Φιλοσοφούμε ... βρίζοντας!
ΦΙΛΟΣΟΦΟΥΜΕ… ΒΡΙΖΟΝΤΑΣ!
(Είδος πολύστιχου διηγηματικού… εξάψαλμου).
Του Ηλία Σιαμέλα
Στο μπαλκόνι μου κάθομαι, κάπου στης Αρκαδίας τα μέρη. Είναι Αύγουστος και κάνει ζέστη. Δεν με ενδιαφέρει αν θα πεθάνω από κάποιο νούμερο του covid, κι αν αύριο ή μεθαύριο πάω σε κάποια εύφορη ή άγονη κοιλάδα τ’ ουρανού. Τώρα απλά κοιτάζω πάνω ψηλά στο αμέτρητο σύμπαν και κάτω στη μετέωρη γη. Ένα ελαφρύ αεράκι μου χαϊδεύει το πρόσωπο. Τα γύρω δέντρα με τα μυρίπνοα άνθη τους, μού δείχνουν τους αιώνιους δρόμους της ομορφιάς και της γαλήνης. Τα μάτια μου, σαν κούπες γεμάτες με αυθεντικό κρασί, με παρασύρουν σε έναν φιλοσοφικό διάλογο με τον ίδιο τον εαυτό μου. Όμως είναι τα πράγματα έτσι ακριβώς όπως αυτή τη στιγμή τα βλέπω; Μπορώ να κρατήσω τούτη την στωική αταραξία για πολύ; Μπορώ να γευτώ παντοτινά την ευτυχία της εσωτερικής ειρήνης; Όχι! Ακούω μια κακότροπη φωνή. Ο Βούδας είχε πεντακόσιες μετενσαρκώσεις, ενώ εσύ κουβαλάς στην πλάτη σου μόνο δύο ναυάγια… «Όλα δεν είναι για όλους». Με ποια εφόδια λοιπόν θα κρεμάσεις τη σκούφια σου στο ανώτερο κλαρί της γαλήνης, και από που θα πιαστείς;
Έτσι λοιπόν ας πορεύομαι. Μικρός, και ανειρήνευτος διαβατάρης, στα χωρίς φόντο πεζοδρόμια της γης. Τα βήματά μου θα είναι λειψά και λοξά. Τώρα πια δεν είμαι ένα χτήνος που πελαγοδρομεί. Τώρα το καράβι μου είναι αραγμένο και σαπίζει σε μια ντάνα, σε βουβά νερά. Το νιώθω και με νιώθει. Το νιώθω και μελαγχολώ.
Όμως περνάει η ώρα κι ο αέρας έρχεται ζεστός και μου καίει το πρόσωπο. Με βγάζει απ’ τις αφηνιάσεις των κυμάτων και τα καραβοτσακίσματα. Παίρνω το βιβλίο και διαβάζω. Σκέψεις αλλότριες στοιβάζω μέσα μου. Μια μύγα με κοιτάζει αδιάφορα. Όλα συμβαίνουν στο πέρασμα του χρόνου και τίποτα πραγματικά δεν συμβαίνει. Αφήνω το διάβασμα και πιάνω το μολύβι. Λέξεις προχωράνε στο χαρτί. Αδειάζει το μυαλό και πάλι απ’ την αρχή. Η κίνηση και το μεσοδιάστημα που ακολουθεί. Όλα σα μια ακατανόητη στιγμή. Αυτή που φεύγει και η άλλη που ακολουθεί. Και ο ίδιος μετέωρος ανασασμός. Πάει μπροστά και πίσω και πάλι απ’ την αρχή. Και ποιο είναι το νόημα και ποια η σκοτεινή πηγή; Όχι, δεν θέλω σε κάποιον κάτι να διηγηθώ. Αρκετά, αρκετά. Τίποτα δε βγαίνει σαν πετάω πέτρες στα ρηχά. Η ανθρώπινη θάλασσα πηγαίνει ακόμη πιο μακριά και μέσα της πνίγει φωνές και βογκητά.
Κι όμως, είναι η γαλάζια θάλασσα αυτή που με επιμονή ξανάρχεται μπροστά μου. Απλώνει τ’ ανεμογέννητα στήθη της και δεν μ’ αφήνει να ησυχάσω. Να μείνω μόνος δε μπορώ, για μια στιγμή το νου να ξεκουράσω. Κι αυτός ο νους, σαν μια ανταύγεια της στιγμής, πάνω στην ιερή επιστροφή, το βήμα του αλλάζει. Είναι όλα έτοιμα για ν’ αρχίσει κάτι άλλο, κάτι πιο αληθινό;
Εκείνες οι βαθιές λέξεις, που λες και ξεπηδάνε μέσα απ’ τα άπατα στίγματα του πελάγου, εκείνες οι εικόνες με τα νερένια βουνά να γυρεύουν να καταπιούνε όλη αυτή την απάτη της ζωής ακόμη και στο πιο σκοτεινό και απρόσιτο σημείο της.
