Menu
RSS
Τετάρτη, 27/11/2024
kalimera-arkadia logo
kalimera Arkadia Facebook pageKalimera Arkadia TwitterKalimera Arkadia YouTube channel
ΚΤΕΛ Αρκαδίας
anakem728x90

Έν Αγίω Ανδρέα, δεκαετία του 1950 | Γράφει ο Νικόλαος Σκαντζός

Έν Αγίω Ανδρέα, δεκαετία του 1950 | Γράφει ο Νικόλαος Σκαντζός


(Μνήμες ενός μικρού μαθητή που τον έλεγαν Νικολάκη).


Οκτώ χρονών εγώ, ο τότε Νικολάκης, πήγαινα μαζί με τα συνομήλικα παιδιά του Αγίου Αντρέα και του Πραστού, στο ίδιο πανέμορφο πέτρινο σχολείο πού υπάρχει μέχρι σήμερα και που μετά από 65 χρόνια πηγαίνουν και τα σημερινά παιδιά, μαζί τα εγγόνια του τότε Νικολάκη , που σήμερα είναι παππούς.

Το σχολείο
-----------
Το σχολείο τότε ήταν μόνο το ισόγειο, αλλά είχε ξεκινήσει και το χτίσιμο του επάνω ορόφου.
Τα υλικά για το κτίσιμο, όπως πέτρες, άμμο χαλίκι, ασβέστη και νερό, τα κουβαλούσαν οι γονείς μας με τα ζώα, κάνοντας ατελείωτα καθημερινά δρομολόγια, για πάρα πολύ καιρό.
Τα μέσα μεταφοράς τότε, δεν ήταν όπως σήμερα τα φορτηγά αυτοκίνητα, αλλά τα άλογα, τα μουλάρια και τα γαϊδουράκια.
Τις πέτρες τις κουβάλησαν από το κοντινό λαγοβούνι, το χαλίκι και την άμμο από τον Βρασιάτη και την ακροθαλασσιά.
Όλοι οι κάτοικοι ήταν υποχρεωμένοι από την Κοινότητα να προσφέρουν προσωπική εργασία για να κτιστεί το σχολείο.
Θυμάμαι ότι στα διαλείμματα, εμείς τα παιδιά ανεβαίναμε και παίζαμε πάνω στους λόφους από άμμο που ήταν μέσα στο προαύλιο απ'όπου τα έπαιρναν οι κτιστάδες καθημερινά και σιγά σιγά σήκωσαν το μποϊ του σχολείου μέχρι που κάποια στιγμή τελείωσε και απόκτησε
αυτή την πανέμορφη κορμοστασιά που την διατηρεί μέχρι σήμερα χωρίς να έχει πάθει την παραμικρή φθορά !
Ίσως γιατί μέσα στους τοίχους του, εκτός από τα ζημωμένα υλικά, τις πέτρες, την άμμο, τον ασβέστη και το νερό,να έχει ζυμωθεί και ο ιδρώτας που έχυσαν οι Αγιαντρίτες και οι Πραστιώτες γονείς μας, μαζί με την απέραντη αγάπη, την εργατικότητα και τη φιλοτιμία που είχαν, για να φτιάξουν το σχολειό των παιδιών τους, πράγμα που το θεωρούσαν ιερό !

