Χρίστος Κυρκιντάνος | "Η μνήμη και το έργο του, θα είναι ζεστό απάγκιο στις δύσκολες ώρες μας"
Χρίστος Κυρκιντάνος.
Την Κυριακή, 29 Δεκεμβρίου 2024, αποχαιρετήσαμε στην ιδιαίτερη πατρίδα του έναν σπουδαίο συμπατριώτη μας, τον Χρίστο Κυρκιντάνο. Γεννήθηκε στο Στόλο Κυνουρίας το 1937, έλαβε τη βασική και μέση εκπαίδευση σε σχολεία και γυμνάσια της περιοχής και αποφοίτησε απ΄τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Άσκησε το επάγγελμα του Δικηγόρου στην Αθήνα. Ασχολήθηκε από νωρίς με τη λογοτεχνία και δημοσίευσε πολλά άρθρα, διηγήματα και ποιήματα σε περιοδικά και φιλολογικές εκδόσεις. Ανέδειξε άγνωστα ιστορικά γεγονότα της περιοχής, όπως η Μάχη του Προδρόμου. Από γνώσεις, μια βιβλιοθήκη από μόνος του. Άριστος γνώστης και τεχνίτης της γλώσσας. Εραστής και λάτρης της λαικής παράδοσης και σοφίας, της ντοπιολαλιάς και των ιδιαιτεροτήτων του τόπου του. Επιστέγασμα του συγγραφικού του έργου το ιστορικό μυθιστόρημα ΄΄Το κρασί του Ντάρμου΄΄, βιβλίο σταθμός στη νεότερη ελληνική πεζογραφία. Άφησε μεγάλο έργο. Δεν παζάρεψε την πραμάτεια του με χρήμα, τίτλους και αξιώματα, τη δώρισε στους ανθρώπους, στον πολιτισμό και στον τόπο του. Εργατικός, κοινωνικός, ευγενικός και γλυκύς ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Η μνήμη και το έργο του, θα είναι ζεστό απάγκιο στις δύσκολες ώρες μας.
Πλήθος συγγενών, συμπατριωτών και φίλων παρέστη στο κατευόδιο. Μίλησαν για τον Χρίστο, η κ. Κάρμεν Μποζοράλ – Ρούνη, ο συνάδελφος, συνεργάτης και φίλος του Δικηγόρος Κώστας Βέμμος κι εγώ. Ο συγχωριανός του Ηλίας Γιαννίτσιος απήγγειλε το πάρα κάτω διήγημα του Χρίστου:
<<Ηλίας Αναγνωστάκος, ένας γενναίος στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Αυτό το σημείωμα – μαρτυρία για τον Ηλία Αναγνωστάκο, είναι για μένα αργοπορημένη εξόφληση οφειλής. Γιατί έτυχε να διασταυρωθούν οι δρόμοι μας καθώς πορευόμασταν εκείνος παλικαρίσια στην εκτέλεση κι εγώ στο άγνωστο μέλλον.
Κοντοχωριανός μου αυτός, από τον Αϊ Γιώργη της Κυνουρίας. Ητανε νέος ακόμα, 35 ετών. Έκρυβε στο υπόγειο του σπιτιού του οπλοπολυβόλο του Δ.Σ. Τον πρόδωσε καταδότης και πιάστηκε από το παραστρατιωτικό ασκέρι του Κρανιά την παραμονή της Πρωτοχρονιάς 1948. Βασανίστηκε απάνθρωπα.
Το επόμενο πρωί της Πρωτοχρονιάς, ο Στόλος, το δικό μου χωριό, ετοιμαζότανε για την εκκλησιά. Στεγαζότανε τότε η φαμελιά μας στο ανώγειο παλαιού εγκαταλειμμένου σπιτιού. Στο ισόγειο λειτουργούσε το μαγαζί του χωριού. Είχαμε σπίτι δικό μας, καλό, αλλά το κάψανε ταγματασφαλίτες και γερμανοί στη μεγάλη επιδρομή τους στον Πάρνωνα τον Ιούνιο του 1944 και ήταν ακόμα ερείπιο.