Καμιά φαντασία δε μπορεί να συλλάβει τον κύκλο της στιγμής. Εκείνη που απ’ το τίποτα γεννάει αποχρώσεις και τρεμάμενα φαντάσματα. Λες και κάποια αόρατη πηγή μας τροφοδοτεί με φως ή σκοτάδι. Όπως τώρα που νιώθω ότι τα ρούχα μου ακόμη στάζουν θάλασσα και αυνανιζόμενο πόθο. Όμως και αυτό θα περάσει. Θα έρθει κάτι άλλο. Κάποια άλλη maya, κάποια άλλη ψευδαίσθηση που θα βάψει με χρώματα τον ήλιο και τ’ άστρα τ’ ουρανού.
Είμαι εγώ ή εσύ, πραγματικά δεν ξέρω. Είναι αυτός ο τόπος που με γέννησε; Κι η Μάννα μου που πήγε; Και οι νεκροί είναι που ζουν ανάμεσά μας; Σαν μεταδότες του αδύνατου, του άπιαστου δρόμου της αυταπάτης;
Κι αν όλα ήτανε γνωστά, τότε τι θα γινόταν; Αν βλέπαμε του θεού το πρόσωπο, πόσο δούλοι του θα είμασταν; Θα σκύβαμε, θα σκύβαμε, κι απ’ το πολύ το σκύψιμο σαν τα σκουλήκια μέσα στο χώμα θα χωνόμαστε.
Όμως να, τώρα, που σηκώνω πάλι τα μάτια μου ψηλά και βλέπω διαβατάρικα σύννεφα στον άφταστο ουρανό, παιχνίδια της φαντασίας του άπειρου, ολαλά, και τρισχαριτωμένα! Άλλα απ’ αυτά να κάνουνε βουτιές κι άλλα ψηλά να ανεβαίνουνε καβάλα στον τρίσβαθο αιθέρα, κι άλλα, φαντάσματα του έρωτα, να σμίγουν ν’ αγκαλιάζονται, με τις ανθόσπαρτες αχτίνες του ήλιου να φιλιούνται…
Κι εκείνη τη στιγμή ήταν που βγήκα απ’ της πρόσκαιρης πλάνης τον άγιο γλυκασμό, και είδα ότι κάτι το τραγικό συνέβη. Ένα ροζιασμένο χέρι από δίπλα μου με σκούντηξε κι ένα απελέκητο στόμα με μια φωνή που έτρεμε μου λέει:
Ε, ξύπνα, σε λίγο θα καείς και δε θα το πάρεις χαμπάρι!
Έτσι βγήκα έξω απ’ το ψεύτικο ξεφλούδισμα του νου και από τις γιρλαντένιες μαργαρίτες της λογοτεχνίας, για ν’ ανακατευτώ κι εγώ με τις φωτιές, το μέγα χαλασμό να βλέπω. Κι αυτές, οι λιμασμένες πύρινες γλώσσες, που καταπίνουν σαν πρώτο ορεκτικό τον άνεμο, για ν’ ακολουθήσει μετά και το κυρίως πιάτο: Δέντρα, σπίτια, χιλιάδες ζωντανά, μυρμήγκια μέσα σε στοές, φίδια κάτω από πέτρες κουλουριασμένα, ακόμη και κάτω βαθιά το βρωμερό σκουλήκι, κι ακόμη πιο κάτω ο θεός βαθιά στη γη από ντροπή σαν μπήκε να λουφάξει.
Κι εγώ και συ, με τη νερένια σάρκα, μικροί, ανήμποροι και φοβισμένοι, μα και μοχθηροί, σαν θανατοποινίτες, να παρακολουθούμε το καυτό δρεπάνι της φωτιάς, όλα να τα θερίζει, και πίσω όλος αυτός ο ορυμαγδός ν’ αφήνει τη γκρίζα στάχτη του στης αιωνιότητας το σάπιο κοιμητήρι.
Ναι, λέω, θα είναι σκηνές από τη Νέα Αποκάλυψη, πρόβες και προδοσίες που γίνονται, πίσω και έξω από το σύνορο του ανθρώπινου εγκλήματος.
