Η Άλωση της Τριπολιτσάς ως ένα ατυχές και ταξικό γεγονός - Γράφει ο Βασίλειος Δ. Σιακωτός
Ο Κυριάκος Σιμόπουλος υποστήριξε, με βάση τις πληροφορίες των αυτοπτών μαρτύρων Louis Maxime Raybaud και Thomas Gordon, ότι η εισπήδηση στα τείχη της Τριπολιτσάς και η άλωση – απελευθέρωση πραγματοποιήθηκε από απρόβλεπτες συγκυρίες, απρογραμμάτιστα, με πρωτοβουλία των αγωνιστών και του αποθηριωμένου λαού, χωρίς τον έλεγχο της ηγεσίας(1). Επίσης, προξενεί εντύπωση πως οι απομνημονευματογράφοι και οι ιστορικοί του Αγώνα είναι φειδωλοί σε πληροφορίες για τα γεγονότα της ημέρας της εφόδου στις 23 Σεπτεμβρίου (π.ημ.). Κανένας από τους πρωταγωνιστές της κατάληψης δεν διεκδικεί για τον εαυτό του ένα κομβικό ρόλο στην επιτυχή έκβαση της πολιορκίας και δεν μνημονεύει κάποια διαταγή για έφοδο στην πόλη.
Η περίπτωση του στρατηγού Θεοδώρου Κολοκοτρώνη είναι εξόχως χαρακτηριστική. Στην αφήγησή του προς τον Γ. Τερτσέτη είναι πολύ διεξοδικός για τη μάχη στα Δερβενάκια, μνημονεύει τοπωνύμια, ημερομηνίες, κινήσεις στρατιωτικών σωμάτων και πολλά ονόματα αγωνιστών, αντίθετα, για την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς είναι λακωνικός. Ο στρατηγός δηλαδή που συνέλαβε το σχέδιο της πολιορκίας της πόλης, αποφεύγει να απονείμει στον εαυτό του τη διάκριση του στρατηγού – πορθητή. Γιατί; Διότι, όπως προκύπτει από το ανέκδοτο ημερολόγιο των διαπραγματεύσεων για την παράδοση της πόλης που κρατούσε ο Φιλικός Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος και αποκάλυψε ο κ. Γιάννης Κόκκωνας (2), αλλά και από την κατάθεση ανώνυμου Γάλλου φιλέλληνα στον υποπρόξενο του Βατικανού στη Ζάκυνθο, μόλις σαράντα μέρες μετά τα τραγικά γεγονότα, η άλωση της Τρίπολης είχε πορθητή μόνο τον απλό λαό.
Τα δυο νέα αρχειακά τεκμήρια μας οδηγούν αναγκαστικά στην αναθεώρηση της ιστορίας των γεγονότων της 23ης Σεπτεμβρίου, και για την καλύτερη κατανόησή τους θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν ότι οι πολιορκητές μπορεί να είχαν ελληνική συνείδηση, αλλά, ως πρώην υπήκοοι του σουλτάνου, δεν είχαν εθνική πολιτική συνείδηση. Το έλλειμμα πολιτικής συνείδησης φαίνεται καταρχήν στην διαφορετική πολιτική αντίληψη που ανέπτυξαν οι Ελλαδίτες προύχοντες σε σχέση με τους ομοεθνείς της διασποράς, και εξηγεί τις αποκλίνουσες συμπεριφορές που ανέπτυξαν τοπικές ομάδες και κοινωνίες. Αυτό μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα όταν θα παρατηρήσει κάποιος τη δράση των Επτανησίων εθελοντών στις επαναστατημένες περιοχές. Συμπεριφέρονται πειθαρχημένα, ως τακτικός στρατός, χωρίς έκτροπα και λεηλασίες, διότι έχουν ήδη διανύσει ένα συνταγματικό βίο 24 περίπου χρόνων ως πολίτες, και όχι υπήκοοι, της Επτανήσου Πολιτείας.
Οι λεηλασίες και οι σφαγές στην Τρίπολη κράτησαν 3 μέρες, ήσαν πρωτοφανείς σε ωμότητα και πραγματοποιήθηκαν, αυθόρμητα, μόνο από τον λαό, την ίδια στιγμή που οι Έλληνες ισχυροί προσπαθούσαν να διαφυλάξουν τους Οθωμανούς και να συγκρατήσουν το μαινόμενο χριστιανικό πλήθος. Φαίνεται όμως πιθανό πως η έκταση των σφαγών δεν θα είχε λάβει αυτήν την έκταση, εάν οι απλοί πολιορκητές δεν είχαν αποκλειστεί από τις διαπραγματεύσεις με τους Οθωμανούς και δεν έβλεπαν το τελευταίο δεκαήμερο της άτυπης ανακωχής τα φορτία που έστελναν οι επιφανείς πολιορκούμενοι στους μεγάλους οπλαρχηγούς. Επίσης, θα πρέπει, πριν χαρακτηρίσουμε με πολλά επίθετα και αναχρονισμούς τα αποτρόπαια γεγονότα της άλωσης, να δούμε τι έγινε στο παρελθόν σε αντίστοιχες περιπτώσεις στον ίδιο γεωγραφικό χώρο.
Ας θυμηθούμε γρήγορα ποια ήταν η στάση των Ελλήνων απέναντι στους Οθωμανούς στις δύο προηγούμενες απόπειρες απελευθέρωσης της Πελοποννήσου από την κυριαρχία του σουλτάνου. Στην πολεμική προσπάθεια των Βενετών υπό τον Francesco Morosini (1685-1690) οι Οθωμανοί εγκατέλειψαν σύσσωμοι τον Μοριά, ενώ όσοι προτίμησαν να παραμείνουν, λιγότεροι από 5.000, υποχρεωτικά εκχριστιανίστηκαν. Δεν προβλεπόταν κάποια συνύπαρξη με μουσουλμανικούς πληθυσμούς, και το πιο σοβαρό έκτροπο που σημειώθηκε στον πόλεμο ήταν η παρασπονδία των βενετικών αρχών, σε αντίθεση με τα συμφωνηθέντα, να σκλαβώσουν τα γυναικόπαιδα του Μυστρά και να ρίξουν τον άρρενα πληθυσμό στις γαλέρες(3). Στα γεγονότα των Ορλωφικών την άνοιξη του 1770, οι Έλληνες με δική τους πρωτοβουλία, αρνούμενοι τις αντίθετες υποδείξεις των Ρώσων αξιωματικών, προβαίνουν σε μερικές των σφαγές Οθωμανών του Ναυαρίνου και της Αρκαδιάς (Κυπαρισσία), στέλνουν τους υπόλοιπους στη βενετοκρατούμενη Ζάκυνθο, ενώ οι Μανιάτες σφάζουν όλους τους άρρενες μουσουλμάνους και Εβραίους του Μυστρά, δηλαδή για τους οθωμανικούς πληθυσμούς υπήρχε το δίλημμα σφαγή ή φυγή.
Μετά τα Ορλωφικά οι Έλληνες, αξιολογώντας την εμπειρία του 1770, διαπίστωσαν ότι για ένα νέο επαναστατικό εγχείρημα θα έπρεπε να οργανωθεί ο αγώνας στο Σούλι, ένα αγκάθι στα πλευρά των Τσάμηδων και λοιπών Αλβανών που δεν θα τους επέτρεπε μια νέα ανενόχλητη κάθοδο στο Μοριά (ένα σχέδιο που μπήκε σε εφαρμογή με τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1787 και αργότερα με τον Χριστόφορο Περραιβό), ενώ οι Οθωμανοί εφάρμοσαν την προληπτική ομηρία των προεστών της Πελοποννήσου, ως μέτρο αποτροπής εκδήλωσης επαναστατικών ενεργειών, τόσο το 1787 όσο και το 1821, ένα μέτρο που δεν είχε εφαρμοστεί το 1770.
Η μαρτυρία που παρουσιάζουμε είναι ένα υπόμνημα για την Ελληνική Επανάσταση, το οποίο αποστέλλει στις 20 Νοεμβρίου (ν. η.) προς τη Γραμματεία του Παπικού Κράτους (Segreteria di Stato) ο υποπρόξενος του Βατικανού στη Ζάκυνθο ιππότης Domenico Moretti (4). Σύμφωνα με τον παπικό αξιωματούχο ο πληροφοριοδότης του κατείχε υψηλή θέση μεταξύ των Ελλήνων, φαίνεται ότι ήταν Γάλλος, δεδομένου ότι κατ’ αυτόν διάφοροι Γάλλοι υψηλής θέσης, οι οποίοι ευρίσκονταν ακόμα μαζί με τον Δημήτριο Υψηλάντη, ήσαν έτοιμοι και αυτοί να τον μιμηθούν και να εγκαταλείψουν τον Αγώνα. Ο ανώνυμος Γάλλος ανήκε στον κύκλο του Δ. Υψηλάντη και του Αλέξανδρου Καντακουζηνού, καθώς οι απόψεις του ανιχνεύονται και στις Επιστολές του πρίγκηπα Αλέξανδρου Καντακουζηνού και έφυγε από την Πελοπόννησο αηδιασμένος (in disgusto) όταν είδε τις σφαγές στο Ναβαρίνο και στην Τρίπολη, την εκτροπή δηλαδή της Επανάστασης. Ο κύκλος των Δ. Υψηλάντη και Αλ. Καντακουζηνού ήθελε την παράδοση των φρουρίων να γίνεται στο όνομα του έθνους, τη διάσωση των οθωμανικών πληθυσμών, αλλά και την ασφαλή απομάκρυνσή τους από τα ελληνικά εδάφη, όπως συνέβη στην περίπτωση της Μονεμβασιάς(5).
Η κατάθεση του ανώνυμου Γάλλου αυτόπτη μάρτυρα της 23ης Σεπτεμβρίου έχει ιδιαίτερη αξία διότι δεν διαμεσολαβεί ο χρόνος και τα κόσκινα της επιλεκτικής μνήμης, δεν έχει φανερή πολιτική σκοπιμότητα, και, κυρίως, δεν έχει σκοπό έντυπης δημοσίευσης, καθώς ο γραπτός λόγος έχει τους δικούς του περιορισμούς και συναισθηματικούς, θυμικούς αποκλεισμούς· γι’ αυτό το λόγο και είναι πιο ακριβής στις ωμότητες που διαπράχτηκαν κατά την λεηλασία της πόλης. Επιπλέον, από μια άλλη αντίληψη επιβεβαιώνει και συμπληρώνει τα όσα σημειώνει στο ημερολόγιο του ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος αλλά και όσα καταχωρεί ο Ιωάννης Φιλήμων σε ανέκδοτο έργο του αλλά προτίμησε να αποσιωπήσει και να μην τα δημοσιεύσει (6). Η αφήγηση του Γάλλου στον παπικό υποπρόξενο θυμίζει μια off the record συνέντευξη, όπου διαμείβονται σημαντικές πληροφορίες που αποκρύπτονται από το ευρύ κοινό.
Σύμφωνα με την έκθεση του παπικού διπλωμάτη:
«Ο αριθμός των προ της Τριπόλεως ενόπλων κατά την εποχήν της καταλήψεώς της υπελογίζετο εις 15 χιλιάδας, ο δε αριθμός των εντός των τειχών της ατόμων, περιλαμβανομένων και των προδοτών Αλβανών, υπελογίζετο ότι ανήρχετο εις 10 χιλιάδας. Συνεφωνήθη συνθηκολόγησις, και πράγματι αύτη κατηρτίσθη μεταξύ του Μπέη της Μάνης, του κολοκοτρώνη και των πολιορκημένων (καίτοι δεν διετυπώθη γραπτώς), αύτη δε ώθησε τους δυστυχείς Τούρκους να μη προφυλάσσονται πλέον, δεδομένου ότι αρκεταί χιλιάδες εξ αυτών εγκατέλειπον την πόλιν και επί μία ή δύο ημέρας προσήρχοντο εις έν των ελληνικών πεδίων. Οι πολιορκούντες την πόλιν εκ της πλευράς του Άργους, βλέποντες τόσους Τούρκους να εξέρχωνται συνεχώς, ίνα συναντήσουν μερικούς γνωστούς των, και, φοβούμενοι μήπως δι’ αυτούς ουδέν απέμενε μερίδιον των λαφύρων, προέβησαν εις αιφνιδίαν έφοδον εξ ιδίας πρωτοβουλίας και αποφάσεως, χωρίς να κοινοποιήσουν τας διαθέσεις των εις τους λοιπούς, και, αφού κατέλαβον μιαν πύλην, και έν φρούριον, ανύψωσαν την χριστιανικήν σημαίαν.
Μόλις εγένετο αντιληπτόν τούτο πάντες οι αποτελούντες το έτερον στρατόπεδον επετέθησαν κατά της πόλεως εξ όλων των πλευρών και κατέλαβον ταχέως ταύτην μετά ελαχίστην αντίστασιν εκ μέρους των Τούρκων, οίτινες ουδόλως ανέμενον τοιαύτην επίθεσιν, παρέδωσαν δε αμέσως τα όπλα των, ελπίζοντες να σώσουν την ζωήν των. Όμως ηπατήθησαν οικτρώς και, γενομένης τρομεράς σφαγής, εφονεύθησαν πολλαί χιλιάδες άνευ διακρίσεως.
Οι Έλληνες επέτρεψαν να εξέλθουν ησύχως εκ της πόλεως εις 1.800 Αλβανούς, οίτινες εν τη πραγματικότητι είχον συμπεριφερθή ως προδόται έναντι των Τούρκων και είχον συμφωνήσει να μη παρακωλύσουν την είσοδον των Ελλήνων εις Τρίπολιν, αντιθέτως, μάλιστα, είχον συμφωνήσει να τους βοηθήσουν να εισέλθουν.
Η φρικτωτέρα όμως εξ όλων των σκηνών επεφυλάχθη την επαύριον, ότε 3.000 περίπου πρόσωπα, κατά το πλείστον γυναίκες και παιδία, μετεφέρθησαν εκτός της πόλεως και του στρατοπέδου εις το οποίον είχον παραμείνει επί δύο ημέρας εις έν είδος υψώματος έξω των τειχών της πόλεως και εκεί απεγυμνώθησαν πάντες και κατεκρεουργήθησαν φρικτώς· αι κοιλίαι των εγκύων κατεσχίσθησαν, τα σώματα αυτών διεμελίσθησαν κατά τρόπον αποτρόπαιον, αι κεφαλαί των απεκόπησαν και ετοποθετήθησαν εις σώματα κυνών, ενώ κεφαλαί κυνών ετοποθετήθησαν εις τα σώματα εκείνων, ως και εις άλλα ιδιαίτερα μέρη. Δεν υπάρχει είδος σκληρότητος, το οποίον να μη υπέστησαν τα δυστυχή εκείνα πλάσματα ομού μετά των τέκνων των. Ουδέ ετερματίσθη τότε η σφαγή, αλλ’ εξηκολούθησεν επί πολλάς συνεχείς ημέρας, ο δε αριθμός των σφαγέντων υπολογίζεται ολίγον κατώτερος των 8.000…..
Επιπροσθέτως προς τα λεχθέντα υπολείπεται ακόμη να λεχθή ότι πάντες οι Εβραίοι κάτοικοι της Τριπόλεως (χίλιοι περίπου), άνδρες, γυναίκες και παιδία, υπέστησαν βασανιστήρια και εν συνεχεία εκάησαν ζώντες, άνευ εξαιρέσεως τινος, καθ’ όν τρόπον υπηγόρευσεν η σκληρά ιδιοτροπία των Ελλήνων εκείνων εις χείρας των οποίων είχον καταλήξει.»
Υποσημειώσεις.
- Κυριάκος Σιμόπουλος, Πως είδαν οι Ξένοι την Ελλάδα του ’21. Πρώτος τόμος : 1821-1822, σσ. 250, 253.
- Γιάννης Κόκκωνας,«Πολιορκία και άλωση της Τριπολιτσάς: η μαρτυρία του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου για τις διαπραγματεύσεις και το “ρεσάλτο”», Όψεις της Επανάστασης του 1821. Πρακτικά Συνεδρίου, Αθήνα 12 και 13 Ιουνίου 2015, Περιοδικό Μνήμων, Αθήνα 2018, σσ. 21-44.
- Κωνσταντίνος Μέρτζιος – Θωμάς Παπαδόπουλος, «Ο Μυστράς και η περιφέρειά του εις τα Αρχεία της Βενετίας κατά την Ενετοκρατίαν (1687-1715)», Λακωνικαί Σπουδαί τ. 9 (1988), σσ. 235-237.
- Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας αρ. 10. Έγγραφα του Αρχείου Βατικανού περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, εκδιδόμενα υπό Γεωργίου Ζώρα, τόμος Α΄ 1820-1826, Γραφείον Δημοσιευμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, Αθήναι 1979, σσ. 186-191.
- Δύο πρίγκιπες στην Ελληνική Επανάσταση. Επιστολές αυτόπτη μάρτυρα και ένα υπόμνημα του πρίγκιπα Γεωργίου Καντακουζηνού, μετάφραση Χρίστος Μ. Οικονόμου, εισαγωγή – σχόλια – επιμέλεια Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών – εκδόσεις Ασίνη, Αθήνα 2015, σσ. 107, 243-244, 255. Θα πρέπει επίσης να επισημανθούν οι εύστοχες παρατηρήσεις του κ. Βασίλη Παναγιωτόπουλου σχετικά με τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Ιωάννη Καποδίστρια στον σχεδιασμό της Επανάστασης του 1821, ό.π., σσ. 124, 128-129, 136, 261.
- Γιάννης Κόκκωνας, ό.π., σσ. 37-38, 41.
1 σχόλιο
-
Κάποιους ενοχλεί η Άλωση της Τριπολιτσάς ή μου φαίνεται;