Παιδί εγώ εντεκάχρονο τότε, ξεμύτισα στην εξώπορτα. Κακοκαιρία έξω, λάσπες, βροχή. Εκείνη την ώρα έμπαιναν στο χωριό οι Κρανιάδες, λασπωμένοι μέχρι το γόνατο, μουσκίδι τα ρούχα τους. Έσερναν και τον Ηλία Αναγνωστάκο μαζί τους μισολιπόθυμο από τα μαρτύρια. Τον είδα με το ξηλωμένο αμπέχονο και τα αίματα, παλικάρι και στο μαρτύριό του ακόμα - έτσι έρχεται, χρόνια τώρα, στη σκέψη μου και φεύγει πάλι στο τίποτα. Καβάλα διχαλωτά στο μουλάρι τον έσερναν, τα χέρια του δεμένα με την τριχιά, το κεφάλι γερμένο στο στήθος, τα μαλλιά του ανακατωμένα πεσμένα στο μέτωπο, από πάνω τον έδερνε αλύπητα η βροχή. Σαν το Χριστό στην αυλή του Αρχιερέα μου φάνηκε.
Οι Κρανιάδες, σκορπίσανε στα σπίτια για να στεγνώσουνε. Ο αρχηγός ο Κρανιάς, μαζί με τα τσιράκια του και τον αγωγιάτη που κουμαντάριζε το μουλάρι με τον κρατούμενο, σταμάτησαν μπροστά στο μαγαζί. Διάταξε για όλους μαστίχα ο αρχηγός. Ο κρατούμενος, ίσιωσε το κορμί του με κόπο, δείχνοντας περηφάνια και περιφρόνηση και μούγκρισε βραχνά: « Όχι εμένα! Τους φίλους σου κέρνα» – δεν το καταδέχτηκε το άδειο από φιλία, κέρασμα του βασανιστή του.
Δόθηκε διαταγή να μαζευτούνε στην εκκλησία όλοι οι χωριανοί και, το χειρότερο, μαθεύτηκε η απόφαση του Κρανιά να εκτελεστούν απολείτουργα ο Ηλίας Αναγνωστάκος και ο πατέρας μου, γνωστό στην περιοχή ΕAMικό στέλεχος και υπολογίσιμο μέλος της τοπικής κοινωνίας. Η εκτέλεση θα γινόταν μπροστά σε όλο το εκκλησίασμα για τον παραδειγματισμό ενός χωριού σημαδεμένου στο στρατιωτικό χάρτη με κόκκινο, όπως ήταν ο Στόλος.
Είχε γυρίσει ο καιρός σε χιονιά. Φεύγοντας ο γείτονας που μας έφερε το μαύρο μαντάτο, άνοιξε την εξώπορτα και όρμησε, προπομπός θανάτου, παγωμένος αέρας στο σπίτι. Ακολουθούσε ο ίσκιος του αρχηγού. Ερχότανε για να παίξει με τον πατέρα μου, πριν από την εκτέλεση, όπως η γάτα με το ποντίκι. Ξοπίσω, τού έδειχνε το δρόμο ο αγροφύλακας του χωριού, ωχρός, ζωντανό λείψανο από το φόβο. Νωρίτερα είδα τον αρχηγό μέσα στο μαγαζί που ήτανε μέτριος στο ανάστημα και λιπόσαρκος αλλά αντιστάθμιζε το σωματικό έλλειμμα με την κορώνα του βασιλιά στο καπέλο του, ασίκικο μουστάκι, αυτόματο όπλο, μαχαίρι στο θηκάρι του και όλα τα σύνεργα του πολέμου κρεμασμένα απάνω του.
Πέρασε στο χειμωνιάτικο ο αρχηγός και γύρισε, θεατρικά αγέρωχος, ένα γύρω τα μάτια του. Μαζεμένη μέσα η φαμελιά μας: πέντε παιδιά, ο πατέρας, η μάνα και η γιαγιά μας, είχε λάδι ακόμα το καντηλάκι της. Καθαρό το δωμάτιο, στρωμένο με κουρελούδες, συγυρισμένο για τη γιορτή. Στο τζάκι έκαιγε η φωτιά, τριγύρω με τα καλά μας εμείς τα παιδιά έτοιμα για την εκκλησία, καθένα με το σκαμνάκι του. Κανένα δάκρυ, κανένας δεν έπεσε στα γόνατα να παρακαλέσει τον αρχηγό. Δασκαλεμένοι από την κούνια μας να δείχνουμε περηφάνια τέτοιες θανάσιμες ώρες, σχεδόν καθημερινό ψωμοτύρι εκείνο τον καιρό, σταθήκαμε όρθιοι, μικροί και μεγάλοι, ορθώνοντας οχυρό αφοβίας κι αξιοπρέπειας μπροστά στο Χάρο που μπήκε στο σπίτι μας. Κρατήθηκε μόνο το τελετουργικό της φιλοξενίας, πανάρχαια αρχοντική συνήθεια του ελληνισμού, ζωντανή ακόμα στα μέρη μας εκείνα τα χρόνια: Ο πατέρας, καλλιεργημένος άνθρωπος για την εποχή και τον τόπο του, σπουδαγμένος στους λαϊκούς αγώνες και με θητεία σε οργανώσεις, κοντά σε φωτισμένους δασκάλους, καλωσόρισε με αρχοντικό αέρα τον ξένο και τον κάλεσε να καθίσει. Η μάνα, του έβγαλε μελομακάρονο και κουραμπιέ, γέμισε το ποτηράκι με το ποτό και τον καλωσόρισε.
Το βάρος της δικής μας αλήθειας, ξεφούσκωσε την αλαζονεία του αρχηγού κι έμεινε άφωνος. Με το ποτό όμως λύθηκε η γλώσσα του, κι έβγαλε από μέσα του, σιδερωμένη και στεγνή από τους χυμούς της ζωής, τη δική του κούφια πραμάτεια: μίλησε για «θρησκεία, οικογένεια, πατρίς»…τέτοια. Μιλώντας, η ματιά του εξέταζε τον πατέρα που στεκότανε αδιάφορος. Τότε θύμωσε και του λέει « σηκώσατε όπλα για να χτυπήσετε την πατρίδα πισώπλατα». Δεν άντεξε πια ο πατέρας. Σηκώθηκε όρθιος, αληθινά απρόσβλητος από φόβο και πάθος. Του λέει:
- « Μίλησες για Πατρίδα. Άκουσέ με λοιπόν: Εμείς πολεμήσαμε στην Αλβανία εθελοντές, αντισταθήκαμε στον κατακτητή, πασχίσαμε να γιατρέψουμε τις πληγές του κόσμου - πείνα, αρρώστια, δεισιδαιμονία και αγραμματοσύνη. Και πια είναι η δική σου, πατριωτική τάχα, παρέα; Εθνοπροδότες, μαυραγορίτες, απατεώνες και σωματέμποροι είναι».
Έτσι που μιλούσε όρθιος ο πατέρας, φαινότανε στα μάτια μας γίγαντας. Αλλά δεν ήτανε ο πατέρας μας που μιλούσε έτσι. Ήτανε ο λαός μας ο ίδιος που ερχότανε στο ιστορικό «τώρα» από τα βάθη της ιστορίας κι ακούγαμε το βηματισμό του και την ανάσα του να αντηχούνε στο χρόνο με αντρειοσύνη, θυμό και παράπονο.
Ο αρχηγός λάκισε νικημένος, χτυπώντας την πόρτα μας πίσω του και πήγε στην εκκλησία αποφασισμένος για την εκτέλεση. Αλλά πέσανε απάνω του ο παπάς και οι φρόνιμοι του χωριού και του λένε « μελίσσια πας να χαλάσεις; Θα σε αποειδεί ο Θεός».
Μας έβαζε τότε ο δάσκαλος τα μεγάλα παιδιά να διαβάζουμε στην εκκλησία άλλος το «Πιστεύω» κι άλλος τον « Απόστολο» και ήρθε η σειρά μου για τον Απόστολο. Στάθηκα μπροστά στην Ωραία Πύλη με ανοιχτό το βιβλίο και διάβασα ψαλτά, όπως με είχανε δασκαλέψει, τα λόγια του Απόστολου Παύλου. Ο αρχηγός, με όλο τον οπλισμό του αναρτημένο, είχε πιάσει το δεσποτικό στασίδι κοντά στο ψαλτήρι και με γνώρισε. Γυρίζει και λέει του ψάλτη απορημένος « μα καλά, έχουνε Θεό οι κομμουνιστές»;
***
Το παραστρατιωτικό ασκέρι του Κρανιά, έφυγε από το χωριό μας χωρίς να χυθεί αίμα. Τον Ηλία Αναγνωστάκο τον φυλακίσανε στη στρατιωτική φυλακή της Τρίπολης για να δικαστεί από το έκτακτο στρατοδικείο. Δικάστηκε με συνοπτική διαδικασία το Μάρτη και καταδικάστηκε σε «θάνατο δια τυφεκισμού».
Πριν από την εκτέλεση πήγε ο παπάς στο κελί του, να μεταλάβει το μελλοθάνατο κι αυτός ήτανε ξάδερφός του. Αθανάσιος Παπακωνσταντίνου ονομαζόμενος ο παπάς, από την Πλατάνα. Πήγε ο ιερέας με το άγιο δισκοπότηρο και το πετραχήλι του. Τον ρωτάει ο μελλοθάνατος « για ξάδερφος ήρθες ή για παπάς;». Τον αγκάλιασε κι έκλαιγε ο παπάς, τι να κάνει ο άνθρωπος.