Η ζωή στο σχολείο
-------------------
Στο σχολείο πηγαίναμε πρωΐ και απόγευμα.
Το μεσημέρι σχολάγαμε για δυό ώρες , πηγαίναμε στο σπίτι για φαγητό και επιστρέφαμε το απομεσήμερο, για να σχολάσουμε τελικά το βραδάκι.
Συνήθως, μεσημέρια που πηγαίναμε στα σπίτια μας, οι γονείς έλειπαν στις δουλειές και το μεσημεριανό μας φαγητό ήταν τις περισσότερες φορές, τι άλλο ; ψωμοτύρι.
Τις χειμωνιάτικες ημέρες που έκανε κρύο, σε κάθε σχολική αίθουσα άναβαν και από μία ξυλόσομπα για να ζεσταίνει τους μικρούς μαθητές.
Τα ξύλα όμως που έκαιγαν οι σόμπες, καθώς και αυτά με τα οποία μας έβραζε η μαγείρισσα το γάλα, τα φέρναμε από το σπίτι μας.
Το πρωί που ξεκινάγαμε για το σχολείο, εκτός από την σάκκα με τα βιβλία, έπρεπε να κουβαλάμε ο καθένας μας και από ένα ξυλαράκι για τη..... σόμπα.
Όταν κάποιος μαθητής ξέχναγε να φέρει στο σχολείο το ξυλαράκι του, ο δάσκαλος, ο Μαντάς τότε, τον έστελνε να πάει ξάνα πίσω στο σπίτι και να το φέρει.
Κάποια παιδιά που είχαμε γεννηθεί και είχαμε μεγαλώσει σε αγροτοκτηνοτροφικές οικογένειες, δεν πηγαίναμε στο σπίτι για να φέρουμε το ξεχασμένο ξυλαράκι, πηγαίναμε στο κοντινό στο σχολείο ρεματάκι.
Εκεί ψάχναμε και βρίσκαμε ένα ξερό ξύλο, το σπάγαμε για να χωράει στη σόμπα και το πηγαίναμε στο δάσκαλο που μας κοιτούσε με απορία, επειδή το φέρναμε τόσο γρήγορα.
Στο ίδιο ρεματάκι πηγαίναμε και όταν μας έστελνε ο δάσκαλος ο Μαντάς, για να του φέρουμε βέργες από λυγιές.
Με αυτές τις βέργες μας έδερνε στα χέρια, όταν κάναμε αταξίες, ή όταν δεν ξέραμε να πούμε το μάθημα.
Όσοι φάγαμε ξύλο με εκείνες τις βέργες από λυγιά, δεν το ξεχάσαμε ποτέ !
Να είναι λέει χειμώνας να μπαίνεις στην τάξη με παγωμένα χέρια από το κρύο που κάνει έξω και για κάποιο λόγο να σε πλησιάζει ξαφνικά ο δάσκαλος θυμωμένος και κρατώντας την βέργα να σου λέει δυνατά: "άνοιξε τα χέρια σου" !
Εσύ έπρεπε αμέσως να απλώσεις τα χέρια σου ανοιχτά, για να τις....φάς.
Τότε αυτός άρχιζε να κατεβάζει με δύναμη τη βέργα εναλλάξ, πότε στο ένα χέρι και πότε στο άλλο.
Ανάλογα με το πόσο έφταιγες, και κατά την κρίση του συστηρού και νευρικού Μαντά, έτρωγες και τις ανάλογες ξυλιές.... από πέντε μέχρι και δέκα.
Με τις πρώτες δύο κοκκίνιζαν τα χέρια και από τα μάτια κυλούσαν καυτά δάκρυα
Ο πόνος στα παιδικά τρυφερά χεράκια, ήταν ανυπόφορος τα δε δάκρυα κυλούσαν ποτάμι !
Είχα δει συμμαθητή μου να κλαίει μαζί με εμένα την ώρα που εγώ έτρωγα τις ξυλιές.
Ίσως επειδή τις είχε φάει και ο ίδιος και ήξερε πόσο πονάνε.
Ετσι μάθαμε γράμματα και όταν αργότερα μεγάλοι πιά, συναντούσαμε στον δρόμο τον αυστηρό εκείνον δάσκαλο, συνταξιούχο πλέον, τον χαιρετούσαμε μέ σεβασμό χωρίς να του κρατάμε καθόλου κακία.
Περίεργο αλλά όχι και ανεξήγητο.
Ίσως επειδή καταλάβαμε ότι αυτή η αυστηρότητα του δασκάλου, ήταν αυτή που μάς έκανε να μάθουμε σωστά γράμματα.
Κάθε ημέρα και πριν μπούμε στην τάξη για το μάθημα της πρώτης ώρας, μας έδιναν μία κούπα γάλα που το ετοίμαζε μιά γυναίκα μαγείρισσα, μαζί με μία φέτα ψωμί, ένα κομμάτι τυρί και λίγο βούτυρο.
Τα τρόφιμα αυτά τα έδινε η Αμερικανική βοήθεια, με το περίφημο σχέδιο Μάρσαλ, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στις
χώρες της Ευρώπης που είχαν βγεί κατεστραμμένες από την φωτιά που είχε ανάψει ο δεύτερος παγκόσμιο πόλεμος.
Αφού παίρναμε το πρωίνό μας, κτύπαγε το κουδούνι και μπαίναμε στην τάξη.
Επειδή το πρωίνο ήταν κάπως αρμυρούτσικο, στο πρώτο διάλυμα που κάναμε οι περισσότεροι διψάγαμε.
Έλα όμως που δεν υπήρχε νερό στο σχολείο !
Για να ξεδιψάσουμε ξεκινάγαμε μία ομαδική τρεχάλα, για να φτάσουμε λαχανιασμένοι, στη μοναδική βρύση που ήταν στο κέντρο του χωριού.
Εκεί πηγαίναμε, πίναμε στα γρήγορα νερό, και τρέχαμε πάλι πίσω να προλάβουμε, πριν κτυπήσει το κουδούνι.
Όταν δεν προλαβαίναμε, μας περίμενε και μας "προλάβαινε" πίσω από την πόρτα ο Μαντάς με τη βέργα στα χέρια.
Και τότε..... που σε πονεί και πού σε σφάζει.

