Αὐτόν θά φέρουμε στόν νοῦ μας τήν ἀγάπη τοῦ ἀνδρογύνου. Λέγει ὁ ἅγιος: «Μακάριος ἐκεῖνος πού ἀπέκτησε τέτοιο πόθο πρός τόν Θεόν, ὡσάν αὐτόν πού ἔχει ὁ μανιώδης ἐραστής πρός τήν ἐρωμένη του».(Κλίμαξ σ.374).Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη εἰκόνα καί ἡ δεύτερη εἶναι αὐτή τῆς προσκολλήσεως τοῦ βρέφους στήν μητέρα του κατά τήν ὥρα τοῦ θηλασμοῦ! Πράγματι, αὐτός πού ἔχει ἀγαπήσει πραγματικά ἔχει τόν νοῦ του πάντα στραμμένο στό πρόσωπο πού ἀγαπᾶ. Οὔτε ὕπνος μπορεῖ νά τόν πιάσει, οὔτε τίποτα, παρά μόνο σκέφτεται τό πρόσωπο αὐτό καί μάλιστα μυστικά τό ἀναγκαλίζεται αἰσθανόμενος ἡδονή. Ἔτσι συμβαίνει καί μέ αὐτούς πού ἔχουν τόν πνευματικό ἔρωτα!(Κλίμαξσ.375). Ἀκόμα, συμβαίνει καί τό ἄλλο• νά κοιμᾶσαι μέν ἀλλά ἡ καρδιά σου νά ἀγρυπνεῖ ἀπό τό πλῆθος τοῦ ἔρωτος ὅπως ἡ Ἁγία Γραφή ἀναφέρει: « Ἐγώ καθεύδω ἡ δέ καρδία μου ἀγρυπνεῖ». (Ἆσμ. 5,2). Αὐτό βέβαια τό ἀποκτοῦν μετά ἀπό κόπους ἀσκητικούς καί δάκρυα οἱ ἅγιοι οἱ ὁποίοι ὅμως βρίσκονται ἀνάμεσά μας καί μποροῦμε νά εἴμαστε καί ἐμεῖς. Αὐτοί «πληγώθηκαν» ἀπό τό βέλος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί τρέχουν σάν διψασμένα ἐλάφια νά πιοῦν αὐτό τό ἀθάνατο νερό. (Ψλ. 83,3)
Καί μιά ἄλλη εἰκόνα ἀναφέρεται στήν Κλίμακα. Ἐάν ἀγαποῦμε ἕνα πρόσωπο καί τό συναντήσουμε μπροστά μας ἐνῶ μπορεῖ νά εἴμασταν πρίν σκυθρωποί ἤ στεναχωρημένοι ἀμέσως γινόμαστε πασιχαρεῖς. Μπορεῖ δηλαδή τό πρόσωπο αὐτό νά μᾶς πάρει τήν λύπη καί νά πλημμυρίσουμε χαρά! Ἄν αὐτό ὅμως γίνεται μέ τήν συνάντηση ἑνός ἀνθρώπου, πόσο μᾶλλον ἰσχύει ἄν συναντήσουμε τόν Χριστό, ὅπως γίνεται στήν θεία Κοινωνία;
Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γιά τήν ὁποία μιλοῦμε, ἀγαπητοί ἀναγνῶστες, κατασκηνώνει σέ καθαρές καί ἁγνές καρδιές. Ἡ ἴδια καίει τά ἐναπομείναντα ρυπαρά πάθη τῆς σαρκός ὅπως καί ὁ ψαλμωδός σημειώνει «καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τάς σάρκας μου».(Ψλ.118,120). Ἄλλους ἀνθρώπους μάλιστα τούς κάνει λαμπερούς καί ὄμορφους ἐξωτερικά. Δηλαδή ἡ ἁγνότητα καί ἁγιότητά τους φαίνεται στό πρόσωπό τους, στό σῶμα τους. Εἶναι χαριτωμένοι, εἶναι ὄμορφοι οἱ πραγματικοί ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ μέ μιά ὀμορφιά ἀλλιώτικη. Καί πάλι ὁ ψαλμωδός σημειώνει « Ἐπ᾽αὐτῶ ἤλπισεν ἡ καρδία μου καί ἐβοηθήθην καί ἀνέθαλεν ἡ σάρξ μου». (Ψλ. 27,7). Παρόμοια ἑρμηνεύεται τό « Καρδίας εὐφραινομένης πρόσωπον θάλλει».(Πρμ. 15,13). Ἀκόμα καί σωματική ὑγεία ἔχουν οἱ ὅσοι ἀγαποῦν τόν θεό, ἀφοῦ πλημμυρίζει ἡ θεία Χάρις καί τό σῶμα τους. Αὐτό δέν συμβαίνει καί μέ τά λείψανα τῶν Ἁγίων; Ναί, ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πού κατακλίζει τήν ψυχή τους, ξεχυλίζει, θά λέγαμε καί ἀφθαρτοποιεῖ καί τό σῶμα.
Μιλήσαμε γιά τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό ἀλλά ἡ ἀγάπη αὐτή εἶναι ἀληθινή ὅταν προηγουμένως ἔχει περάσει ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον, πρός τόν ἀδελφό. Ἔτσι ἀποδεικνύεται ὅτι ἀγαποῦμε τόν Θεό γνήσια ὅταν ἀγαποῦμε τόν συνάνθρωπό μας.(Ἰω.13,15). Ὁ ἅγιος Ἰωάννης σημειώνει: « Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν πλησίον του, ποτέ δέν θά ἀνεχθῆ ἀνθρώπους πού κατηγοροῦν. Θά φύγη δέ μακρυά ἀπό αὐτούς σάν ἀπό φωτιά. Ἐκεῖνος πού λέγει ὅτι ἀγαπᾶ τον Κύριον καί συγχρόνως ὀργίζεται κατά τοῦ ἀδελφοῦ του, ὁμοιάζει μέ ἐκεῖνον πού τρέχει στόν ὕπνο του!» (Κλίμαξ.σ.377). Τήν ἴδια ἀλήθεια ἀνέφερε μέ ἁπλότητα ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: «τά πετούμενα θέλουν δύο φτερούγια γιά νά πετάξουν, μέ ἕνα δέν μποροῦν. Ἡ μιά φτερούγα λέγεται ἀγάπη πρός τόν Θεό καί ἡ ἄλλη ἀγάπη πρός τόν πλησίον».
Τέλος, τί προσφέρει στόν ἄνθρωπο ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τήν ὁποία μιλᾶμε; Ἡ ἀγάπη χορηγεῖ τήν χάρη τῆς προφητείας, παρέχει τήν δύναμη τῆς θαυματουργίας, ἀποτελεῖ τήν ἄβυσσο τῆς θείας ἐλλάμψεως. Ἀκόμα, ταπεινώνει καί καταρίπτει τήν ὑπερηφάνεια, τόν μεγαλύτερο ἐχθρό τῆς σωτηρίας μας, διασκορπίζει τά πάθη, ἑνώνει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό, κάνει τόν ἄνθρωπο Θεό! Ἄν ἀγωνιστοῦμε γι᾽ αὐτήν καί λάβουμε ἀπό τόν Θεό ἕστω ψήγματά της, τότε δέν θά ὑπάρχει μιά ἐμᾶς οὔτε φόβος, οὔτε κρίση, οὔτε θάνατος!
Συνημμένα αρχεία: