«Στο σχεδιασμό της Νέας ΚΑΠ απουσιάζει η Κοινοτική Αλληλεγγύη»
του Αθανάσιου Πετρόπουλου * |
Η έξοδος της Μεγάλης Βρετανίας και οι νέες προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως οι μεταναστευτικές ροές, η κλιματική αλλαγή και οι ανισότητες μεταξύ των κρατών μελών, προκαλούν πιέσεις στις προτεραιότητες του κοινοτικού προϋπολογισμού.
Από το 2018 βρίσκεται σε εξέλιξη η διαπραγμάτευση της Νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ). Την προηγούμενη προγραμματική περίοδο 2014-2020 διατέθηκε το 37,6% (ΕΕ-28) του προϋπολογισμού της ΕΕ για την ΚΑΠ, ενώ για την περίοδο 2021-2027 θα διατεθεί το 28,8% (ΕΕ-27). Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα προκρίνει τη μείωση των πόρων σε σταθερές τιμές κατά 15% σε σύγκριση με τη τρέχουσα περίοδο. Σε απόλυτους αριθμούς θα διατεθούν 18,3δις€ εκ των οποίων 14,2δις€ για άμεσες ενισχύσεις, 3,6δις€ για την Αγροτική Ανάπτυξη, 440εκ€ για τα επιχειρησιακά προγράμματα.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει ότι από τα 3,6δις€ που προορίζονται για την Αγροτική Ανάπτυξη, τουλάχιστον το 30% των πόρων θα πρέπει να διατεθούν σε μέτρα και δράσεις που μετριάζουν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, 1 δις € για την εξισωτική αποζημίωση και 0,8δις€ για τις αναλυμένες υποχρεώσεις των προηγούμενων ετών.
Τα χρήματα που απομένουν για Αναπτυξιακές δράσεις δεν θα υπερβαίνουν τα 500εκ €. Από αυτά θα πρέπει να καλυφθούν τα Προγράμματα, Νέων Αγροτών, τα Σχέδια Βελτίωσης, η Μεταποίηση, η Αγροτική Οδοποιία, τα Αρδευτικά, το Leader, οι Συνεργασίες κλ.π.. Σίγουρα οι διαθέσιμοι πόροι είναι πολύ λίγοι για να αντιμετωπιστούν τα χρόνια διαθρωτικά προβλήματα του πρωτογενούς τομέα.
Παράλληλα θα πρέπει να ληφθεί υπ’όψιν ότι τα αγροτικά νοικοκυριά είναι απόλυτα εξαρτημένα από τις κοινοτικές επιδοτήσεις, οι οποίες αποτελούν το 40% του οικογενειακού προϋπολογισμού των Ελλήνων Αγροτών και χρησιμοποιούνται κυρίως για την κάλυψη των καθημερινών τους αναγκών. Ταυτόχρονα βοηθούν στη συγκράτηση των τιμών καταναλωτή στα βασικά είδη διατροφής.
Πέραν από τις αυτονόητες αρνητικές επιπτώσεις από τη διαφαινόμενη μείωση του προϋπολογισμού, αποτελεί μεγάλη πρόκληση για την Ελληνική Γεωργία, η κάλυψη την απώλειας του εισοδήματος από την αύξηση του όγκου παραγωγής, εφαρμόζοντας τη γεωργία ακριβείας και αλλαγή στις καλλιεργητικές τεχνικές.
Η ελληνική οικονομία εξερχόμενη από παρατεταμένη περίοδο αυστηρής δημοσιονομικής προσαρμογής έχει ανάγκη από την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και στην αγροδιατροφή. Είναι λογικό η χώρα μας να περιμένει από την Ε.Ε. ενίσχυση του πρωτογενούς τομέα. Δυστυχώς όμως η μέχρι σήμερα πορεία διαπραγμάτευσης της ΚΑΠ δείχνει το αντίθετο. Τα μέτρα και τις πολιτικές που πρόκειται να υλοποιηθούν, περιορίζουν τη δυνατότητα η Ελληνική γεωργία να παράγει πλούτο.
Όσον αφορά στην κλιματική αλλαγή, ανεξάρτητα εάν υπάρχουν φωνές στην επιστημονική κοινότητα που αμφισβητούν την ύπαρξή της, η Ευρώπη οφείλει να είναι πρωτοπόρα στις πολιτικές που μειώνουν τις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου, που διαχειρίζονται ορθολογικότερα τα ύδατα, που προστατεύουν το περιβάλλον.
Είναι αποδεδειγμένο και απόλυτα μετρήσιμο το γεγονός ότι το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της Ελλάδας είναι πολύ μικρό σε σχέση με αυτό των υπόλοιπων Ευρωπαϊκών χωρών. Η Ελλάδα, σε αντίθεση με τις οικονομικές της επιδόσεις, σε θέματα που αφορούν στην προστασία του περιβάλλοντος, είναι πολύ πιο πάνω από το μέσο Ευρωπαϊκό όρο (Ε.Ε.–28). Η βιολογική γεωργία υλοποιείται στο 8% των καλλιεργούμενων εκτάσεων όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην Ε.Ε. ανέρχεται στο 7%, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου είναι σε πολύ χαμηλό επίπεδο, η διαχείριση των υδάτινων πόρων βαίνει διαρκώς βελτιούμενη, η βιοποικιλότητα προστατεύεται σε ικανοποιητικό βαθμό, στην Ελλάδα δεν είμαστε αντιμέτωποι με το φαινόμενο της όξινης βροχής. Σίγουρα ως χώρα, δεν έχουμε το ίδιο μερίδιο ευθύνης στην επιβάρυνση του περιβάλλοντος σε σχέση με τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης παρά το γεγονός ότι υφιστάμεθα τις ίδιες επιπτώσεις.
Κατά το σχεδιασμό της Νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής είναι ορατή η αλλαγή κουλτούρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ευρώπη δεν μπορεί να λειτουργεί μόνο ως τιμωρός εφαρμόζοντας οριζόντιες πολιτικές, ίδιες για όλα τα κράτη μέλη. Χρειάζεται ευέλικτες πολιτικές προσαρμοσμένες στις ανάγκες των λαών, ενώ δεν μπορεί να απουσιάζει η λογική της επιβράβευσης.
Στην κατεύθυνση των μέτρων της νέας ΚΑΠ είναι σημαντικό να ισχύουν τρεις αρχές: «η αρχή της αναλογικότητας», «ο ρυπαίνων πληρώνει», «η αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών».
Η Ευρώπη που θέλουμε είναι αυτή που ενισχύει την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή καθώς και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών. Προάγει τη βιώσιμη ανάπτυξη με βάση την ισόρροπη οικονομική μεγέθυνση με πλήρη απασχόληση και κοινωνική πρόοδο και εστιάζει τις πολιτικές της στην προστασία του περιβάλλοντος.
*Αθανάσιος Πετρόπουλος
Πρόεδρος Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας/
Παραρτήματος Πελοποννήσου και Δυτικής Στερεάς Ελλάδας