Η βρύση του χωριού και η Μαριγώ η παράξενη
——————————
Η βρύση ήταν στο κέντρο του χωριού.
Από εκεί περνούσαν όλοι σχεδόν οι κάτοικοι για να
να πάρουν νερό για τις καθημερινές ανάγκες του σπιτιού και για να ποτίσουν και τα ζώα τους, το πρωΐ πρίν πάνε για δουλειά, αλλά και το βράδυ όταν επέστρεφαν από αυτήν.
Αν καθόσουν το βράδυ πριν σουρουπώσει για λίγη ώρα στη
βρύση του χωριού μπορούσες να συναντήσεις τους περισσότερους συγχωριανούς να περνούν από εκεί. Ήταν ένα κέντρο διερχομένων.
Το νερό στη βρύση ερχόταν ψηλά από τον Αγιώργη, χιλιόμετρα απόσταση, μέσα από το υδραγωγείο που είχαν κατασκευάσει οι παλαιότεροι κάτοικοι του χωριού, και πάλι με προσωπική εργασία.
Στο χωριό τότε ζούσε και μία θειά που την έλεγαν Μαριγώ και που είχε μείνει ανύπαντρη.
Είχε μία παραξενιά να αποφεύγει να πλησιάζει τους συγχωριανούς, σαν να φοβόταν μην της κολλήσουν κάποιο μικρόβιο.
Εμείς τα παιδιά που ξέραμε αυτή την παραξενιά της, όταν την πετυχαίναμε στη βρύση να γεμίζει τους δύο ντενεκέδες της με νερό, περιμέναμε πρώτα να τους γεμίσει και έπειτα κάναμε ότι φτύναμε με θόρυβο για να μας ακούσει.
Όταν η θειά Μαριγώ άκουγε του "φτού" γύριζε απότομα το κεφάλι, μας κοίταζε θυμωμένα και με δύο απότομες κινήσεις έχυνε το νερό.
Εμείς τα πειραχτήρια σκάζοντας στα γέλεια, περιμέναμε λίγο και μόλις η καημένη η Μαριγώ γέμιζε ξανά τους τενεκέδες, κάναμε "φτού" ξανά.
Η Μαριγώ ξανάχυνε νευριασμένα το νερό γέμιζε με καινούργιο, αλλά και πάλι την περίμενε ένα νέο "φτού" από τους μικρούς διαολάκους.
Αυτό γινόταν 4-5 φορές μέχρι που η Μαριγώ δεν γέμιζε πιά, παρά καθότανε και μας κοίταγε θυμωμένη, περιμένοντας πότε θα φύγουμε για να γεμίσει τα δοχεία της χωρίς.......μικρόβια.
Κάπου εκεί αποφασίζαμε να φυγουμε, και εκεί σταμάταγε και η διασκέδασή μας για να συνεχιστή την επομένη φορά που θα συναντούσαμε τη θειά Μαριγώ στη βρύση να παίρνει νερό.