Και να που εκεί κατάκορφα, στις φλόγες αποπάνου, μου φάνηκε ότι χαρταετός σηκώθηκε, κάτι σαν μια αιωρούμενη φιγούρα τού Γαληνότατου* Κυριάκου Μητσοτάκη. Ήταν η ώρα που φούσκωνε σαν γαλοπούλα ματαιόδοξη, τ’ ατροφικά φτερά του.
Θυμήσου, θυμήσου, και λυπήσου, λέω σε κάποια στιγμή στον εαυτό μου. Θυμήσου εσύ, τραγανιστό ψωμάκι του κάθε κατεργάρη, τα λόγια του Πλούταρχου που κατέτασσε όλους αυτούς τους βασιλιάδες στα σαρκοβόρα. Κι ο Μέγας Όμηρος που τους αποκαλούσε Δημοβόρους.
Μάθε επί τέλους ότι, ο Θάνατος πλέκεται από ψηλά κι ακολουθεί η φλόγα αποκάτω.
Αχ, πατρίδα του Γερο-Κολοκοτρώνη, πως κατάντησες, σε ποιανού χέρια εισαι…
Και τότε ήταν που με πήρανε σαν μια βροχή τα δάκρια…
Σαν γύρισα κάποια στιγμή στο σπίτι μου, σαν την γυναίκα του Λώτ, πάντα ανυπάκουος, γυρίζω πίσω το κεφάλι μου να δω τι λένε κι αυτά τα υαλοκάναλα και βλέπω κάποιους αετονύχηδες ανέκφραστους, με μια ζωική απάθεια, ξεδιάντροπα ατέλειωτες ώρες να φαφλατίζουν. Και ο Γαληνότατος μού φάνταξε τούτη τη φορά, σα μια κουτσουλιά ασήμαντη, ανάμεσα στη νεοταξική Οθόριτυ, και τώρα απέναντι στην κουστωδία των τηλεανθρώπων, μια ειδική γενιά από προκάτ μηχανές του μέλλοντος, όλοι μαζί σε μια press conference, την έτοιμη σούπα της «κλιματικής αλλαγής» με την αμφίπυλη γλώσσα τους να δοκιμάζουν. Κι ο Γαληνότατος, αψέκαστος στα λόγια, μα ψεκασμένος, όχι με βορδιγάλειο, αλλά με «δοσιλο-γάλειο πολτό από τη Νέα Τάξη, με στόμφο να δηλώνει, ότι δεν χρειάζεται να καούν τα δάση μας για να εγκατασταθούν οι ανεμογεννήτριες, γιατί αυτές μπορούν να μπουν μέσα στα δάση!!! Οπότε θα είναι οι σύγχρονες νύμφες και οι πανέμορφες δρυάδες των δασών, και πρέπει χωρίς αντίρρηση, να τις αγαπήσουμε και να τις ερωτευτούμε…
Κι έτσι παύω να μιλώ από ντροπή, και μόνο μέσα μου ψιθυριστά αναρωτιέμαι: Μα ποια διαολοθάλασσα τον ξέβρασε; Ποια άφθαρτη κακία τον ζυμώνει;
Αλλά κι αν σε κάποια στιγμή θα βγω και θαρρετά μιλήσω, θα μ’ ακούσει κάποιος φτωχοδιάβολος ή έστω ένα άμυαλο πετούμενο μέσα σ’ αυτή την πλάση;
Μα, σε κόντρα της βλαστήμιας που ξεστόμισα, ένα πουλί ακούω από μακριά, που κάτι πάει να μου πει, με την ειρωνική λαλιά του:
Ω! ρε φίλε, μην τον αδικείς τον άνθρωπο! Είναι τόσο αξιοπρεπής, μπορεί κι εγκληματίας. Είναι αυτός που σαν θα τελειώσει η «συνέντευξη», ίσως και να διαβάσει ποίηση ή να προστρέξει χαμογελαστός σε κάποια γκαλερί, και να δει τον εαυτό του στους «Αρλεκίνους» του Πικάσο ή ακόμη και να σταθεί εκστατικός μπροστά στον πίνακα του Σεζάν: «Το σπίτι του κρεμασμένου». «Ah, c’ est trop beau!» (Αχ, είναι πολύ όμορφο!).
Εντέλει,
Ορκίζομαι στο πουλί.
Ορκίζομαι στην κόλαση.
*Γαληνότατος : Επίθετο με το οποίο προσφωνούσαν τους ηγεμόνες το μεσαίωνα.
26.8.21