Άμα πέρασε η δύσκολη στιγμή, καθίσανε να μιλήσουνε και λέει ο κατάδικος:
- • « Θυμάσαι την κυρούλα μας, ξάδερφε, που μας πήγαινε στην εκκλησιά για να μεταλάβουμε;».
- • «…Παιδάκια εμείς και μας κράταγε με τα ροζιασμένα χεράκια της….. συνέχισε ο παπάς. Μας ορμήνευε στο δρόμο να μη φτύσουμε μετά από τη μετάληψη γιατί ήτανε αμαρτία μεγάλη να χύσουμε το σώμα και το αίμα του Χριστού μας στο χώμα. Εμείς την παίρναμε κατάκαρδα την ορμήνια της και δεν φτύναμε ένα μήνα ολόκληρο».
Γελάσανε οι δυό τους και ύστερα έπεσε ησυχία θανάτου.
- • « Κατάλαβα τι θέλεις να πεις, ξάδερφε, έσπασε τη σιωπή ο παπάς. Άμα πέσει από τις σφαίρες ο χριστιανός που μετάλαβε, θα χυθεί του Χριστού το αίμα στο χώμα, κι αυτό δεν πρέπει να γίνει – διαταγή της κυρούλας μας».
Ήξερε ο κατάδικος ότι μετάληψη θα πει κοινωνία και κοινωνία θα πει ισότητα αλλά χαμήλωσε στα θρησκευτικά την κουβέντα.
Έδεσε κόμπο την καρδιά του ο ιερέας, μάζεψε το πετραχήλι του και το δισκοπότηρο, σταυροκοπήθηκε, έδωσε στο μελλοθάνατο ξάδερφο τον τελευταίο ασπασμό, ζωντανός αποχαιρετισμός, και βγήκε από το κελί.
Χρόνια μετά, διηγήθηκε το περιστατικό ο παπάς σε συγχωριανούς του. Κατά τη διήγηση του παπά- Θανάση, στις ίδιες φυλακές ήταν φυλακισμένος και ο αδερφός του Ηλία, καταδικασμένος ισόβια. Τελευταία επιθυμία του κατάδικου ήταν να βγει ο αδερφός στο παράθυρο την ώρα που θα τον πήγαιναν για εκτέλεση, να τον αποχαιρετίσει. Βγήκανε στα παράθυρα όλοι οι φυλακισμένοι χειροκροτώντας όπως συνηθιζόταν. «Εμείς φεύγουμε, συνεχίστε εσείς τον αγώνα» φώναξαν οι κατάδικοι. «Γεια σας παιδιά, γεια σου αδέρφι» πρόσθεσε ο Ηλίας Αναγνωστάκος και πήγε με τους συντρόφους του να συναντηθούν με την ιστορία.
Έπεσαν όλοι ζητωκραυγάζοντας για την Πατρίδα και τον αγώνα τους.
Εϊ συ κοντοχωριανέ κι εσείς οι αδικοφονεμένοι της Τρίπολης! Καυχιέμαι που έζησα στις ημέρες σας και σπούδασα κοντά σας ανθρωπισμό και αξιοπρέπεια. Ανάβω κεράκι στη μνήμη σας.
Χρίστος Κυρκιντάνος.>>
Χριστόφορος Νικολάου
Tags:
Χρίστος Κυρκιντάνος,Σχετικά Άρθρα
- Τζιούμης για Σημίτη: "Ανθρωπος με έμφυτη σοφία, με ουσιαστική καλλιέργεια, με ικανότητες"
- Θεοφάνεια στην Πλατεία Αγίου Βασιλείου ... το 1897!
- ΠΑΣΟΚ Αρκαδίας για τον θάνατο Σημίτη: "Η απώλεια του είναι σημαντικό πλήγμα για την παράταξη και τη χώρα"
- Ποδόσφαιρο Αρκαδίας | Με νίκες προχώρησαν Τεγέα και Ηρακλής - Οι αγώνες της Κυριακής
- Το βιβλίο "Η Ευχή" της Μαρίας Καραγιάννη θα παρουσιαστεί στην Δημητσάνα
2 σχόλια
-
Δυστυχώς δεν υπάρχουν υλικά σήμερα για τέτοιους ανθρώπους. Μακάρι να κάνω λάθος. Αθάνατος!!
-
ΑΙΩΝΙΑ Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΣΕ ΕΝΑ ΓΝΗΣΙΟ ΑΓΩΝΙΣΤΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟ ΑΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΙΣΤΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΟΛΑ ΤΑ ΑΝΑΙΣΘΗΤΑ ΛΑΜΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