Η ζωή στο χωριό
------------------
Τα χρόνια εκείνα οι περισσότεροι κάτοικοι ζούσαν φτωχικά και
τα παιδιά τους τα μεγάλωναν με πολλές στερήσεις.
Η φυματίωση, η αρρώστια της εποχής καραδοκούσε να
χτυπήσει τους περισσότερους χωριανούς, που λόγω της ανέχειας δεν τρεφόντουσαν σωστά.
Σχεδόν το κάθε σπίτι είχε από ένα έως δύο μεγάλα ζώα με τα οποία εκάναν τις βαριές εργασίες, τη μεταφορά δηλαδή φορτίων, το όργωμα και το αλώνισμα. Είχαν και από μία έως δυό κατσίκες και μερικές κότες. Ορισμένοι είχαν και κουνέλια.
Το χωριό ζούσε από αυτό που λέμε οικιακή οικονομία.
Οι κάτοικοι δηλαδή προσπαθούσαν να έχουν σε αυτάρκεια τα βασικά και απαραίτητα τρόφιμα για να ζήσουν, που ήταν το ψωμί, το λάδι, τα αυγά από τις κότες και το γάλα από την κατσίκα.

Το κοπάδι με τις κατσίκες
---------------------------
Κάθε πρωΐ τις κατσίκες του χωριού τις συγκέντρωνε ένας βοσκός στο σημείο όπου είναι σήμερα η κεντρική πλατεία και από εκεί τις οδηγούσε στο βουνό(συνήθως στο λαγοβούνι) όπου τις έβοσκε μέχρι αργά το βράδυ, και λίγο πριν σουρουπώσει τις έφερνε πάλι στο χωριό και τις παρέδιδε στους ιδιοκτήτες τους.
Πληρωνόταν από τους κατοίκους για να τις βόσκει και αυτή ήταν αποκλειστικά η δουλειά του.
Πρωί πρωί ο βοσκός έπαιρνε τις δικές του κατσίκες, πήγαινε στο σημείο που είναι σήμερα η πλατεία και εκεί περίμενε να παραλάβει τις κατσίκες των χωριανών.
Οι χωριανοί άνοιγαν την πόρτα της μάντρας τους και άφηναν μία μία τις κατσίκες να βγούν έξω στο δρόμο.
Οι κατσίκες με το που άνοιγαν οι πόρτες έτρεχαν γρήγορα να πάνε στο σημείο συνγκέντρωσης.
Την ίδια ώρα που οι κατσίκες ξεκινούσαν για το βουνό ξεκινούσαμε κι'εμείς οι μικροί μαθητές για το σχολείο.
Πρωί,πρωί οι γονείς παρέδιδαν τις κατσίκες τους στον τσοπάνη και εμάς τα παιδιά τους στον Μαντά !
Τα χρόνια εκείνα όταν οι γονείς πήγαιναν για πρώτη φορά στο σχολείο, συνήθιζαν να λένε στον δάσκαλο:
"σου παραδίνω παιδί δάσκαλε, γύρνα μου πάλι......κρέας"
Κρέας εννοούσαν εμάς τα παιδιά.
Σκληρό ακούγεται αλλά δεν το εννοούσαν.
Έννοούσαν ότι έδιναν το ελεύθερο στον δάσκαλο για να χρησιμοποιήσει οποιονδήποτε τρόπο θεωρούσε σωστό για να μας μάθει γράμματα και να γίνουμε παράλληλα και σωστοί άνθρωποι.
Την ίδια ώρα το βράδυ που γύριζαν οι κατσίκες από το βουνό, σχολάγαμε κ'εμείς τα μαθητούδια από το σχολείο.
Είναι έντονες στη μνήμη μου οι εικόνες και οι ήχοι από την ώρα που οι κατσίκες έμπαιναν το βράδυ στο χωριό.
Πλημμύριζαν τα στενά σοκάκια από του ήχους των κουδουνιών και τα βελάσματα,,κυρίως απο τις κατσίκες εκείνες που είχαν γεννήσει κατσικάκια και που τα είχαν αφήσει φεύγοντας το πρωί στη μάντρα μόνα τους νηστικά χωρίς γάλα.
Επιστρέφοντας το βράδυ με το που έμπαιναν στο χωριό άρχιζαν να φωνάζουν τα κατσικάκια τους και αυτά πίσω από τις κλειστές μάντρες απαντούσαν με παραπονιάρικα παρατεταμένα βελάσματα. Σαν να έλεγαν: "μαμά πεινάω, έλα γρήγορα να μου φέρεις το γάλα να φάω"
Εκείνη την βραδυνή ώρα κάθε μέρα μέσα στο χωριό γινόταν μία συναυλία, μπορούμε να την πούμε, με τους ήχους των κουδουνιών που φορούσαν οι κατσίκες, τα βελάσματά τους και τις παιδικές φωνές των μικρών μαθητών.

Ο Μπότζος και ο τράγος του
------------------------------
Ο Μπότζος ήταν ένας Αγιαντρίτης που διατηρούσε
έναν τεράστιο τράγο στη μάντρα του.
Ήταν ψηλός, με δυό τεράστια κέρατα στο κεφάλι του, το δε τρίχωμά του ήταν τόσο μακρύ που ακουμπούσε σχεδόν στο χώμα.
Στο πλάι των μπροστινών ποδιών είχα κι'εκεί μακριές τρίχες αλλά αυτές ήταν οριζόντιες με το έδαφος και έμοιαζαν σαν να έχει ο τράγος φτερά στα πόδια.
Η δουλειά του τράγου ήταν επιβήτορας ! Ήταν να ζευγαρώνει με τις κατσίκες του χωριού και η δουλειά του Μπότζου ήταν να εισπράτει χρήματα από τις "υπηρεσίες" που προσέφερε ο τράγος στις κατσίκες των χωριανών.
Ο τράγος δούλευε μόνο δυο μήνες τον χρόνο, αλλά η δουλειά που έκανε ήταν εντατική.
Αυτό γινόταν κάθε χρόνο μέσα στους μήνες του καλοκαιριού.
Όλες οι κατσίκες του χωριού οδηγημένες από τους ιδιοκτήτες τους περνούσαν κάθε χρόνο, από τον "πάγκο" του τράγου.
Οι τράγος τις περίμενε "αρωματισμένος" με την κατάλληλη για την περίπτωση "κολώνια"
Η "κολώνια" αυτή ήταν τα ούρα του με τα οποία συχνά πυκνά κατάβρεχε τις τρίχες των μπροστινών ποδιών, αυτές που έμοιαζαν με φτερά, για τις να μυρίζουν οι κατσίκες και να δέχονται ευχάριστα να ζευγαρώσουν μαζί του.
Αυτός μόλις έβλεπε την κατσίκα επισκέπτη την πλησίαζε και την μύριζε, για να διαπιστώσει αν ήθελε να ζευγαρώσει μαζί του, ή όχι.
Ο Μπότζος με τον ιδιοκτήτη παρατηρούσαν για λίγο τη συμπεριφορά του τράγου και της κατσίκας.
Αν η κατσίκα έδειχνε διάθεση να ζευγαρώσει ο ιδιοκτήτης την άφηνε στον Μπότζο και στον τράγο του και έφευγε.
Αν η κατσίκα έδειχνε αδιαφορία για τον τράγο, την έπαιρνε και την γύριζε στο σπίτι του, για να ξαναδοκιμάσει πάλι μετά από λίγες ημέρες.
Υπήρχαν ημέρες που ο τράγος είχε πάρα πολύ δουλειά και στη μάντρα του Μπότζου επικρατούσε μεγάλος συνωστισμός, από τις κατσίκες που πηγαινοέρχονταν.
Η "κολώνια" του τράγου άρεσε σε πολλές κατσίκες αλλά ήταν ανυπόφορη για τους ανθρώπους.
Μπορούσες να την αισθανθείς στη μύτη σου, ακόμα και όταν περνούσες αρκετά μέτρα μακρυά από τη μάντρα του Μπότζου..
"Μυρίζεις Μποτζίλα", έλεγε ό ένας χωριανός στον άλλον όταν αυτός ήταν άπλυτος και μύριζε ο ιδρώτας του.
Η φράση "τράγος του Μπότζου" ακουγόταν συχνά πυκνά στο χωριό και γιά διαφορετικούς λόγους.
Ένα αντρα από το χωριό π.χ. , τον αποκαλούσαν τράγο του Μπότζου, επειδή είχε τη φήμη του γυναικά.
Αν μία γυναίκα στο χωριό δεν μπορούσε να κάνει παιδιά, οι φίλοι του άντρα της αστειευόμενοι, τον παρότρυναν περιπαικτικά, λέγοντας του, να δοκιμάσει να πάει τη γυναίκα του, στον τράγο του Μπότζου, μήπως έτσι καταφέρει και μείνει.... έγκυος !!

Ο χασάπης του χωριού
------------------------
Οι κάτοικοι όπως είπαμε ζούσαν φτωχικά. Το φαγητό τους συνήθως ήταν η φασολάδα, οι φακές, τα ρεβύθια, ο τραχανάς, οι χυλοπίτες που έφτιαχναν οι νοικοκυρές, το τυρί, το λίγο γάλα από την κατσίκα τους, τα αυγά από τις κοτες τους, τα λαχανικά από τον κήπο τους, καθώς και τα άγρια χόρτα που μάζευαν από το βουνό.
Το κρέας για τους κάπως ας πούμε ευκατάστατους έμπαινε στην κατσαρόλα τους μιά φορά περίπου το μήνα.
Οι φτωχοί το έτρωγαν δυό-τρείς φορές το χρόνο.
Αυτές οι φορές ήταν τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, άντε και στις απόκριες.
Ο χασάπης του χωριού έσφαζε για να πουλήσει ένα ζώο μία φορά την εβδομάδα περίπου.
Για να αποφασίσει όμως αν θα σφάξει ή όχι, έπρεπε πρώτα να καταγράψει όχι μόνο πόσοι χωριανοί θα αγόραζαν, αλλά και ποιά ποσότητα ο καθένας.
Τότε δεν υπήρχαν τα σημερινά ψυγεία για να διατηρήσει το κρέας που τυχόν θα του έμενε απούλητο, οπότε έπρεπε να κάνει τους υπολογισμούς του.
Πριν σφάξει λοιπόν, έβγαινε στις ρούγες και ρώταγε: Κωσταντινιά καλημέρα, αύριο λέω να σφάξω μιά γίδα, αν τη σφάξω θα πάρετε εσείς κρέας και πόσο θα πάρετε"
Αν η νοικοκυρά έλεγε ναί, σημείωνε το όνομα και την ποσότητα και πήγαινε παρακάτω, ρωτώντας και γράφοντας.
Δεν πήγαινε σε όλα τα σπίτια, πήγαινε μόνο σε αυτούς που υπήρχε η πιθανότητα να αγοράσουν κρέας, ή και σε αυτούς που είχαν αγοράσει προηγούμενες φορές.
Αφού έκανε τη γύρα στο χωριό, γύριζε στο χασάπικο και έκανε τους υπολογισμούς του.
Αν οι παραγγελίες που είχε σημειώσει, συμπλήρωναν τα κιλά που υπολόγιζε ότι θα ζύγιζε η γίδα, την έσφαζε και την μοίραζε, αν όχι το σφάξιμο ματαιωνόταν για την επόμενη εβδομάδα.
Κάποτε μετά από χρόνια όταν είχα μεγαλώσει, συζητώντας με το γέρο πιά παλιό χασάπη του Χωριού, μου παραπονέθηκε για τα προβλήματα υγείας που είχε.
Πίστευε μάλιστα ότι όλα οφείλονταν στην συχνή κρεατοφαγία που έκανε τα περασμένα χρόνια.
Όταν τον ρώτησα γιατί έτρωγε τόσο πολύ κρέας σε εποχές που αυτό ήταν πανάκριβο, μου απάντησε: "αναγκαστικά το έτρωγα, για να μην χαλάσει και αναγκαστώ να το πετάξω"
"Όταν έσφαζα μιά γίδα" μου είπε, "όλο και κάποιο κομμάτι κρέας έμενε απούλητο. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό, ήταν και τα εντόσθια που πάντα μου έμεναν απούλητα. Όλα αυτά έπρεπε να τα φάω σύντομα πριν χαλάσουν και τα πετάξω. Αυτές τις αμαρτίες πληρώνω σήμερα Νικόλα, με τις αρρώστειες που με βρήκανε"

Το "χρήμα"
-----------
Χρήμα στο χωριό κυκλοφορούσε ελάχιστο.
Ελάχιστοι είχαν κάποιο κομπόδεμα, το οποίο μάλιστα οι περισσότεροι απο αυτούς το είχαν σε χρυσές λίρες Αγγλίας, για ασφάλεια.
Η πλειοψηφία όμως των χωριανών ήταν άφραγκοι.
Αν υποθετικά κάποιος αποφάσιζε να τους ληστέψει όλους μαζί, η ληστεία αυτή θα του απέφερε ελάχιστα φραγκοδίφραγκα.
Όταν εγώ ήθελα μελάνι για το μελανοδοχείο μου, τότε η μητέρα μου μού έδινε αντί για χρήματα, δύο αυγά από τις κότες μας.
Με τα δύο αυγά στα χέρια, πήγαινα στον μπακάλη του χωριού και αυτός μού γέμιζε το μελανοδοχείο με μελάνι.
Οι παλαιότεροι το έλεγαν καλαμάρι, εξ'ού και η έκφραση : "χαρτί και καλαμάρι" που την λέγαμε όταν τραγουδάγαμε και τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς.
Το καλαμάρι, η πένα και το χαρτί, για τους μαθητές της εποχής εκείνης ήταν τα απαραίτητα εργαλεία που τα κουβαλούσαμε πάντα μαζί μας, για να γράφουμε μέσα στην τάξη.
Απαραίτητο δε στη διαδικασία του γραπτού ήταν και το στυπόχαρτο..
Το στυπόχαρτο ήταν ένα παχύ απορροφητικό χαρτί το οποίο το πατάγαμε πάνω στο γραπτό κείμενο, για να απορροφά το επιπλέον μελάνι που τυχόν είχε αφήσει η πένα πάνω στα γράμματα.
Αυτό γινόταν για να μην κυλήσει το επιπλέον μελάνι και λερώσει το γραπτό.
Σαν παιδι, σπάνια μπορούσες να βρείς κάποια λίγα χρήματα στις τσέπες μου.
Τις ημέρες όμως που κάναμε τις διακοπές των Χριστουγέννων, τότε η τσέπη μου έβλεπε κάμποσα χρήματα και μάλιστα χρήματα από τη.....δούλεψή μου !
Που τα έβρισκα ; Από το κοκολόγι !

Το κοκολόγι
------------
Κοκολόγι ήταν το να ψάχνεις να βρείς κόκους ελιάς μέσα στους ελαιώνες στον κάμπο του χωριού.
Όταν όλοι οι χωριανοί τελείωναν το μάζεμα της ελιάς, ο αγροφύλακας του χωριού αφού βεβαιωνόταν ότι είχαν μαζευτεί από όλο τον κάμπο, τότε έδινε το ελεύθερο για το κοκολόγημα.
Το κοκολόγημα ήταν η χαρά του φτωχού.
Έπαιρνε ένα σακούλι στην πλάτη και έψαχνε να βρεί και να μαζέψει κόκους ελιάς που είχαν απομείνει σε σημεία που δεν τις εντόπιζε εύκολα το ανθρώπινο μάτι.
Τους κόκους ελιάς τους έβρισκες μέσα σε πυκνά χόρτα, σε χαντάκια, αλλά τις πιό πολλές τις βρίσκαμε μέσα στους κορμούς των ελαιόδεντρων
Σπυρί εδώ σπυρί εκεί σπυρί και παραπέρα και ....φασούλι το φασούλι στο τέλος της ημέρας, μετά από ατελείωτο περπάτημα και ψάξιμο, γέμιζε το σακούλι.
Στις διακοπές λοιπόν των Χριστουγέννων έπαιρνα κι'εγώ το σακούλι μου και το κολατσιό μου και ξεκίναγα να κοκολογάω.
Ήξερα το μυστικό ότι τους περσσότερους κόκκους θα τους εύρισκα μέσα στους κορμούς των ελαιοδέντρων, που τις λέγαμε και.....κουφάλες.
Στις κουφάλες εύρισκα τους περισσότερους κόκους, αλλά ήταν και δύσκολο να τους ανασύρω από εκεί.
Άσε που φοβόμουν μήπως συναντήσω και κάποιο φίδι εκεί μέσα.
Με το κεφάλι κάτω τα πόδια επάνω και το χέρι απλωμένο, έσκυβα μέσα στην κουφάλα, και ψαχουλεύοντας στα τυφλά, έφερνα επάνω έναν έναν τους κόκους.
Αν έβρισκα 5 κόκους σε μία κουφάλα ήταν για μένα μεγάλη επιτυχία και χαρά. Τους έβαζα στο σακούλι, τους κοίταζα καλά καλά, και στα μάτια μου φάνταζαν θησαυρός !
Το βραδάκι με έβρισκε πάντα με το σακούλι γεμάτο κοκολόγι.
Ήταν η ώρα της μεγαλύτερης χαράς γιατί σε λίγο θα ερχόταν και ο παράς !
Ένα και δύο και γρήγορα έφτανα στο χωριό και πέρναγα την πόρτα του μπακάλη.
Αυτός ζύγιζε της ελιές και μου έδινε τα χρήματα.
Ήταν η ώρα που ανταμοίβονταν ο κόπος μιάς ημέρας.
Πρωτόγνωρα συναισθήματα για ένα μικρό παιδί, όπως ήμουν εγώ τότε !
Την τσέπη που έβαζα μέσα το χρήμα, την ένοιωθα να καίει.
Πηγαίνοντας προς το σπίτι, έβαζα κάθε τόσο το χέρι μου για να διαπιστώσω αν ήταν το χρήμα εκεί και πιάνοντάς το μου ζέσταινε την καρδιά.
Τα περισσότερα από χρήματα τα έδινα της μητέρας μου γιά τις ανάγκες της οικογένειας.
Την ώρα που της τα έδινα και έβλεπα την χαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της, εγώ δοκίμαζα διπλή χαρά και ικανοποίηση.
Κρατούσα λίγα για τον εαυτό μου και τα ξόδευα σε καραμέλες και λουκούμια που ήταν το αποθημένο ενός παιδιού που σπάνια είχε την δυνατότητα να δοκιμάσει τη.....γλύκα τους.
Φτωχά αλλά ωραία χρόνια, που τώρα που μεγάλωσα τα θυμάμαι με νοσταλγία.
Αχ και να γινότανε........να ξαναγίνω μαθητής, να είμαι φτωχός και να πηγαίνω για κοκολόγι !!

Νικόλαος Η. Σκαντζός

Προσθήκη σχολίου

Επιστροφή στην κορυφή

Διαβάστε επίσης...