Η ΝΔ παραμένει σταθερά μακριά από το Λαϊκισμό
Άρθρο του πολιτευτή της ΝΔ Γιάννη Κατσίρη
Ο λαϊκισμός είναι για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία ό,τι είναι για τους ζωντανούς οργανισμούς οι εκφυλιστικές ασθένειες:
Εδράζεται στα ζωτικά όργανά της, οδηγώντας την ακόμη και σε σταδιακή παράλυση. Ο λαϊκιστής ψαρεύει στα θολά νερά της μαζικής ψυχολογίας, εμφανιζόμενος ως αυθεντικός εκφραστής αυτής της βούλησης.
Στην πραγματικότητα δεν αποδέχεται σε όλες της τις συνέπειες τη λειτουργία του δημοκρατικού συστήματος, αρνείται τη διαμεσολάβηση διεκδικώντας μια υπερβατική εξουσία πάνω στο εκλογικό σώμα, «ελέω λαού» (κατά το «ελέω θεού»).
Στην ελληνική πολιτική ζωή είναι περίπου ενδημικό φαινόμενο:
Στα χρόνια των παππούδων μας, οι πολιτευτές γυρνούσαν τα χωριά καβάλα στο μουλάρι, έχοντας από κοντά τον τοπικό κομματάρχη, και έταζαν στον κοσμάκη γεφύρια, σχολεία, κλινικές (όπως ο Λάμπρος Κωνσταντάρας-"Μαυρογιαλούρος" στην πασίγνωστη ελληνική ταινία). Το φαινόμενο επιβίωσε για δεκαετίες, περνώντας από φάσεις έξαρσης και ύφεσης φθάνοντας μέχρι το σήμερα.
Βασικό του στοιχείο είναι πώς δεν συνταιριάζεται με τον ορθολογισμό. Όταν κυριαρχεί ο πρώτος, ο δεύτερος εξαφανίζεται.
Ο λαϊκισμός δεν απευθύνεται στη λογική, αλλά στο συναίσθημα.
Δεν παράγει πολιτική, δηλαδή επιχειρήματα, θέσεις και προτάσεις, αλλά συνθήματα. Σε κάθε ευκαιρία βλέπουμε τους αντιπροσώπους μας στη βουλή απλά να ανταλλάσσουν κατηγορίες, ανάλογα με τη κοινοβουλευτική ομάδα που ανήκουν, χωρίς να κρίνουν σκόπιμο να παραθέσουν στοιχεία ή να προχωρήσουν την συζήτηση σε κάτι το ουσιαστικό.
Καταρχάς λαϊκισμός δεν είναι ό,τι δεν μας αρέσει. Η προεκλογική πλειοδοσία, το φιλολαϊκό προφίλ ή η υπόσχεση ότι «θα τα αλλάξω όλα» είναι αναπόσπαστα χαρακτηριστικά της καθημερινής πολιτικής πρακτικής.
Ο λαϊκισμός μπορεί να ανιχνευτεί με βάση συγκεκριμένα κριτήρια: την αναφορά στον «λαό» ως υπέρτατη πηγή εξουσίας και την μετωπική σύγκρουση με την «ελίτ» και το «σύστημα» ως βασική διαχωριστική γραμμή που υποσκελίζει όλες τις άλλες στην πολιτική διαπάλη.
Όταν η δυαδικότητα της πολιτικής ρητορικής («εμείς-αυτοί») και η απονομιμοποίηση του αντιπάλου («δεν δικαιούστε δια να ομιλείτε») συνυπάρχουν και κυριαρχούν στην πολιτική έκφραση ενός ηγέτη, κόμματος ή κινήματος, μπορούμε να μιλάμε για λαϊκισμό.
Ο λαϊκισμός είναι μια ρηχή ιδεολογική πρόταση, η οποία πέραν της κυριαρχίας του λαού, της αντίθεσης στις ελίτ και της αντίληψης της πολιτικής διαμάχης ως μια πολωτική αντιπαλότητα μεταξύ καλού λαού και κακών ελίτ δεν προδικάζει συγκεκριμένες ιδεολογικές επιλογές. Δεν είναι όλοι οι αυταρχικοί ή ριζοσπάστες ηγέτες που βλέπουμε γύρω μας λαϊκιστές ή κυρίως λαϊκιστές.
Ο λαϊκισμός της Αριστεράς έχει ένα πιο εξισωτικό περιεχόμενο, τείνει να προκρίνει ζητήματα οικονομικής ανισότητας και να αντιπαραθέτει τους «από κάτω» στους «από πάνω» με όρους και πολιτικούς και κοινωνικοοικονομικούς.
Ο λαϊκισμός της Δεξιάς ορίζει τον «λαό» συνήθως με όρους εθνότητας, ιθαγένειας ή φυλής. Είναι πιο ιεραρχικός, με την έννοια ότι ο «λαός» δεν αντιπαρατίθεται μόνο προς τα «πάνω» (πολιτικές ελίτ) αλλά και προς τα «κάτω» (εθνοτικά ξένες ή κατώτερες ομάδες όπως οι μετανάστες). Χάρη στον λαϊκισμό όμως Δεξιά και Αριστερά μπορούν να δανείζονται στοιχεία η μια από την άλλη.
Ένα δημοκρατικό σύστημα δημιουργείται, επιζεί και προοδεύει όταν η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών αποδέχεται τους κανόνες της λειτουργίας του και τους θεωρεί εξίσου πολύτιμους με την ικανοποίηση επιμέρους κοινωνικών αιτημάτων. Αν αυτό υπάρχει, κανένας λαϊκιστής από μόνος του δεν αρκεί για να καταλύσει την δημοκρατία. Αν ένα λαϊκιστικό κόμμα ή κίνημα ανατρέπει μια φιλελεύθερη δημοκρατία, τότε σημαίνει ότι αυτή έπασχε ήδη από προβλήματα που ξεπερνούσαν κατά πολύ την ρητορική ενός λαϊκιστή πολιτικού και μόνο.
Ο λαϊκίστικος λόγος ταυτίζεται με τη δημαγωγία την ίδια στιγμή που όλοι διακηρύττουν πως εκπροσωπούν το λαό και αγωνίζονται για τα συμφέροντά του. Κάθε θετική αναφορά στον «αγνό» λαό για άλλους υποκρύπτει μια βαθιά δημοκρατική πολιτική στάση και για άλλους το πρόπλασμα ενός υπολανθάνοντος λαϊκισμού.
Λίγοι, όμως, διαβλέπουν πως στο λαϊκισμό κυριαρχεί ένας «ηθικός μανιχαϊσμός» με τον αυθαίρετο διαχωρισμό του κοινωνικού σώματος στους «καλούς» (οι αδύναμοι, οι φτωχοί, οι πατριώτες, οι θρησκευόμενοι..) και στους «κακούς»(οι λίγοι, οι ισχυροί, οι πλούσιοι, οι μορφωμένοι, η ελίτ). Αυτή η απλουστευτική ερμηνεία της πραγματικότητας οδηγεί σε έναν επικίνδυνο λαϊκισμό γιατί ενεργοποιεί το μίσος των «εμείς» προς τους «άλλους».
Με την τακτική – τεχνική αυτή ο λαϊκισμός δίνει μια ταυτότητα στους αποκλεισμένους, όχι μέσα από μια διαδικασία αυτοκριτικής – αυτογνωσίας, αλλά κατασκευάζοντας τον εχθρό (οι μορφωμένοι, το μνημόνιο, οι ξένοι…). Έτσι, για το θύμα του λαϊκισμού προέχει – υπερτερεί η συμβολική πραγματικότητα έναντι της φυσικής πραγματικότητας. Ο ρεαλισμός χάνεται και το θύμα φαντασιώνεται έναν εχθρό που απειλεί την ευτυχία του. Οι φαντασιώσεις σκιάζουν τη λογική και τη συμπεριφορά την κινεί – ρυθμίζει η ψευδής συνείδηση. Εξάλλου, ο εθισμός στη διαρκή αναζήτηση ενόχων, η δαιμονοποίηση, η μνησικακία και η απλοποίηση της πραγματικότητας διαβρώνουν τόσο τον ψυχικό κόσμο όσο και τον πολιτικό ορθολογισμό.
Ο λαϊκιστής ηγέτης εδράζει την εξουσία του στις ενορμήσεις, τις φαντασιώσεις, τις φοβίες, τις ανασφάλειες και τις εσωτερικές συγκρούσεις του κάθε ατόμου χωριστά. Το διχασμένο Εγώ αυτών των ατόμων αναζητά σημείο αναφοράς για τη δόμηση μιας ταυτότητας. Γι’ αυτό και ο ηγέτης εφευρίσκει τον «άλλο», τον «εχθρό» και θωπεύει ή καλλιεργεί τόσο τον ατομικό όσο και τον συλλογικό ναρκισσισμό. Το μίσος προς τον «κατασκευασμένο» εχθρό θερμαίνει το ναρκισσισμό και καθιστά το άτομο δυνατό.
Στην ουσία ο λαϊκισμός τρέφει την αβεβαιότητα του ατόμου και πάνω σε αυτή δομεί την εξουσία του.
Ο Λαϊκισμός, επομένως, με όσα καταγράφηκαν ως γνωρίσματά του φαλκιδεύει από τη φύση του και υπονομεύει την ουσία της δημοκρατίας.
Αυτό συμβαίνει, γιατί η δημοκρατία συνιστά τη δικαίωση του λαού και την ανύψωσή του σε καθοριστικό παράγοντα της ιστορίας, ενώ ο λαϊκισμός αποτελεί εξαπάτηση του λαού, την πολιτική του υποβάθμιση και τον εξοστρακισμό του στο περιθώριο των εξελίξεων.
Η δημοκρατία εμπεριέχει τη λαϊκότητα, που αναδεικνύει τις γνήσιες αξίες του λαού. Αντίθετα, ο λαϊκισμός ισοπεδώνει, προβάλλει το κάλπικο και νοθεύει το πηγαίο και την αυθεντικότητα.
Επιπρόσθετα, η δημοκρατία στηρίζεται στην πολιτική συμμετοχή, ενώ ο λαϊκισμός προπαγανδίζει την «κατ’ επίφαση» πολιτική συμμετοχή. Η δημοκρατία καθιστά τον πολίτη αυτεξούσιο και αυτόβουλο, ενώ ο λαϊκισμός τον εγκλωβίζει στο βασίλειο του ετεροκαθορισμού και της ετεροβουλίας.
Η δημοκρατία απεχθάνεται τη δημαγωγία, ευνοεί την ιδεολογική καθαρότητα και πολιτική χειραφέτηση, χρησιμοποιεί το διάλογο κι αρνείται τους μύθους του μεσσιανισμού.
Όλα αυτά, όμως, ακυρώνονται από το λαϊκισμό, γιατί ως ιδεολόγημα («αβαθής ιδεολογία») ευνοεί τη δημαγωγία και την προπαγάνδα, στοχεύει στην πολιτική και ιδεολογική χειραγώγηση και αναδεικνύει το μεσσιανικό χαρακτήρα των πολιτικών ηγετών.
Δημοκρατία, λοιπόν, και λαϊκισμός είναι δυο ασύμβατες έννοιες, γι’ αυτό και ο λαϊκισμός ανθοφορεί όπου η δημοκρατία εμφανίζει προβλήματα δυσλειτουργίας.
Επιβάλλει μια λοβοτομή στους άφωνους πολίτες και τους καθηλώνει στην κατάσταση του «πολιτισμένου θηρίου». Την οργή, το μίσος, την αγανάκτηση, τη θλίψη, το φόβο και την αγωνία του πλήθους δεν μπορούμε να τα αφήσουμε να λειτουργήσουν ως θερμοκήπιο του λαϊκισμού.
Η δημοκρατία οφείλει να αλλάζει και να εμπνέει. «Μια δημοκρατία που δεν ασκεί αυτοκριτική καταδικάζεται στην παράλυση» (J. Saramango).
2 σχόλια
-
ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ..........ΚΙ ΑΥΤΟΣ ...........ΑΙΦΝΗΣ ΕΓΙΝΕ ΚΑΙ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ ..........
-
Γιάννη έχω την εντύπωση ότι φωτογραφίζεις, και δικαίως κατά την γνώμη μου, τον τοπικό μας μαυρογιαλούρο (λέγε με Βλάση)